Η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, κυρία Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, επανέφερε σε λιγότερο από μία εβδομάδα από τη δημοσιοποίηση της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας το θέμα του κινδύνου δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων. Όπως ανέφερε σε ομιλία της την προηγούμενη εβδομάδα, υπάρχουν ενδείξεις για αύξηση των κόκκινων δανείων και για αύξηση των ρυθμίσεων, ενώ επανέλαβε τον πρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, λόγω ενεργειακής κρίσης και πληθωρισμού, που επιδεινώνονται από την αβεβαιότητα του πολέμου.
Οι προειδοποιήσεις αυτές έρχονται όταν στην Τράπεζα της Ελλάδος υπολογίζονται σε περίπου 9 δισ. ευρώ τα δάνεια που μπορεί να αποτελέσουν εν δυνάμει πηγή νέων κόκκινων δανείων. Πρόκειται για δάνεια εξυπηρετούμενα και ρυθμισμένα, τα οποία άμεσα ή έμμεσα στηρίζονται ακόμη από τα μέτρα κατά της πανδημίας. Η πλήρης απόσυρση των μέτρων αυτών μέσα στο 2022 θα δημιουργήσει νέες πιέσεις. Για παράδειγμα, μπορεί να έχουν λήξει τα moratoria ή οι επιδοτήσεις δόσεων που αφορούν άμεσα σε δάνεια. Όμως ακόμη επενεργούν υποστηρικτικά άλλα μέτρα, όπως, π.χ., της επιστρεπτέας προκαταβολής κ.ά.
Η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώνει σημαντική μείωση των κόκκινων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά προχωρά στις εξής επισημάνσεις:
Πρώτον, η μείωση των κόκκινων δανείων προήλθε από τιτλοποιήσεις και όχι από εξυγίανση, ύστερα από ενεργητικές δράσεις διαχείρισης (βιώσιμες ρυθμίσεις, αναχρηματοδοτήσεις κ.λπ.).
Δεύτερον, με τις τιτλοποιήσεις, μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) 100 δισ. ευρώ μεταφέρθηκαν από τις τράπεζες σε εταιρείες διαχείρισης, χωρίς αυτό να μειώνει το ιδιωτικό χρέος και, κατά συνέπεια, την πίεση στην πραγματική οικονομία από τυχόν συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Τρίτον, οι τιτλοποιήσεις χτύπησαν κεφάλαια και κερδοφορία των τραπεζών.
Τέταρτον, αν και τα ποσοστά κόκκινων δανείων στο σύνολο των χρηματοδοτήσεων έφτασαν σε μονοψήφια ποσοστά, παραμένουν πολλαπλάσια από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Πέμπτον, τα μισά ρυθμισμένα δάνεια είναι πάλι μη εξυπηρετούμενα. Από τα 15,3 δισ. ευρώ ρυθμισμένων δανείων, τα 7,2 δισ. ευρώ αποτελούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Έκτον, τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις – denounced) υποχώρησαν περαιτέρω το 2021 και διαμορφώθηκαν σε 5,7 δισ. ευρώ (31% των ΜΕΔ), μειωμένα κατά 48% σε σχέση με το τέλος του 2020 (11,0 δισ. ευρώ). Ωστόσο, επισημαίνεται ότι το 70,4% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία είναι σε καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το τέλος του 2020 (67,2%). Το αντίστοιχο ποσοστό καθυστέρησης για τα στεγαστικά δάνεια ανέρχεται σε 53,3%, για τα επιχειρηματικά σε 74,6% και για τα καταναλωτικά σε 65,8%. Την ιδιαίτερα αρνητική εικόνα των ΜΕΔ που βρίσκονται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη του έτους ενισχύει αυτή των ΜΕΔ με καθυστέρηση μεγαλύτερη των δύο ετών για όλες τις κατηγορίες δανείων.
Τα στοιχεία των τραπεζών
Από την πλευρά τους, οι τράπεζες παρατηρούν μεγάλη ζήτηση (και εκταμιεύσεις) για καταναλωτικά δάνεια, σε ποσά που φτάνουν πλέον τα αντίστοιχα για στεγαστικά, με παράλληλη αύξηση των κόκκινων δανείων. Η ζήτηση στο τετράμηνο του έτους είναι αυξημένη κατά 80% και οι εκταμιεύσεις κατά 20%. Σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια, οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι δεν έχει γίνει ακόμη σαφές εάν η άνοδος συνδέεται με την κρίση, κάτι που θα φανεί από τα στοιχεία του Μαΐου-Ιουνίου και μετά. Πάντως, στα στεγαστικά και τα επιχειρηματικά δεν υπάρχουν ενδείξεις αύξησης των κόκκινων δανείων. Στα επιχειρηματικά, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διάθεση πολλών συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων.
Οι τράπεζες έχουν υπολογίσει ότι η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των δανειοληπτών κατά 20% μπορεί να δημιουργήσει νέα κόκκινα δάνεια ύψους 400-600 εκατ. ευρώ. Από τους έως τώρα υπολογισμούς, σχετικά με τον πληθωρισμό μέχρι σήμερα και βάσει των εισοδηματικών δεδομένων, η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, σε ετήσια βάση, εκτιμάται γύρω στο 8%-9%. Πάντως, τραπεζικές πηγές συμφωνούν ότι η επίπτωση του πληθωρισμού και της αβεβαιότητας αναμένεται να διαφανεί στο β’ εξάμηνο, οπότε εκτιμάται ότι θα υπάρξουν και οι πρώτες αυξήσεις επιτοκίων. Για τον λόγο αυτό θεωρούν ότι το β’ εξάμηνο θα είναι η κρίσιμη περίοδος που θα προσφέρει πιο αξιόπιστες ενδείξεις. Για παράδειγμα, στο πρώτο τρίμηνο δεν αποτυπώθηκε καθόλου η αβεβαιότητα του πολέμου και η επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού.
Ολόκληρο το άρθρο εδώ