Μειώσεις έως και 35% στην τιμή του ψωμιού φέρνει η οικονομική κρίση που πλήττει το ελληνικό νοικοκυριό. Τον χορό των μειώσεων σέρνει η γνωστή αλυσίδα Βενέτης η οποία ανακοίνωσε ότι μειώνει την τιμή του άρτου στα 0,49 ευρώ την φρατζόλα, κίνηση η οποία αναμένεται να πυροδοτήσει ένα νέο πόλεμο μεταξύ αρτοποιών, οργανωμένων σημείων και αρτοβιομηχανίας.
Συγκεκριμένα η γνωστή αλυσίδα, όπως γνωστοποίησε με διαφημιστικο τηλεοπτικό σπότ που έπαιξε το σαββατοκύριακο, θα διαθέτει πλέον το χειροποιήτο χωριάτικο ψωμί της προς 0,49 την φρατζόλα από 0,75 ευρώ μέχρι σήμερα, δηλαδή 34,66% φθηνότερα.
Σύμφωνα με πληροφορίες η ενέργεια αυτή επί της ουσίας επιδοτείται από την εταιρεία καθώς το κόστος ανά φραντζόλα υπερβαίνει το ποσό των 0,49 ευρώ που το πουλάει. Η κίνηση αυτή, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, δεν θα είναι και η μοναδική από την πλευρά της εταιρείας η οποία σκοπεύει να προβεί σε ανάλογες ενέργειες το προσεχές διάστημα.
Την επιθετική αυτή τιμολογιακή πολιτική αναμένεται να ακολουθήσουν, εξ ανάγκης, και υπόλοιποι παίκτες της αγοράς και δη οι φούρνοι και τα πρατήρια άρτου που βρίσκονται κοντά στα σημεία που διαθέτει σήμερα παρουσία η εταιρεία Βενέτης. Και αυτό γιατί τα 100 ευρώ εξοικονόμηση από τη διαφορά τιμής στον ετήσιο οικογενειακό προϋπολογισμό δεν είναι και λίγα. Τη στιγμή μάλιστα που 1 στους 10 καταναλωτές έχει μειώσει την κατανάλωση ψωμιού για οικονομία, όπως έδειξε περσινή έρευνα της Marc.
Σημειώνεται ότι σήμερα η τιμή μιας φραντζόλας απλού ψωμιού ποικίλλει από 0,60 ευρώ έως και 0,90 ευρώ ανάλογα με το σημείο πώλησης, την περιοχή, κ.ά., με την αξία της συνολικής αγοράς να υπερβαίνει τα 800 εκατ. ευρώ.
Σε ότι αφορά στην κατανάλωση το 45% των νοικοκυριών αγοράζει ψωμί καθημερινά, 25% μέρα πάρα μέρα, ένα στα τέσσερα νοικοκυριά μία με δύο φορές την εβδομάδα και σπάνια το 5,5% των νοικοκυριών.
Ειδικότερα 8 στα 10 νοικοκυριά δηλώνουν ότι καταναλώνουν μισό κιλό ψωμί την ημέρα, το 16,3% ένα κιλό, το 3,2% ενάμιση κιλό και το 0,7% δύο κιλά και άνω. Δηλαδή η μέση ημερήσια κατανάλωση ψωμιού ανά νοικοκυριό υπολογίζεται στα 620 γραμμάρια, δηλαδή περίπου 200 γραμμάρια ανά άτομο. Ποσότητα η οποία απέχει σε σχέση με δύο χρόνια πριν όπου ένα στα τρία νοικοκυριά δήλωνε ότι κατανάλωνε περισσότερο.