Στο μικροσκόπιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπαίνουν οι ελληνικές τράπεζες. Την ερχόμενη εβδομάδα καταφθάνει στην Αθήνα κλιμάκιο του SSM, το οποίο θα ελέγξει κυρίως τα «κόκκινα» δάνεια, τα οποία παραμένουν σε υψηλά επίπεδα.
Ο SSM θα πιέσει περαιτέρω τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών να «τρέξουν» ταχύτερα και αποτελεσματικότερα τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στον απόηχο των έντονων ανησυχιών για τη διεξαγωγή και νέας ανακεφαλαιοποίησης, μετά τα stress tests που θα πραγματοποιήσει η ΕΚΤ το 2018.
Μία πρόγευση του ισχυρού πρέσινγκ, άλλωστε, έδωσε πρόσφατα ο Francesco Drudi της Κεντρικής Τράπεζας από το βήμα του συνεδρίου του Εconomis, τονίζοντας ότι τόνισε ότι το 45% των NPLs στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα κινείται ακόμη ψηλά.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Drudi, οι επόμενες ενέργειες περιλαμβάνουν τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς. Ο ίδιος δε επικεντρώθηκε στο θέμα της αναδιάρθρωσης των δανείων, στις ηλεκτρονικές δημοπρασίες, καθώς και στις νομοθετικές παρεμβάσεις για την πώληση των προβληματικών παγίων, τις οποίες χαρακτήρισε «πολύ σημαντικό βήμα για το μέλλον».
Όλες αυτές οι κινήσεις θα δώσουν, κατά τον κ. Ντρούντι, την απαραίτητη δύναμη στις τράπεζες, ώστε να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους και να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων στην αγορά.
Τώρα, το μεγάλο στοίχημα για τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Εθνική Τράπεζα – 45%, Eurobank – 49%, Alpha Bank – 54%, Πειραιώς – 52%) και ως συνολικό στόχο για το σύστημα είναι ο περιορισμός των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 37 δισ. ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια.
Σημειώνεται ότι στο τέλος του Δεκεμβρίου του 2016 το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως προς το σύνολο των δανείων ανερχόταν σε επίπεδο τραπεζών σε 44,8%, ήτοι περίπου 106 δισ. ευρώ. Το ποσοστό αυτό είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σχεδόν οκταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, καθώς στην ΕΕ ανέρχεται στο 5,5%.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ολόκληρη την ΕΕ, όταν το ενεργητικό του ελληνικού τραπεζικού τομέα αποτελεί μόλις το 1,2% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στην ΕΕ. Τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανά κατηγορία δανείων, διαμορφώνονται σε 41,5% για τα στεγαστικά, 44,4% για τα επιχειρηματικά και 54% για τα καταναλωτικά δάνεια και αφορούν περίπου 464 χιλιάδες, 423 χιλιάδες και 1,9 εκατομμύρια δανειολήπτες αντίστοιχα.
Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί για τη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) στα 67 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019, με το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης να εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί το 2018 και το 2019.
Περίπου το 60% της μείωσης εκτιμάται ότι θα προέλθει από τα επιχειρηματικά, με το υπόλοιπο 40% να μοιράζεται σχεδόν ισόποσα στα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. Την ίδια περίοδο, τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών αναμένεται να μειωθούν κατά 49%, από 78,3 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2016 σε περίπου 40 δισ. ευρώ το 2019, με το σχετικό δείκτη να εκτιμάται ότι θα μειωθεί από 37% σε 20% το 2019.