Μπλόκο στις προτάσεις των ελληνικών τραπεζών που προβλέπουν αλλαγές στη διαδικασία που διέπει τον τρόπο υπαγωγής μιας επιχείρησης στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα, βάζει η κυβέρνηση, ανεβάζοντας στα ύψη το θερμόμετρο στο ελληνικό banking. Οι τραπεζίτες ζητούν τη ριζική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του άρθρου 99, στο πλαίσιο της επικείμενης νομοθετικής αντιμετώπισης των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων. Οι διαπραγματεύσεις ωστόσο με την κυβέρνηση φαίνεται πως πέφτουν στο κενό, καθώς οι πρώτες διερευνητικού χαρακτήρα διαβουλεύσεις έδειξαν ότι το αίτημα δεν περνά διότι εγείρει σειρά αντιδράσεων κομματικού χαρακτήρα.
Από το υπουργείο Ανάπτυξης τονίζεται ότι η όποια ρύθμιση εφαρμοστεί για τα «κόκκινα» δάνεια θα πρέπει να είναι «εφαρμόσιμη». Να βρει, δηλαδή, ανταπόκριση και στην πλειοψηφία των καταναλωτών οι οποίοι θα ρυθμίσουν τα δάνειά τους ώστε να γλιτώσουν την αγωνία των πλειστηριασμών και των κατασχέσεων. Στόχος των τραπεζών είναι η άμεση εκκαθάριση και ρευστοποίηση όλων των περιουσιακών στοιχείων των εν λόγω εταιριών ούτως ώστε να μην δοθεί καμία περαιτέρω χρηματοδότηση για την στήριξή τους, καθώς δεν είναι βιώσιμες και στερούν πόρους από τις βιώσιμες επιχειρήσεις.
Τι προτείνουν οι τραπεζίτες
Το δικαίωμα να υποβάλλεται αίτημα προς το δικαστήριο για την ένταξη στο άρθρο 99 με ή χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των οφειλετών, προτείνουν οι τράπεζες. Στόχος των τραπεζών είναι να υπάγονται οι υπερχρεωμένες επιχειρήσεις στο άρθρο 99. Αυτό προβλέπει την κατάθεση ενός σχεδίου βιωσιμότητας από τις επιχειρήσεις και τη συνδιαλλαγή με τους πιστωτές, οι οποίοι σε αυτήν την περίπτωση έχουν προτεραιότητα. Στην περίπτωση πτώχευσης μια εταιρίας, προτεραιότητα εξόφλησης έχουν πρώτα οι εργαζόμενοι και τα ασφαλιστικά ταμεία και μετά οι τράπεζες και οι υπόλοιποι πιστωτές.
Στις προτάσεις που υπέβαλαν οι τραπεζίτες προβλέπεται ότι για την υποβολή σχετικού αιτήματος για την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης θα απαιτείται η σύμφωνη γνώμη από το 50% των πιστωτών, χωρίς τη συμμετοχή του οφειλέτη, ο οποίος, βάσει της σημερινής διαδικασίας είναι ο μόνος που μπορεί να πάρει αυτή την πρωτοβουλία.
Χωρίς την σύμφωνη γνώμη του οφειλέτη ζητείται να μπορεί το 75% των πιστωτών να επιβάλει στη γενική συνέλευση το σχέδιο για την εξυγίανση της επιχείρησης, ποσοστό που περιορίζεται στο 60% εάν ο οφειλέτης έχει συμφωνήσει και η υλοποίηση του γίνει με τη συναίνεση όλων των πλευρών.
Ανοιχτό παραμένει το θέμα της ανάληψης της διοίκησης μίας επιχείρησης, το οποίο μπορεί να αποτελέσει μέρος του σχεδίου εξυγίανσης και μπορεί να αποφασιστεί με ή χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του οφειλέτη. Η αποδοχή του μπορεί να γίνει με τη σύμφωνη γνώμη του 60% των πιστωτών, σε περίπτωση συναίνεσης του οφειλέτη, ή ακόμα χωρίς αυτή, σε περίπτωση που συμφωνεί το 75% των πιστωτών που παρίσταται στη γενική συνέλευση, η οποία, θα κληθεί να εγκρίνει το σχέδιο εξυγίανσης.
Τι θέλει το ΔΝΤ για τα κόκκινα δάνεια
Οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ θεωρούν ότι μια λύση στο θέμα των «κόκκινων» δανείων θα φέρει τις ελληνικές τράπεζες πιο κοντά σε μια νέα χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Σε μια πρώτη ομαδοποίηση που έχει συμφωνηθεί θα υπάρχει ένα πακέτο εναλλακτικών λύσεων για τα καταναλωτικά, ένα για τα στεγαστικά κι ένα για τα επιχειρηματικά.
Σε ό,τι αφορά τα δάνεια των νοικοκυριών, τη βάση θέτει ο κώδικας δεοντολογίας της ΤτΕ για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Επί της ουσίας, και σε ό,τι αφορά τις εναλλακτικές προτάσεις για τις ρυθμίσεις δανείων. Από τις επαφές που έχουν γίνει μέχρι τώρα μεταξύ του υπουργείου Ανάπτυξης και των συστημικών τραπεζών διαφαίνεται ότι θα εφαρμοστεί για όλους ό,τι εφαρμόζεται μέχρι σήμερα, αλλά πιο εντατικά.
Στα επιχειρηματικά δάνεια το πιο πολύπλοκο κομμάτι της ρύθμισης είναι αυτό που αφορά πολύ υψηλά ποσά και η αναδιάρθρωσή τους βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την πραγματική οικονομία. Η λύση που προκρίνεται είναι η εξωδικαστική διευθέτηση των δανείων, με τις τράπεζες να πιέζουν με τα δικά τους μέσα για την αναδιάρθρωση των χρεών κάθε επιχείρησης.
Πηγές από την Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμούν ότι οι τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις είναι βιώσιμες και μπορούν να διασωθούν αν τους δοθεί μια ευνοϊκή ρύθμιση για την κάλυψη των χρεών τους.
Μια δεύτερη εναλλακτική, για πιο σοβαρές περιπτώσεις, θα είναι η αλλαγή του άρθρου 99, ακόμη και αν έχει έκτακτο χαρακτήρα. Σχετικό σενάριο προβλέπει ότι μια επιχείρηση θα τίθεται σε αναδιάρθρωση λόγω χρεών, με πρώτους εξυπηρετούμενους πιστωτές τις εμπορικές τράπεζες και όχι (όπως ισχύει σήμερα με βάση το άρθρο 99) το Δημόσιο και ειδικότερα τις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία. Στη ρύθμιση αυτή, που θα είναι έκτακτου χαρακτήρα, θα εξετάζεται το μέλλον μιας επιχείρησης και θα αποφασίζεται από το 35% των πιστωτών και όχι από το 51% που ισχύει με το άρθρο 99.
Τι σημαίνει υπαγωγή στο άρθρο 99
Το άρθρο 99 επιτρέπει στις επιχειρήσεις να προσφύγουν στα πολυµελή πρωτοδικεία και να ζητήσουν προστασία και συνδιαλλαγή µε τους πιστωτές τους, ώστε να αποφευχθεί η πτώχευση. Προσφεύγοντας δικαστικά µε την αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99, η επιχείρηση καλείται να αποδείξει ότι βρίσκεται σε οικονοµική δυσπραγία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει µπει σε παύση πληρωµών.
Στο πολυμελές Πρωτοδικείο, αφού παρουσιάσει τη δραστηριότητα και τα οικονομικά μεγέθη της, θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει ένα βιώσιμο επιχειρηματικό πλάνο, ζητώντας την προστασία του πτωχευτικού κώδικα. Στη συνέχεια, το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει αν η επιχείρηση θα συνεχίσει ή όχι τη λειτουργία της µέσω διαπραγµάτευσης των οφειλών µε τους πιστωτές της και αν το κρίνει αναγκαίο ορίζει εµπειρογνώµονα για να ελέγξει τα οικονοµικά της στοιχεία.
Ο εµπειρογνώµονας, εντός 20ηµέρου, καλείται να συντάξει και να υποβάλει τη σχετική έκθεση στο δικαστήριο. Εφόσον η αίτηση γίνει δεκτή και ανοίξει η διαδικασία συνδιαλλαγής, το δικαστήριο ορίζει το διαµεσολαβητή, ο οποίος θα επιχειρήσει την επίτευξη τελικής συµφωνίας µεταξύ της εταιρείας και των πιστωτών.
Στο τελευταίο στάδιο της διαπραγμάτευσης, καταρτίζεται ένα σχέδιο βιωσιμότητας, το οποίο ο διαμεσολαβητής παρουσιάζει στους πιστωτές. Μέσα σε δύο μήνες η πρόταση υποβάλλεται στο δικαστήριο, το οποίο με σύμφωνη γνώμη των πιστωτών, εγκρίνει την πρόταση.
Οι προϋποθέσεις υπαγωγής
Για να υπαχθεί φυσικό ή νομικό πρόσωπο θα πρέπει να έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές τουλάχιστον 500.000 ευρώ. Η συμφωνία συνδιαλλαγής δεσμεύει μόνο εκείνους που την υπέγραψαν.
Στην αίτηση επισυνάπτεται σε πρότυπο γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσό 5.000 ευρώ για την αμοιβή του εμπειρογνώμονα και του μεσολαβητή. Το Δημόσιο, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις, φορείς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης μπορούν να συναινούν σε μείωση των απαιτήσεων, με τους ίδιους όρους που θα μείωνε τις απαιτήσεις του και ένας ιδιώτης δανειστής.