Μεγάλος ασθενής παραμένουν για τις τράπεζες τα στεγαστικά δάνεια, καθώς όχι μόνο συναντούν ακόμη δυσκολία στο να τιθασεύσουν τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο, αλλά και διαπιστώνουν εκτεταμένες καθυστερήσεις άνω του έτους.
Αυτή τη στιγμή, στεγαστικά δάνεια 21,1 δισ. ευρώ από τα 27,5 δισ. ευρώ του μη εξυπηρετούμενου στεγαστικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών ξεπερνούν το ένα έτος σε καθυστέρηση, εμφανίζοντας μακράν χειρότερη εικόνα από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Όπως προκύπτει από τις παρουσιάσεις των αποτελεσμάτων α΄ τριμήνου 2018 των τραπεζών στους αναλυτές, η δυσκολία διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων θα υπαγορεύσει μεγαλύτερες πωλήσεις χαρτοφυλακίων NPLs.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) προς το σύνολο των ανοιγμάτων το 2017 παρουσίασε περαιτέρω μείωση (43,1% έναντι 44,8% στο τέλος του 2016), με τα συνολικά ανοίγματα των τραπεζών από 237,5 δισ. ευρώ να μειώνονται σε 222,1 δισ. ευρώ και τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από 106,3 δισ. ευρώ σε 95,7 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Το γεγονός αυτό αποδίδεται κυρίως στις αυξημένες διαγραφές ύψους 8,1 δισ. ευρώ που σωρευτικά διενήργησαν οι τράπεζες την εν λόγω περίοδο. Συγκεκριμένα, ενώ το σύνολο των εξυπηρετούμενων τραπεζικών πιστώσεων συρρικνώθηκε με ρυθμό 3,6% το 2017, το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε εντονότερα (κατά 10%).
Η μεγαλύτερη μείωση ΜΕΑ το 2017 καταγράφηκε στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο και συγκεκριμένα στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (-19,2%) και στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο (-19,7%), με βασική αιτία κυρίως τις διαγραφές καταγγελμένων ανοιγμάτων. Ωστόσο, εξαίρεση αποτέλεσε το χαρτοφυλάκιο των στεγαστικών δανείων, το οποίο εμφανίζει την εν λόγω χρονική περίοδο οριακή αύξηση της τάξεως του 0,4% σε επίπεδο ΜΕΑ.
Το ενδιαφέρον εστιάζεται επίσης στο ύψος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης (unlikely to pay), όπως επίσης και στο σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες. Και τα δύο στοιχεία αποτελούν σημαντικούς δείκτες για την περαιτέρω πορεία του πιστωτικού κινδύνου.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΤτΕ, τα ανοίγματα αβέβαιης είσπραξης ανήλθαν το 2017 σε 30,5 δισ. ευρώ, στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με το τέλος του 2016, γεγονός που προβληματίζει για την εξέλιξή τους. Παράλληλα, ο λόγος των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) ανήλθε σε 9,4% το 2017, δηλαδή διαμορφώθηκε σε επίπεδο οριακά χαμηλότερο από εκείνο στο τέλος του 2016 (10%).
Τα ανοίγματα σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) ως προς το σύνολο των ΜΕΑ συνέχισαν την πτωτική τους πορεία και μειώθηκαν σε 22,7% το 2017 έναντι 26,6% στο τέλος του 2016.
Σημειώνεται ότι το 71% των ΜΕΑ που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια διαμορφώνεται σε 76,7% και για τα επιχειρηματικά σε 69,1%, ενώ για τα καταναλωτικά δάνεια τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου το ποσοστό διαμορφώνεται σε 82,5%. Τα ανωτέρω ποσοστά είναι χαμηλότερα έναντι αυτών στο τέλος του 2016.
Παράλληλα, το 45,4% των ΜΕΑ αφορά καταγγελμένες απαιτήσεις, ποσοστό οριακά αυξημένο σε σχέση με το τέλος του 2016 (44,9%). Το ποσοστό αυτό θα ήταν υψηλότερο εάν οι τράπεζες δεν είχαν διαγράψει καταγγελμένες απαιτήσεις ύψους 6,7 δισ. ευρώ.