1219/2001 – Άρειος Πάγος (Προστασία καταναλωτή – Καταχρηστικότητα Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ) στις συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών)

Τελευταία ενημέρωση την 24 Νοέ 2013 — 17:53

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 1219
Ετος: 2001
Περίληψη
Προστασία καταναλωτών – Τράπεζες – Ενωση καταναλωτών – Συλλογική αγωγή – Γενικοί όροι
τραπεζικών συναλλαγών – Τραπεζική κατάθεση – Εξοδα κίνησης τραπεζικού λογαριασμού –
Πιστωτική κάρτα – Απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες – Κατάχρηση δικαιώματος – Χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης – Αναίρεση για παράβαση συζητητικής αρχής στη συλλογή
γεγονότων – Κλοπή ή απώλεια πιστωτικής κάρτας – Χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού – Τόκος –
Ρήτρα παρέκτασης αρμοδιότητας – Καταναλωτική πίστη – Αγωγική αξίωση κατά τράπεζας –
Πλασματικές δηλώσεις βουλήσεως – Ρήτρες εκπτώσεως – Χορήγηση πιστωτικής κάρτας – Ετήσια
συνδρομή – Υποχρέωση ενημέρωσης – Εφάπαξ ποσοστό λόγω υπεραναλήψεως – Ρήτρες
αναπροσαρμογής τόκων – Χρήση πιστωτικής κάρτας στο εξωτερικό – Εξοδα επεξεργασίας των
συναλλαγών -. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού
δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν καθοδηγητικό χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων
συναλλακτικών μορφών από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως
της συμβάσεως, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών. Καταχρηστικός είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος
χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού
δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Έννοια
διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Τρόπος
ελέγχου καταχρηστικότητας ΓΟΣ. Χαρακτήρα καταχρηστικότητας εμφανίζει ΓΟΣ τραπεζικής
συναλλαγής κατά τον οποίο η τράπεζα μπορεί κατά την κρίση της να επιβάλλει οποτεδήποτε έξοδα
κίνησης σε κάθε λογαριασμό για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπα ανώτερα από το
κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά ίδια η τράπεζα. Οι ενώσεις καταναλωτών δικαιούνται να
ασκήσουν αγωγή κατά του προμηθευτή και να αξιώσουν παράλειψη της παράνομης συμπεριφοράς
του και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης πρόκειται για αστική κύρωση. Η ενσωμάτωση
σε σύμβαση καταχρηστικού όρου δεν αποκλείει το δικαίωμα του προμηθευτή να καταργήσει
καταχρηστικό όρο αντικαθιστώντας αυτόν με άλλον για το ίδιο θέμα που δεν είναι καταχρηστικός. Σ’
αυτή την περίπτωση αίρεται το έννομο συμφέρον της ενώσεως καταναλωτών να επιδιώξει με
συλλογική αγωγή την αναγνώριση της καταχρηστικότητας. Αν ο κάτοχος πιστωτικής κάρτας με
υπαίτια βραδύτητα παραλείψει την άμεση προς την τράπεζα αναγγελία της κλοπής ή απωλείας της
κάρτας, τότε είναι επιτρεπτή με ΓΟΣ η πλήρης μετακύλιση σ’ αυτόν του κινδύνου που προέρχεται
από την ανεπίτρεπτη από τρίτο, χρήση της κάρτας. Αν ο πελάτης συμμορφωθεί προς την
υποχρέωσή του της, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αναγγελίας, τότε είναι καταχρηστική η ρήτρα, η
οποία και για την περίπτωση αυτή προβλέπει ευθύνη του πελάτη. ΓΟΣ που επιτρέπει στην τράπεζα
να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις
περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς
άκυρος όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή –
πελάτη. Ρήτρα παρεκτάσεως της αρμοδιότητας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση τράπεζας και
πελάτη της χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και η οποία απονέμει
αποκλειστική αρμοδιότητα στα δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα της
τράπεζας, θεωρείται καταχρηστική. Η σχέση μεταξύ του εκδότη πιστωτικής κάρτας και του πελάτη
είναι σχέση έμμισθης εντολής. Πότε είναι νόμιμη η συμφωνία ότι η τράπεζα δεν έχει ευθύνη έναντι
του κατόχου της κάρτας για τις πράξεις ή παραλείψεις των επιχειρήσεων κατά τις συναλλαγές του με
αυτές ούτε ο κάτοχος έχει δικαίωμα να προβάλει κατά της τράπεζας ενστάσεις και αξιώσεις που
τυχόν θα έχει έναντι των επιχειρήσεων. Έννοια πλάσματος δικαίου. Πότε ρυθμίσεις στους ΓΟΣ, κατά
τις οποίες προκαλείται πλάσμα ή αμάχητο τεκμήριο ότι ο πελάτης έχει ή δεν έχει εκφράσει δήλωση
βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου είναι καταχρηστικές. Είναι καταχρηστική ρύθμιση Γ.Ο.Σ. κατά
την οποία θεωρείται περιελθούσα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση του πελάτη ιδιαιτέρας σημασίας,
αν αυτός δεν διαμαρτυρη

Κείμενο Απόφασης Αριθμός 1219/2001
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Παπαλάκη, Αντιπρόεδρο, Παύλο Μεϊδάνη,
Δημήτριο Βούρβαχη, Αθανάσιο Κρητικό και Νικόλαο Κασσαβέτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Ιανουαρίου 2001, με την παρουσία
και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος-αναιρεσιβλήτου:
Σωματείου με την επωνυμία “Ε. ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ”, που εδρεύει στην Αθήνα και
εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε για μεν την από 29-9-2000 αίτηση αναίρεσης από
τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δ.Σ. για δε την από 21-7-2000 αίτηση αναίρεσης από τον ίδιο ως άνω
πληρεξούσιο δικηγόρο και τον δικηγόρο Ι.Σ..
Της αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “CITIBANK
N.A.”, που εδρεύει στη Ν. Υόρκη των Η.Π.Α. και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπως
νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δ.Π., ο οποίος
διόρισε στο ακροατήριο ως πληρεξούσιο και τον δικηγόρο Γ.Μ..
Κοινοποιουμένες προς: 1. Το σωματείο με την επωνυμία “ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΝΩΣΕΩΝ
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε
από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δ.Σ., χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Και 2. Την προσθέτως
υπέρ της αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείουσας, παρεμβάσα εταιρεία με την επωνυμία “Ε. ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της Δ.Γ..
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-2-1998 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος-αναιρεσιβλήτου και
την από 6-4-1998 πρόσθετη παρέμβαση του πρώτου ως άνω από αυτούς, προς τους οποίους
κοινοποιήθηκε η αναίρεση, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι
αποφάσεις: 1.208/1998 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6.291/2000 του Εφετείου Αθηνών. Την
αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν το μεν αναιρεσείον-αναιρεσίβλητο με την από 29-9-2000
αίτησή του η δε αναιρεσίβλητη-αναιρεσείουσα με την από 21-7-2000 αίτησή της και τους από 12-2-
2000 προσθέτους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το
πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης
Αθανάσιος Κρητικός ανέγνωσε: α) την από 28-12-2000 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την
παραδοχή των υπό στοιχεία ΑΙ1, ΑΙ2, ΒΙ2, ΒΙ6 ΚΑΙ ΒΙ7 λόγων της από 29-9-2000 αίτησης αναίρεσης
και του αυτεπαγγέλτως προτεινόμενου και την απόρριψη των λοιπών και β) την από 28-12-2000
έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των υπό στοιχεία (5α) και (5β) λόγων του
δικογράφου των από 21-12-2000 προσθέτων λόγων και την απόρριψη των λοιπών λόγων της από
21-7-2000 αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων. Οι πληρεξούσιοι του
αναιρεσείοντος-αναιρεσιβλήτου και ο πληρεξούσιος του πρώτου από αυτούς, προς τους οποίους
κοινοποιήθηκε η αίτηση αναίρεσης, ζήτησαν την παραδοχή της από 29-9-2000 αίτησης αναίρεσης
και την απόρριψη των από 21-7-2000 και 21-12-2000 αίτησης αναίρεσης και προσθέτων λόγων,
αντιστοίχως. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείουσας και της δεύτερης από αυτούς,
προς τους οποίους κοινοποιήθηκε η αίτηση αναίρεσης, ζήτησαν τα αντίθετα και καθένας την
καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας γιατί στρέφονται
κατά της ίδιας υπ’ αριθ. 6291/2000 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών: α) η από 21-7-2000 αίτηση
αναιρέσεως της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “CITIBANK N.A A.E? και οι από 21-12-2000
πρόσθετοι λόγοι της αναιρεσείουσας, β) η από 29-9-2000 αίτηση αναιρέσεως του σωματείου με την
επωνυμία “Ε. ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ” και γ) η πρόσθετη παρέμβαση που ασκήθηκε
κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Αρείου εκ μέρους του σωματείου με την επωνυμία “Ε. ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ” υπέρ της άνω τραπεζικής εταιρίας “CΙΤΙΒΑΝΚ Ν.Α”.
ΙΙ. Επειδή ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 Ν. 2251/1994 ότι “οι ενώσεις καταναλωτών
συγκροτούνται ως σωματεία και διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού και του Αστικού
Κώδικα. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν αποκλειστικά σκοπό την προστασία των συμφερόντων του
καταναλωτικού κοινού…” Περαιτέρω κατά την παρ. 9 του ίδιου παραπάνω άρθρου “Ενώσεις
καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον πεντακόσια ενεργά μέλη και έχουν εγγραφεί στο μητρώο
ενώσεων καταναλωτών πριν από δύο τουλάχιστον έτη μπορούν να ασκούν κάθε είδους αγωγή για
την προστασία των γενικοτέρων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή). Ιδίως
μπορούν να ζητήσουν: α) την παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή, ακόμη και
πριν αυτή εκδηλωθεί, ιδίως όταν συνίσταται στη διατύπωση καταχρηστικών γενικών όρων των
συναλλαγών…. 12. Συλλογικές αγωγές κατά τις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 9 αυτού του
άρθρου δικάζονται στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Η απόφαση παράγει τα
αποτελέσματά της έναντι πάντων, και αν δεν ήσαν διάδικοι”. Από το συνδυασμό των παραπάνω
διατάξεων προκύπτει ότι η υπόθεση που φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου με τη συλλογική αγωγή
εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και έχει ως αντικείμενο όχι τη διάγνωση
ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσεως ή ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων
υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση
κατάστασης. Από την απόφαση δε που εκδίδεται σε μια τέτοια δίκη που δέχεται τη συλλογική αγωγή
παράγεται μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα που ισχύει έναντι πάντων. Ενόψει τούτου δύναται κατ’ αρχήν
να δικαιολογηθεί έννομο συμφέρον τρίτου προσώπου κατά την έννοια του αρθρ. 80 ΚΠολΔ που
εφαρμόζεται και στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας αρθ.
752 παρ. 2 ΚΠολΔ, για την άσκηση πρόσθετης παρεμβάσεως υπέρ του εναγόμενου με τη συλλογική
αγωγή μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως επί της αγωγής αυτής και συνεπώς το πρώτο και
ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Στην προκειμένη υπόθεση, η οποία αφορά την αναγνώριση ως καταχρηστικών Γενικών Ορων
Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) κατά το αρθρ. 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, τους οποίους η τραπεζική
εταιρία με την επωνυμία “CΙΤΙΒΑΝΚ Ν.Α” χρησιμοποιεί στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της στον
τομέα των τραπεζικών εργασιών, η ” ένωση ελληνικών Τραπεζών ” που αποτελεί σωματείο που
εδρεύει στην Αθήνα άσκησε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη
συζήτηση της υποθέσεως και επανέλαβε στις εμπροθέσμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της
πρόσθετη παρέμβαση υπέρ τις αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας
που είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα με την επωνυμία ?CITIBANK Ν.Α”. Προς θεμελίωση
του εννόμου συμφέροντός της επικαλείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα ότι η υπέρ ης η πρόσθετη
παρέμβαση τράπεζα αποτελεί μέλος της και ότι η προκειμένη υπόθεση αφορά θέματα κύρους
γενικών όρων συναλλαγών που διατυπώνονται ομοιόμορφα σε όλες τις επί μέρους συμβάσεις και
των λοιπών τραπεζών – μελών της. Η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση που ασκήθηκε νομοτύπως
το πρώτο ενώπιον του Αρείου Πάγου και έχει το παραπάνω περιεχόμενο είναι παραδεκτή, ενόψει
των όσων εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και συνεπώς πρέπει να ερευνηθεί
περαιτέρω συνεκδικαζόμενη με τις λοιπές αναιρέσεις. Α) Επί της από 21 Ιουλίου 2000 αιτήσεως
αναιρέσεως και των από 21 Δεκεμβρίου 2000 προσθέτων λόγων της “CITIBANK A.E.”
III. Ορίζεται από την παρ. 1 του άρθ. 2 του Ν. 2251/1994 περί “προστασίας των καταναλωτών”
(ΦΕΚ Α’ 191) ότι “όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό
μελλοντικών συμβάσεων (γενικοί όροι συναλλαγών: Γ.Ο.Σ.) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, αν κατά
την κατάρτιση της συμβάσεως τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την
ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. 2. Οι
γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα,
διατυπώνονται στην ελληνική γλώσσα. Εξαιρούνται οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών. 3.
Εντυποι γενικοί όροι συναλλαγών εκτυπώνονται ευανάγνωστα σε εμφανές μέρος του εγγράφου της
σύμβασης. Όροι που συμφωνήθηκαν ύστερα από διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων
(ειδικοί όροι) είναι επικρατέστεροι από τους αντίστοιχους γενικούς όρους. 5. Κατά την ερμηνεία των
γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού.
Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτο για
λογαριασμό του προμηθευτή, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. 6.
Γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας
των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται
αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των
ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης
σύμβασης από την οποία εξαρτάται. 7. Εξάλλου σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθ. 10 του Ν.
2251/1994 “οι ενώσεις καταναλωτών συγκροτούνται ως σωματεία και διέπονται από τις διατάξεις
των άρθρων αυτού και του Αστικού Κώδικα. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν ως αποκλειστικό σκοπό
την προστασία των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού. Κατά την παρ. 9 του άρθρου 10 του
άνω νόμου ενώσεις καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον (500) ενεργά μέλη και έχουν εγγραφεί στο
μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από δύο τουλάχιστον έτη μπορούν ν’ ασκούν κάθε είδους
αγωγή για την προστασία των γενικοτέρων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική
αγωγή). Ιδίως μπορούν να ζητήσουν :α) την παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή,
ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί, ιδίως όταν συνίσταται στη διατύπωση καταχρηστικών γενικών όρων
των συναλλαγών…., β) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για τον καθορισμό της
χρηματικής ικανοποιήσεως, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως την ένταση της προσβολής της
έννομης τάξεως που συνιστά η παράνομη συμπεριφορά, το μέγεθος της εναγόμενης επιχείρησης
του προμηθευτή και ιδίως τον ετήσιο κύκλο εργασιών της, καθώς και τις ανάγκες της γενικής και
ειδικής πρόληψης”. Ο Ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ
του Συμβουλίου της 5.4.1993 “σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που
συνάπτονται με καταναλωτές” στην παρ. 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι “ρήτρα σύμβασης
που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την
απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα
δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση?, ενώ κατά τη
διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας παραπάνω οδηγίας ?τα Κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή
διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες
προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή”. Με τους Γενικούς
Ορους των Συναλλαγών [ΓΟΣ] είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε
ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Η
ρύθμιση της παρ. 6 του άρθ. 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα της
διατάξεως του άρθ. 281 ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής ασκήσεως ενός δικαιώματος ή
χρήσεως ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου ο έλεγχος του κύρους του
περιεχομένου Γ.Ο.Σ. βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του άνω άρθρου 281 ΑΚ. Με τους
Γ.Ο.Σ. δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από
εκείνες που φέρουν “καθοδηγητικό” χαρακτήρα ή σε περίπτωση ατύπων συναλλακτικών μορφών
από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της συμβάσεως,
δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του
πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε
Γ.Ο.Σ., ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις
του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του
πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν με το περιεχόμενο του
Γ.Ο.Σ. αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη
συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης ελέγχεται για καταχρηστικότητα ρύθμιση ενός Γ.Ο.Σ. με τον
οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη
φύση της συμβάσεως κατά τέτοιο τρόπο ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Το άρθ. 2
παρ. 6 Ν. 2251/1994 στην αρχική του διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο “υπέρμετρη διατάραξη
της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων” πράγμα που όχι μόνο
περιόριζε σημαντικά τον έλεγχο του περιεχομένου των Γ.Ο.Σ., αλλά και δεν ήταν σύμφωνος με την
διαληφθείσα διατύπωση του άρθ. 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για “σημαντική ανισορροπία
ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών”. Η ανάγκη σύμφωνης με την Οδηγία
ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει όπως ο όρος “υπέρμετρη διατάραξη” ερμηνευθεί
συσταλτικά ως ουσιώδης ή σημαντική μόνο διατάραξη, που φανερά διαφέρει από την υπέρμετρη
διατάραξη και δεν αποτελεί λεκτικά ισοδύναμη έκφραση της προηγούμενης διατυπώσεως του Ν.
2251/1994. Για τους ίδιους παραπάνω λόγους, δηλαδή προς το σκοπό ερμηνείας του εθνικού
δικαίου σύμφωνης με τη διαληφθείσα Οδηγία η παραπάνω ερμηνεία πρέπει να συνεχισθεί και
σήμερα μετά την απάλειψη του όρου “υπέρμετρη” με το άρθ. 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999. Ετσι
μετά την τελευταία αυτή τροποποίηση η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 με τη
νέα διατύπωσή της πρέπει να ερμηνεύεται μέσω τελολογικής συστολής του γράμματός της προς την
κατεύθυνση της “ουσιώδους διαταράξεως” της συμβατικής ισορροπίας. Αυτή ταυτίζεται με κάθε
απόκλιση από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ή από τις
ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της
συμβάσεως με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του αποφάσεως
καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών. Ετσι κατά τη διαδικασία προς
διαπίστωση της καταχρηστικότητας Γ.Ο.Σ. πρέπει πρώτα να ερευνάται, αν υπάρχει τυπική
διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια να ερευνάται ο βαθμός
εντάσεως της αποκλίσεως αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά
αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει κατά τον έλεγχο του κύρους του
περιεχομένου ενός Γ.Ο.Σ. εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα που
συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθ. 2 παρ. 7 Ν. 2251/1994, ο
οποίος περιέχει “per se” καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται
κατά πόσο ο συγκεκριμένος Γ.Ο.Σ. περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού
χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου όπως προεκτέθηκε.
Επειδή ορίζεται από μεν τη διάταξη του εδαφ. ε’ της παρ. 7 του αρθ. 2 του Ν. 2251/1994 ότι
Καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που: α) … ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα
μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο” από
δε τη διάταξη του εδαφίου ια’ της ιδίας παρ. 7 του αρθρ. 2 Ν. 2251/1994 “χωρίς σπουδαίο λόγο
αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά
καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή”. Η σχετική ρύθμιση εξηγείται από την
ανάγκη προστασίας των δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη στις λεγόμενες απροσδόκητες ή
αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή στις ρήτρες εκείνες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα
έχει δημιουργηθεί στον πελάτη αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας
παροχής, δηλαδή στοιχεία που είναι συνήθως και τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο πελάτης κατά τη
σύναψη της σύμβασης. Τέτοιο χαρακτήρα καταχρηστικότητας λόγω και της αδιαφάνειας εμφανίζει
γενικός όρος τραπεζικής συναλλαγής κατά τον οποίο η τράπεζα “μπορεί κατά την κρίση της να
επιβάλλει οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει
υπόλοιπα ανώτερα από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η τράπεζα για το αντίστοιχο
είδος λογαριασμού.” Μάλιστα όταν υπόκειται προς κρίση συλλογική αγωγή νομιμοποιούμενης
ενώσεως καταναλωτών ο αφηρημένος κίνδυνος που ενσωματώνει ένας τέτοιος αδιαφανής όρος για
την δικαιοπρακτική αυτοδιάθεση κάθε υποψήφιου καταναλωτή οδηγεί στην κήρυξη ως ακύρου του
σχετικού όρου ακόμη και αν ο ενδεχόμενα εύλογος τρόπος εφαρμογής του όρου στην πράξη από
τον προμηθευτή θα αρκούσε για την εξάλειψη της επικινδυνότητάς του. Εξάλλου το στίγμα της
καταχρηστικότητας δεν αίρεται ούτε με εφαρμογή της παρ. 2 εδ. β’ του “ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ” της
Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 υλοποίηση της οποίας αποτελεί ο Ν. 2251/1994
που ορίζει ότι το στοιχείο (L) της Οδηγίας που ορίζει ότι είναι δυνατό να κηρυχθούν ως
καταχρηστικές ρήτρες που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα “να επιτρέπουν στον επαγγελματία να
τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης χωρίς σοβαρό λόγο ο οποίος να προβλέπεται στη
σύμβαση” δεν αντιβαίνει στις ρήτρες με τις οποίες ο προμηθευτής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών
επιφυλάσσεται του δικαιώματος να τροποποιεί το επιτόκιο που οφείλεται από τον καταναλωτή ή που
οφείλεται σ’ αυτόν, ή το ποσό όλων των άλλων επιβαρύνσεων των σχετικών με τις
χρηματοοικονομικές υπηρεσίες χωρίς καμιά προειδοποίηση σε περίπτωση βάσιμου λόγου, αρκεί ο
επαγγελματίας να επιβαρύνεται με την υποχρέωση να πληροφορεί αμέσως το άλλο ή τα άλλα
συμβαλλόμενα μέρη και αυτό ή αυτά να είναι ελεύθερα να καταγγείλουν πάραυτα τη σύμβαση”.
?Όμως η εξαίρεση αυτή ανεξαρτήτως του ότι για την ισχύ της προϋποθέτει προηγουμένη ειδοποίηση
του καταναλωτή δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω ενόψει του μινιμαλιστικού χαρακτήρα της διατάξεως
του άρθρου 8 της άνω Οδηγίας που ορίζει ότι ” τα κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν,
στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη
Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή”.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο που
δίκασε αναφορικά με τους προσβαλλόμενους με την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου σωματείου
για ακυρότητα ως καταχρηστικούς επίδικους γενικούς όρους συναλλαγών που έχουν διατυπωθεί εκ
των προτέρων από την αναιρεσείουσα τραπεζική εταιρία στις τραπεζικές συναλλαγές και συμβάσεις
που αυτή συνάπτει στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της με τους πελάτες-καταναλωτές, δέχθηκε τα
ακόλουθα: Κατά τον όρο 2.08 του εντύπου των Γενικών όρων τραπεζικών Συναλλαγών με τα
ελληνικά καταστήματα της CITΙΒΑΝΚ Ν.Α. “η CITIBANK Ελλάδος μπορεί κατά την κρίση της να
επιβάλλει οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό, για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει
υπόλοιπα ανώτερα από το κατώτατο όριο, που θα καθορίζει κάθε φορά τη Citibank Ελλάδος για το
αντίστοιχο είδος λογαριασμού?. Τα έξοδα αυτά η εναγομένη καθόρισε από το μήνα Μάϊο 1997 σε
δραχμές 5.000 μηνιαίως για κάθε λογαριασμό κατάθεσης, το μέσο χρηματικό υπόλοιπο του οποίου από τη συνολική τραπεζική σχέση βρίσκεται κάτω των 5.000.000 δραχμών. Υποστηρίζει η
εκκαλούσα Τράπεζα ότι η επιβολή των παραπάνω “εξόδων κίνησης’ έλαβε χώρα: α) για την
αντιμετώπιση λειτουργικών δαπανών άλλων πρόσθετων υπηρεσιών που παρέχει στους καταθέτες
της, όπως η παράδοση προσωπικής μαγνητικής κάρτας (Citicard), η δυνατότητα συναλλαγών δια
τηλεφώνου, η ευχέρεια αυτόματης εξόφλησης λογαριασμών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, με
πάγια εντολή χρέωσης του λογαριασμού, η μηνιαία ενημέρωση με αποστολή κατάστασης
λογαριασμού, η ευχέρεια σύναψης σύμβασης επιταγής και χορήγηση βιβλιαρίου επιταγών, η αγορά
και πώληση συναλλάγματος, η φύλαξη χρεογράφων κ.α. Αποτελεί επιπροσθέτως η επιβολή αυτή
συναλλακτική συνήθεια και επιβάλλεται από τις συνθήκες ανταγωνισμού, καθόσον και άλλες
Τράπεζες, για παρόμοιους προφανώς λόγους, επιβαρύνουν καταθέσεις πελατών τους με έξοδα, β)
μετά την προηγούμενη ενημέρωση των πελατών της με επιστολές προς αυτούς, τηλεφωνική
επικοινωνία με 14.000 καταθέτες, το υπόλοιπο των λογαριασμών των οποίων ήταν μικρότερο των
5.000.000 δραχμών, με έκδοση δελτίων τύπου, με σχετικές ανακοινώσεις στον ημερήσιο τύπο και με
έγγραφες ανακοινώσεις που αναρτήθηκαν σε όλα τα τραπεζικά καταστήματά της, γ) η τραπεζική
κατάθεση αποτελεί ανώμαλη παρακαταθήκη, με στοιχεία και άλλων συμβάσεων, επιτρέπεται δε η
συνομολόγηση αμοιβής του θεματοφύλακα και αξίωση αυτού για δαπάνες, δ) επιτρέπεται από τον
Κώδικα Τραπεζικής δεοντολογίας, αλλά και από την Τράπεζα Ελλάδος, ε) η εκάστοτε
αναπροσαρμογή των εξόδων κίνησης αποτελεί “πρόταση” της Τράπεζας προς τους καταθέτες για
σύναψη νέας σύμβασης, που είτε αποδέχονται είτε όχι οι τελευταίοι και στ) δεν αντιστρατεύεται στην
κοινοτική έννομο τάξη.
Σχετικά με τους άνω ισχυρισμούς της εναγομένης Τράπεζας. α) Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι από
κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η επιβολή των παραπάνω “εξόδων κίνησης” γίνεται αποκλειστικά
για την αντιμετώπιση των πρόσθετων υπηρεσιών που επικαλείται η εκκαλούσα, η επιβάρυνση αυτή
είναι τελείως άσχετη με την παροχή άλλων υπηρεσιών της Τράπεζας, που ασφαλώς δεν κάνουν
χρήση όλοι οι πελάτες της. Δεν δικαιολογείται η Τράπεζα, στα πλαίσια του ανταγωνισμού, να
παρέχει δήθεν χαριστικά τις αναφερόμενες υπηρεσίες (αν πράγματι τις παρέχει δωρεάν) και
παράλληλα, για την αντιμετώπιση του λειτουργικού κόστους αυτών, να επιβαρύνει άλλη άσχετη
συναλλαγή πελατών της, β) ακόμη και αν η επιβολή της ανωτέρω χρέωσης από το Μάϊο του 1997
έγινε κατόπιν ενημέρωσης των καταθετών της, δεν αναιρεί το γεγονός ότι τούτο αποτελεί
ανεπίτρεπτη μονομερή τροποποίηση βασικού στοιχείου της αρχικής σύμβασης, χωρίς ορισμένο
ειδικό και σπουδαίο λόγο, αφήνοντας παράλληλα το τίμημα (επιβολή άνω εξόδων κίνησης) αόριστο,
σε κάθε δε περίπτωση διαταράσσεται η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των
συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή-καταθέτη (2 παρ. 6 και 7 περ. ε, στ του ν. 2251/1994),
γ) η τραπεζική κατάθεση αποτελεί μεν ανώμαλη παρακαταθήκη, στην οποία, κατ’ αρχήν, δεν
επιτρέπεται η καταβολή αμοιβής, δαπάνης και εξόδων φύλαξης στο θεματοφύλακα, αφού αυτός έχει
αποκτήσει την κυριότητα των πραγμάτων και εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δανείου, κατ’ άρθρο
830 ΑΚ. Οι διατάξεις όμως αυτές είναι βέβαια ενδοτικού δικαίου και ως εκ τούτου μπορεί να
συνομολογηθεί η καταβολή αμοιβής και εξόδων. Η συμφωνία όμως αυτή υπάγεται στον έλεγχο περί
καταχρηστικότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, ο ανωτέρω 2.08
όρος των Γ.Ο.Σ. τυγχάνει καταχρηστικός, ως αντίθετος προς τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ.
6 και 7 περ. ε, στ του ν. 2251/1994), δ) από τον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας επιτρέπονται μεν
οι επικαλούμενες από την εναγομένη “προμήθειες και έξοδα για την τήρηση και χρήση των
λογαριασμών…”, δαπάνες όμως άσχετες με τα έξοδα κίνησης που προβλέπονται από τον όρο 2.08
Γ.Ο.Σ., που όπως προαναφέρθηκε τυγχάνει και καταχρηστικός. Επίσης, ναι μεν σύμφωνα με το
επικαλούμενο και προσκομιζόμενο 872/22-10-1998 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος, “δεν
απαγορεύεται η είσπραξη εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων εξόδων για την κάλυψη του
κόστους των παρεχομένων στους πελάτες τους ειδικών υπηρεσιών…”, εξόδων όμως που
επιβάλλονται εκάστοτε για την αντιμετώπιση λειτουργικών δαπανών της συγκεκριμένης υπηρεσίας
που παρέχεται από την Τράπεζα, χωρίς, με το πρόσχημα ότι οι πρόσθετες αυτές υπηρεσίες
παρέχονται δήθεν δωρεάν, να επιρρίπτονται τα λειτουργικά τους έξοδα σε διαφορετικές συναλλαγές
πελατών της, άσχετες με τις προσφερόμενες, ε) Τα πιστωτικά ιδρύματα λειτουργούν βασικά από
ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Επιβάλλεται όμως παράλληλα, ως εκ του σκοπού τους, να είναι δυνατή
η ελεύθερη πρόσβαση σ’ αυτά όλων των καταναλωτών που επιθυμούν να συναλλαγούν με
συγκεκριμένη Τράπεζα και να μην αποκλείεται κάθε φορά, έστω και εμμέσως, ορισμένη κατηγορία
καταναλωτών (στη συγκεκριμένη περίπτωση καταθετών που ο λογαριασμός τους παρουσιάζει
υπόλοιπο κάτω των 5.000.000 δραχμών). Αβάσιμα, ως εκ τούτου, επικαλείται η εναγομένη ότι η
εκάστοτε αναπροσαρμογή των εξόδων κίνησης των λογαριασμών αποτελεί “πρόταση” της Τράπεζας
για σύναψη νέας σύμβασης, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι η πρόταση αυτή δεν θα την αποδεχθεί
καταθέτης μέχρι 5.000.000 δραχμών, ως τελείως ασύμφορη, με συνέπεια τον έμμεσο αποκλεισμό του από την εναγομένη Τράπεζα, με την οποία -προφανώς- επιθυμούσε να έχει συναλλαγές και στ)
είναι γεγονός ότι η επικαλούμενη από την εναγομένη ρήτρα 2Β του “Παραρτήματος” της οδηγίας
93/13/ΕΟΚ της 5-4-1993, η οποία ενσωματώθηκε στο ν. 2251/1994, επιτρέπει στα πιστωτικά
ιδρύματα τη μονομερή τροποποίηση των στοιχείων κόστους της σύμβασης (επιτοκίου, εξόδων,
επιβαρύνσεων), υπό την προϋπόθεση ενημέρωσης των πελατών τους. Κατά το άρθρο 8 όμως της
εν λόγω οδηγίας, “τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από
την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται
μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή”. Κάνοντας χρήση της ευχέρειας αυτής ο εθνικός νομοθέτης
παρέσχε με τις διατάξεις του ν. 2251/1994 μεγαλύτερη και ευρύτερη προστασία στον καταναλωτή,
χαρακτηρίζοντας, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 περ. ε’ του άνω νόμου, καταχρηστικό κάθε όρο
“που επιφυλάσσει στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης
χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο”. Προβάλλει περαιτέρω η εναγομένη ότι, “ότι η πρόσφατη
οδηγία 97/7/20-5-1997 ΕΚ εξαιρεί τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (στις οποίες περιλαμβάνονται
και τα πιστωτικά ιδρύματα) από το πεδίο εφαρμογής της, επομένως αποκλείει ρητά ή περιορίζει τις
περιπτώσεις των εδ. ε’ και ια’ του εθνικού νόμου 2251/1994″. Αντικείμενο όμως της παραπάνω
οδηγίας, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 αυτής, είναι συμβάσεις εξ αποστάσεως μεταξύ καταναλωτών
και προμηθευτών, όπως εκείνες “που συνάπτονται στα πλαίσια ενός συστήματος πωλήσεων και
παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως, που οργανώνεται από τον προμηθευτή…”, περιπτώσεις
άσχετες με τη δικαζόμενη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω το Εφετείο δέχθηκε ότι ο ανωτέρω όρος
2.08 των Γ.Ο.Σ. είναι άκυρος ως καταχρηστικός, διότι το περιεχόμενό του αντίκειται στις
απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ. ε’ και ια’ του ν. 2251/1994. Παρέχεται
πράγματι με αυτόν στην εναγομένη Τράπεζα δικαίωμα μονομερούς και αυθαίρετης, σε βάρος του
καταναλωτή-καταθέτη, τροποποίησης της σύμβασης, που δεν προβλέπουν οι αρχές της καλής
πίστης και των συναλλακτικών ηθών (288 ΑΚ), με την επιβολή οποτεδήποτε “εξόδων κίνησης” σε
κάθε λογαριασμό, για την περίπτωση που δεν παρουσιάσει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο
όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η Τράπεζα και που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι 5.000.000
δραχμές. Επιπροσθέτως, αφήνεται το τίμημα τούτο αόριστο, χωρίς να επιτρέπεται ο προσδιορισμός
του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Σε κάθε
περίπτωση διαταράσσεται η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων,
σε βάρος του καταναλωτή.
Οι παραδοχές αυτές του Εφετείου περί καταχρηστικότητας του διαληφθέντος Γ.Ο.Σ. λόγω
αντιθέσεώς του στο αρθρ. 2 παρ. 7 περ. ια’ του Ν. 2251/1994 αρκούντως επιστηρίζουν το διατακτικό
της αποφάσεως και συνεπώς αποβαίνει αλυσιτελής ο ίδιος πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου
της αιτήσεως αναιρέσεως και οι αντίστοιχοι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι του δικογράφου των
προσθέτων της τράπεζας CITIBANK με τους οποίους προσάπτεται στην απόφαση η αιτίαση ότι
έπρεπε κατά την κρίση από την απόφαση του Γ.Ο.Σ. ως καταχρηστικού λόγω αντιθέσεως στην παρ.
6 του αρθρ. 2 του Ν. 2251/94 να εφαρμόσει τον κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της προσβληθείσης με
την έφεση πρωτόδικης αποφάσεως (1998) ισχύοντα Ν. 2251/1994 πριν από την τροποποίησή του
με το άρθ. 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999 που απαιτούσε να είναι υπέρμετρη η διατάραξη της
ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών πράγμα που όμως δεν εφαρμόσθηκε
από την προσβαλλόμενη απόφαση όπως έπρεπε σύμφωνα με το άρθ. 533 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ετσι που
έκρινε το εφετείο και δέχθηκε κατά τούτο την αγωγή του ενάγοντος σωματείου δεν παραβίασε τις
ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, ενώ παράλληλα
διέλαβε επαρκείς και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο και συνεπώς
οι αντίθετοι ως άνω λόγοι αναιρέσεως της τράπεζας CITIBANK εκ του αρθ. 559 αριθ. 1 και 19 του
ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω απορριπτέα ως αβάσιμα κρίνονται όσα
προβάλλονται, προσθέτως κατά το άλλο σκέλος τους, με τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των
προσθέτων λόγων με τους οποίους υπό την επίκληση του αρθρ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ
προσάπτεται η αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του αρθ. 2 παρ. 7 περ. ε’ και ια’
του Ν. 2251/1994, συγχρόνως δε και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών
σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αφού: 1) η επιβολή από την τράπεζα
εξόδων κινήσεως γίνεται αποκλειστικά για την αντιμετώπιση προσθέτων υπηρεσιών, όπως
αναλυτικά αναφέρονται, τις οποίες η Τράπεζα παρέχει στους πελάτες της, 2) η εκάστοτε
αναπροσαρμογή αποτελεί πρόταση της τράπεζας προς τους πελάτες της, οι οποίοι δύνανται να την
αποδεχθούν και 3) ότι ο επίδικος γενικός όρος εισάγει κριτήρια για την επιβολή ή όχι εξόδων
κινήσεως και τα κριτήρια αυτά συνίστανται στο συνολικό υπόλοιπο των περιουσιακών στοιχείων που
διατηρεί ο πελάτης στην τράπεζα και σε κάθε περίπτωση η χρέωση εξόδων κινήσεως δεν εντάσσεται
στα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως κατά την έννοια του εδ. ε’ της παρ. 7 του άρθρ. 2 του Ν.
2251/1994. Τούτο γιατί όσα προβάλλονται από την αναιρεσείουσα τράπεζα δεν θεωρούνται ικανά να άρουν την υφιστάμενη στον επίδικο όρο αοριστία και αδιαφάνεια που κρίνεται από το περιεχόμενό
του και όχι από τη μεταγενέστερη εξειδίκευσή του στην πράξη από τον χρήστη του όρου (Τράπεζα).
Ενόψει τούτων θεωρούνται αλυσιτελή (όπως και οι παραπάνω σχετικοί λόγοι αναιρέσεως) όσα
διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικώς προς τα παραπάνω υπό στοιχεία 1, 2
και 3 σημεία της παρούσας.
ΙV. Περαιτέρω το εφετείο με την ίδια προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα ως προς
τον υπ’ αριθ. (14) Γ.Ο.Σ. που ορίζει τα ακόλουθα: “Η προμήθεια ανάληψης μετρητών ανέρχεται
σήμερα στο 3% επί του ποσού της ανάληψης, με ελάχιστο ποσό προμήθειας 500 δρχ.”. Με την
2286/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982,
επιτρέπεται η χρηματοδότηση φυσικών προσώπων από πιστωτικά ιδρύματα, με τη μορφή
πιστωτικής κάρτας. Δια μέσου αυτής ο κάτοχός της προβαίνει σε αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, με
την εξόφληση των υποχρεώσεών του από το λογαριασμό της πιστωτικής κάρτας. Στην περίπτωση
που η εξόφληση του αναλαμβανόμενου ποσού γίνεται με δόσεις ή προθεσμία, πρόκειται για
σύμβαση ανοίγματος πίστωσης, που έχει το χαρακτήρα δανείου (ΑΠ 1116/1996, ο.α.). Σύμφωνα με
τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8-1991 ΠΔ/ΤΕ, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν.
1266/1982 (ΦΕΚ 131/Α/29-8-1991), “απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων
το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα”. Στη ρύθμιση αυτή δεν εισάγει εξαίρεση τη
ΕΝΠΘ 524/1993, με την οποία προστέθηκε στο “Παράρτημα” της πιο πάνω ΠΔ/ΤΕ περίπτωση “Θ”.
Με αυτή απλά διευκρινίζεται ότι από τα επιτρεπόμενα, με βάση την ανωτέρω 1969/1991 ΠΔ/ΤΕ,
έξοδα, τέλη, φόροι και προμήθειες κοινοπρακτικών δανείων (που μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η
είσπραξη”, πρέπει να περιλαμβάνονται στην ανάλυση του μηνιαίου λογαριασμού που αποστέλλουν
οι πιστωτικοί φορείς στους κατόχους πιστωτικών καρτών και όχι ότι επιτρέπεται ελεύθερα η
είσπραξη προμήθειας για κάθε ανάληψη μετρητών, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα. Με
βάση τις σκέψεις αυτές σε σχέση με τον προμνησθέντα υπό στοιχείο (14) Γ.Ο.Σ. και τους
προβαλλόμενους με την αγωγή λόγους ακυρότητάς του το Εφετείο έκρινε ότι ο παραπάνω όρος είναι
άκυρος τόσο λόγω αντιθέσεώς του στο άρθ. 1 της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 κατ’ εφαρμογή προδήλως του
άρθ. 178 ΑΚ πράγμα που αρκούντως επιστηρίζει το διατακτικό της αποφάσεώς του όσο και λόγω
αντιθέσεως στο άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 γιατί προκαλείται στον πελάτη σύγχυση για το τι
καλύπτει ο τόκος και η προμήθεια. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται αδιαφάνεια, μη συγκρισιμότητα
με αντίστοιχες παροχές άλλων τραπεζών και μη ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού. Ετσι που
έκρινε το Εφετείο και δέχθηκε κατά τούτο την αγωγή του ενάγοντος σωματείου δεν παραβίασε τις
ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, ενώ παράλληλα
διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες στο
ουσιώδες ζήτημα της ακυρότητας του άνω Γ.Ο.Σ. Συνεπώς ο αντίθετος δεύτερος λόγος της αιτήσεως
αναιρέσεως (πρώτο σκέλος) της τράπεζας CITIBANK εκ του άρθ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ είναι
απορριπτέος ως αβάσιμος.
V. Με τον υπό στοιχείο (2.2) λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη
απόφαση η αιτίαση υπό την επίκληση της πλημμέλειας από το άρθρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ ότι αυτή
δεν έλαβε υπόψη το υπ’ αριθμ. 872/22.10.1998 έγγραφο της Τραπέζης Ελλάδος το οποίο η
αναιρεσείουσα τράπεζα επικαλέσθηκε και προσκόμισε και με το οποίο άνω έγγραφο η Τράπεζα της
Ελλάδος προέβη κατά την αναιρεσείουσα σε αυθεντική ερμηνεία της υπ’ αιρθ. ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 εν
συνδυασμώ προς την υπ’ αριθ. ΕΝ/ΠΘ 524/1993. Ο σχετικός λόγος είναι απαράδεκτος γιατί το
φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη από το δικαστήριο έγγραφο δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο κατά την
έννοια του άρθ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ και τούτο γιατί αναφέρεται σε ερμηνεία του νόμου (βλ. ΑΠ
1469/1988 ΕΕΝ 1989, 730).
VI. Κατά τη διάταξη του άρθ. 174 ΑΚ δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του
νόμου είναι άκυρη, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο. Η διάταξη αυτή οδηγεί στην ακυρότητα της
δικαιοπραξίας, όμως η ίδια δεν θεμελιώνει τον λόγο της ακυρότητας, αλλά μόνο μαζί με κάποιο
απαγορευτικό νόμο. Εξάλλου ο απαγορευτικός νόμος παρέχει το μέτρο της απαγορεύσεως, όχι
όμως και την έννομη συνέπεια της ακυρότητα που αντλείται από τη διάταξη του άρθ. 174 ΑΚ. Η
διάταξη του άρθ. 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 δεν αποτελεί η ίδια απαγορευτικό νόμο κατά την έννοια του
άρθ. 174 ΑΚ, δύναται όμως να εφαρμοσθεί ως αυτοτελές πραγματικό πλάϊ στο άρθρο 174 ΑΚ. Η
ρύθμιση του άρθ. 2 παρ. 6 ν. 2251/1994 δεν δύναται ν’ αποκλείσει την εφαρμογή του άρθ. 174 ΑΚ,
αφού τότε θα έπρεπε να τεθεί εκποδών η προβλεπόμενη από το άρθ. 10 παρ. 9 περ. α’ του Ν.
2251/1994 δυνατότητα των ενώσεων καταναλωτών να εγείρουν συλλογική αγωγή, η οποία εξάλλου
δυνατότητα δεν περιορίζεται μόνο στην περίπτωση καταχρηστικών γενικών όρων, αλλά επεκτείνεται σε κάθε παράνομη συμπεριφορά του προμηθευτή. Εν προκειμένω με τον υπό στοιχείο (2.3) λόγο
της αιτήσεως αναιρέσεως της Τράπεζας CITIBANK προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η
αιτίαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθ. 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 γιατί δεν αναφέρει
ποιες από τις περιστάσεις της τελευταίας αυτής διατάξεως συντρέχουν και καθιστούν καταχρηστικό
τον όρο, ούτε υπήγαγε τον ίδιο όρο σε οποιαδήποτε από τις ενδεικτικά αναφερόμενες στην παρ. 7
του άρθ. 2 ν. 2251/1994 περιπτώσεις καταχρηστικών όρων. Από την προσβαλλόμενη απόφαση
προκύπτει ότι αυτή θεώρησε τον διαληφθέντα όρο ως άκυρο κατ’ εφαρμογή του άρθ. 174 ΑΚ, καίτοι
δεν αναφέρει την τελευταία αυτή διάταξη, λόγω αντιθέσεώς του στις διατάξεις που μνημονεύει. Η
κρίση αυτή του Εφετείου στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της αποφάσεώς του. Συνεπώς είναι
αλυσιτελής ο παραπάνω λόγος κατά το σκέλος που πλήττει την κρίση του Εφετείου που αναφέρεται
και στην καταχρηστικότητα του ίδιου όρου λόγω αντιθέσεώς του στο άρθ. 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994.-
VΙΙ. Από τη διάταξη του άρθ. 10 παρ. 9 του Ν. 2251/1994 προκύπτει ότι οι νομιμοποιούμενες κατά
νόμο ενώσεις καταναλωτών δικαιούνται να ασκήσουν κατά τον προμηθευτή και να αξιώσουν
παράλειψη της παράνομης συμπεριφοράς του και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για
τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποιήσεως, σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 9 του άρθ. 10 Ν.
2251/1994, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως την ένταση της προσβολής της έννομης τάξεως
που συνιστά η παράνομη συμπεριφορά, το μέγεθος της εναγόμενης επιχείρησης του προμηθευτή,
και ιδίως τον ετήσιο κύκλο εργασιών της καθώς και τις ανάγκες της γενικής και της ειδικής
πρόληψης. Παρά τον ατυχή χαρακτηρισμό ως χρηματικής ικανοποιήσεως, πρόκειται πράγματι για
αστική κύρωση. Τούτο προκύπτει από πλείστες όσες ρυθμίσεις του νόμου και ιδίως από τα κριτήρια
που χρησιμοποιεί ο νόμος για τον καθορισμό του ύψους της, από τη ρύθμιση του νόμου ότι η
χρηματική αυτή ικανοποίηση απαγγέλλεται μία μόνο φορά ως και τον προορισμό των
εισπραττομένων χρηματικών ποσών για κοινωφελείς σκοπούς σχετικούς με την προστασία του
καταναλωτή. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του επί του
αιτήματος της ένδικης αγωγής της ενώσεως καταναλωτών να της επιδικασθεί χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της παράνομης συμπεριφοράς της εναγόμενης
τράπεζας εκδηλωθείσης με τη χρήση των κριθέντων ως καταχρηστικών δύο παραπάνω γενικών
όρων συναλλαγών δέχθηκε τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 9 περ. β’ του ν. 2251/1994,
“για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως την ένταση
της προσβολής της έννομης τάξης που συνιστά η παράνομη συμπεριφορά, το μέγεθος της
εναγομένης επιχείρησης του προμηθευτή και ιδίως τον ετήσιο κύκλο εργασιών της, καθώς και τις
ανάγκες της γενικής και ειδικής πρόληψης”. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το δικαστήριο,
λαμβάνοντας υπόψη την ένταση της προσβολής της έννομης τάξης που συνιστά η εκτεθείσα
παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, τις ανάγκες της γενικής και ειδικής πρόληψης, το μέγεθος
της εναγομένης Τραπεζικής επιχείρησης, η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση στην Ελληνική
τραπεζική αγορά, απασχολεί προσωπικό 1200 περίπου ατόμων, εμφάνισε κατά τη χρήση του έτους
1996 ενεργητικό 975.227.190.000 δραχμών, με σύνολο καταθέσεων 670.134.782 δραχμών (βλ.
ισολογισμό έτους 1996), κρίνει ότι το ενάγον σωματείο δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εκ
δραχμών 30.000.000. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του
αναγνώρισε ότι το ενάγον δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εκ δραχμών 150.000.000, έσφαλε περί
την ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, καθώς και περί την εκτίμηση των
αποδείξεων, κατά τον τελευταίο βάσιμο λόγο της εναγόμενης τράπεζας”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο
και κατά παραδοχή κατά ένα μέρος της έφεσης της εναγόμενης τράπεζας μείωσε το εις βάρος αυτής
επιδικασθέν στην ενάγουσα ένωση καταναλωτών ποσό χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής
βλάβης δεν παραβίασε την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, την οποία ορθώς ερμήνευσε και
εφήρμοσε, ενώ παράλληλα διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση πλήρεις, σαφείς και χωρίς
αντιφάσεις αιτιολογίες στις οποίες δεν περιλαμβάνεται ο βαθμός πταίσματος της τράπεζας, στο
ουσιώδες ζήτημα της θεμελιώσεως υπέρ της ενάγουσας ένωσης καταναλωτών χρηματικής
ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και καθορισμού του ύψους αυτής, ο προσδιορισμός μάλιστα
του οποίου αναγόμενος σε εκτίμηση πραγμάτων είναι αναιρετικά ανέλεγκτος (άρθρ. 561 παρ. 1
ΚΠολΔ). Συνεπώς ο τρίτος και τελευταίος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά τις ελεγχόμενες από
τους αριθ. 1 και 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Οι γενικοί όροι συναλλαγών ελέγχονται από το δικαστήριο για καταχρηστικότητα και συνεπώς
ακυρότητα στα πλαίσια του άρθ. 2 παρ. 6 και 7 του ν. 2251/1994, εφόσον έχουν ενταχθεί σε
σύμβαση, υπό τους όρους του νόμου. Όμως η ενσωμάτωση σε σύμβαση καταχρηστικού όρου δεν
αποκλείει το δικαίωμα του προμηθευτή να καταργήσει καταχρηστικό όρο αντικαθιστώντας αυτόν με
άλλον για το ίδιο θέμα που δεν θα βαρύνεται πλέον με το στίγμα της καταχρηστικότητας. Εφόσον τούτο πράγματι συμβεί, αίρεται το έννομο συμφέρον της ενώσεως καταναλωτών να επιδιώξει με
συλλογική αγωγή την αναγνώριση της καταχρηστικότητας. Δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο
προσβολής αφού ο γενικός όρος έπαυσε πλέον να είναι καταχρηστικός. Η κατάργηση της
καταχρηστικότητας μπορεί να συμβεί και μετά την έκδοση της πρωτόδικης δικαστικής αποφάσεως
που αναγνώρισε την καταχρηστικότητα του όρου. Εφόσον η μεταβολή αυτή προβληθεί με λόγο
εφέσεως του προμηθευτή κατά της προσβαλλόμενης πρωτόδικης αποφάσεως, το Εφετείο αν
παραλείψει να ασχοληθεί με ένα τέτοιο ισχυρισμό που αποτελεί “πράγμα” κατά την έννοια του άρθ.
559 αριθ. 8 ΚΠολΔ υποπίπτει στην πλημμέλεια της τελευταίας αυτής διατάξεως. Εν προκειμένω με
τον υπό στοιχείο (5α) λόγο του δικογράφου των προσθέτων προβάλλεται από την αναιρεσείουσα
τράπεζα ότι με σχετικό λόγο εφέσεως και τις επ’ αυτής προτάσεις προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο υπ’
αριθμό (20) Γ.Ο.Σ. ήδη από το Φεβρουάριο μήνα του έτους 1998, δηλαδή ακόμη και πριν από τη
συζήτηση της αγωγής είχε τροποποιηθεί ως προς τις υφιστάμενες συμβάσεις και οπωσδήποτε ως
προς τις μελλοντικές με ατομική ειδοποίηση κάθε κατόχου πιστωτικής κάρτας, πράγμα που δεν
αμφισβητήθηκε ειδικώς από την αναιρεσίβλητη ένωση, κατά τέτοιο τρόπο ώστε στην τροποποιημένη
νέα διατύπωση να μη υπάρχει πλέον το στίγμα της καταχρηστικότητας που αναφέρεται στην αγωγή.
Προσάπτεται έτσι στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι αυτή παρά τη γενομένη
τροποποίηση που εξήλειψε την καταχρηστικότητα δεν ασχολήθηκε καθόλου με την τροποποιημένη
διατύπωση του σχετικού Γ.Ο.Σ. και αντιμετώπισε αυτόν με την αρχική του διατύπωση, την οποία και
έκρινε άκυρη ως καταχρηστική. Ο σχετικός λόγος κρίνεται βάσιμος.
Β) Επί της από 29 Σεπτεμβρίου 2000 αιτήσεως αναιρέσεως του σωματείου “Ε. ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ”.-
VIIΙ. Επειδή ορίζεται από την παρ. 5 του άρθ. 2 του Ν. 2251/1994 όπως είχε πριν από την
τροποποίησή της με το άρθ. 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999 ότι “κατά την ερμηνεία των γενικών όρων
συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού. Γενικοί όροι
συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτο για λογαριασμό του
προμηθευτή, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή”. Η εφαρμογή της άνω
ρυθμίσεως στη δίκη επί ατομικής αγωγής οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα απ’ ότι στη δίκη επί της
συλλογικής αγωγής (άρθρ. 10 παρ.9 Ν. 2251/1994). Γιατί στην τελευταία μία δυσμενής για τον
πελάτη ερμηνεία αποβαίνει παραδόξως υπέρ του εναγόμενου χρήστη, αφού οδηγεί κανονικά σε
αναγνώριση της δυσμενούς για τον πελάτη ρήτρας ως καταχρηστικής. Εδώ ο χρήστης είναι εκείνος
που επικαλείται ερμηνεία ευνοϊκή για τον πελάτη, προκειμένου να διατηρήσει σε ισχύ την
προβληματική ρήτρα και να εξακολουθήσει να την χρησιμοποιεί. Ο σκοπός της προστασίας του
καταναλωτικού κοινού επί ασαφούς ρήτρας δύναται να επιτευχθεί, αν ο ερμηνευτικός κανόνας
εφαρμοσθεί αντιστρόφως. Δηλαδή σε περίπτωση αμφιβολίας επί πολυσήμαντου ρήτρας η τελευταία
πρέπει να ερμηνεύεται όχι υπέρ, αλλά εις βάρος του πελάτη. Με τον τρόπο αυτό προχωρεί η
διαδικασία για την κήρυξή της ως καταχρηστικής. Εξάλλου οι πιστωτικές κάρτες που χορηγούν οι
τράπεζες στους πελάτες τους επιτρέπουν ιδιαίτερο τρόπο συναλλαγών, στις οποίες η αναγκαία
πληρωμή γίνεται χωρίς την καταβολή από τον πελάτη μετρητού χρήματος. Στο σύστημα αυτό ο
εκδότης της πιστωτικής κάρτας που συνήθως είναι τράπεζα αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του
κατόχου της πιστωτικής κάρτας αφενός και της επιχειρήσεως με την οποία συναλλάσσεται ο
πελάτης αφετέρου, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του πρώτου προς τη δεύτερη από τη μεταξύ
τους συναλλαγή. Έτσι ο κάτοχος της πιστωτικής κάρτας έχει τη δυνατότητα ν’ αποκτήσει αγαθά ή
υπηρεσίες από την επιχείρηση με την οποία συναλλάσσεται χωρίς να υποχρεούται σε καταβολή
μετρητού χρήματος. Οι σχέσεις μεταξύ της τράπεζας και του πελάτη εκκαθαρίζονται περιοδικώς με
βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται από την προμηθεύτρια επιχείρηση στην τράπεζα,
η οποία δύναται από την πλευρά της να συνδυάσει την έκδοση υπέρ του πελάτη πιστωτικής κάρτας
με βραχυπρόθεσμη προς αυτόν πίστωση. Μεγαλύτερη πρακτική σημασία αποκτά η εγκυρότητα
γενικών όρων συναλλαγών που αφορούν τη σχέση της τράπεζας και του πελάτη της. Προβλήματα
δημιουργεί το σύστημα πιστωτικών καρτών στις σχέσεις τράπεζας και πελάτη της αναφορικώς με
τους κινδύνους καταχρηστικής, από τρίτο άσχετο πρόσωπο, χρήσεως της πιστωτικής κάρτας, σε
περίπτωση απωλείας ή κλοπής της. Τότε αποκτά σημασία η έγκαιρη ειδοποίηση της τράπεζας ώστε
αυτή από την πλευρά της να προβεί στις πρόσφορες ενέργειες για να αποκλείσει τη χρήση της
κάρτας από τρίτο μη νομιμοποιούμενο κάτοχο. Αν ο κάτοχος της κάρτας με υπαίτια βραδύτητα
παραλείψει την άμεση προς την τράπεζα αναγγελία της κλοπής ή απωλείας της κάρτας, τότε είναι
επιτρεπτή με Γ.Ο.Σ η πλήρης μετακώλιση σ’ αυτόν του κινδύνου που προέρχεται από την
ανεπίτρεπτη από τρίτο, συνήθως με πλαστογραφία της υπογραφής του κατόχου, χρήση της κάρτας.
Τούτο γιατί ο νόμιμος κάτοχος της κάρτας έχει τη δυνατότητα και οφείλει λαμβάνοντας τα κατάλληλα εκ των περιστάσεων μέτρα να την εξασφαλίσει έναντι του κινδύνου κλοπής ή απωλείας και σε
περίπτωση απωλείας ή κλοπής της να αποφύγει περαιτέρω δυσμενή αποτελέσματα λαμβάνοντας
γνώση των γεγονότων αυτών και προβαίνοντας σε αναγγελία προς την τράπεζα άνευ υπαίτιας
βραδύτητας. Αν ο πελάτης συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του της, χωρίς υπαίτια
καθυστέρηση, αναγγελίας, τότε είναι καταχρηστική η ρήτρα, η οποία και για την περίπτωση αυτή
προβλέπει ευθύνη του πελάτη. Τέτοια ρήτρα προκαλεί ουσιώδη και σημαντική διατάραξη της
ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, δηλαδή αποκλίνει από ουσιώδεις και
βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, αφού έτσι επέρχεται περιορισμός των θεμελιωδών
δικαιωμάτων του πελάτη χωρίς εύλογη αιτία και συνεπώς αυτή είναι άκυρη επειδή προσκρούει τόσο
στη γενική ρύθμιση της παρ. 6 του άρθ. 2 του Ν. 2251/1994 όσο και στην ειδική ρύθμιση υπό
στοιχείο (ιγ) της παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994.-
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που
δίκασε, αναφορικά με τους προσβαλλόμενους με την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος σωματείου
για ακυρότητα ως καταχρηστικούς υπό στοιχεία (2β) και (21) γενικούς όρους που έχουν διατυπωθεί
εκ των προτέρων από την αναιρεσίβλητη τράπεζα στις συμβάσεις, τις οποίες αυτή συνάπτει στα
πλαίσια των δραστηριοτήτων της (παροχή δανείων και έκδοση πιστωτικών καρτών) με τους
καταναλωτές-πελάτες της, δέχθηκε τα ακόλουθα : Με τα άρθρα 2β και 21 των Γ.Ο.Σ. χορήγησης
πιστωτικών καρτών ορίζεται ότι “Με την επιφύλαξη του άρθρου 21 των παρόντων όρων ο κάτοχος
ευθύνεται για οποιαδήποτε υποχρέωση και ζημία που τυχόν θα προκύψει από χρήση της κάρτας
από οποιαδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 2β). Σε περίπτωση κλοπής ή απώλειας της
κάρτας ή παράνομης ή αντικανονικής χρήσης της, ο κάτοχος είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει την
Τράπεζα αμέσως, τηλεφωνικά και γραπτά… διαφορετικά ευθύνεται έναντι της Τράπεζας για
οποιαδήποτε ζημία που τυχόν θα προκύψει (άρθρο 21)”. Από τους παραπάνω όρους συνάγεται ότι
ο κάτοχος βαρύνεται με την απόδειξη των συναλλαγών που έγιναν με τη χρήση της κάρτας του και
υποχρεούται να εξοφλεί τα χρέη που θα δημιουργούνται από τη χρήση αυτής, έστω και αν η χρήση
της κάρτας θα είχε γίνει από τρίτο πρόσωπο, εξαιτίας απώλειας ή κλοπής της, προφανώς με
πλαστογράφηση της υπογραφής της και ότι η υποχρέωσή του αυτή θα εξακολουθήσει εωσότου
γνωστοποιήσει στην εφεσίβλητη (τηλεφωνικά και εγγράφως) την απώλεια ή κλοπή, προκειμένου η
τελευταία να ακυρώσει την κάρτα και να την καταστήσει ανενεργό. Από τις ρυθμίσεις αυτές δεν
επέρχεται διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε
βάρος του καταναλωτή-κατόχου της κάρτας, όπως υποστηρίζει το εκκαλούν. Με τη χορήγηση της
κάρτας δημιουργείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 713, 722 ΑΚ, 25 έως 28 του από
17.7/13-8-1923 ν. δ/τος “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, τριγωνική σχέση μεταξύ
εκδότη, κατόχου και επιχειρηματία, που είναι εκείνη της έμμισθης εντολής, με πρόσθετο σύμφωνο
ανοίγματος βεβαιωμένης ή ανέκκλητης πίστωσης . Η προκειμένη σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλει
αυξημένη επιμέλεια του κατόχου της κάρτας, ο οποίος ευθύνεται προσθέτως για κάθε αντισυμβατική
ή παράνομη χρήση της. Επίσης, δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη αναστροφή του βάρους της απόδειξης
σε βάρος του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ. κζ’ του ν. 2251/1994,
όταν ο τελευταίος καλείται να αποδείξει την έλλειψη υπαιτιότητάς του, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το
ενάγον σωματείο. Ειδικά, καθόσον αφορά το βάρος της απόδειξης, όταν πρόκειται να αποδειχθεί ένα
αρνητικό γεγονός, το οποίο αποτελεί την προϋπόθεση για τη γέννηση του δικαιώματος του
καταναλωτή, όπως η έλλειψη υπαιτιότητας αυτού, τότε ο τελευταίος βαρύνεται κατά νόμο με την
απόδειξη τούτου. Η ρύθμιση αυτή, που ενδεχομένως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί απλώς ως “μη
συμφέρουσα” για τον καταναλωτή-κάτοχο της κάρτας, δεν αποτελεί αντιστροφή του βάρους της
απόδειξης και δεν άγει σε διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές σε
σχέση με τους προαναφερθέντες γενικούς όρους συναλλαγών και τους προβαλλόμενους με την
αγωγή λόγους καταχρηστικότητας των ίδιων όρων το εφετείο έκρινε, όπως εκτίθεται στην απόφασή
του, ότι οι όροι αυτοί δεν είναι καταχρηστικοί και συνεπώς άκυροι γιατί δεν επιφέρουν διατάραξη της
ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών ούτε αντίκεινται σε καμία από τις
ενδεικτικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις καταχρηστικών ρητρών. Έτσι όμως που έκρινε το
εφετείο απορρίπτοντας κατά τούτο την αγωγή εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις
διαληφθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου ενώ παράλληλα ασαφείς αιτιολογίες διέλαβε στην
απόφασή του σε ζήτημα, δηλαδή την καταχρηστικότητα των όρων, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην
έκβαση της δίκης. Τούτο, ειδικότερα, γιατί οι παραπάνω γενικοί όροι εν συνδυασμώ λαμβανόμενοι
εμφανίζουν ασάφεια εγκείμενη στο ότι δεν διευκρινίζουν αν η ευθύνη του κατόχου της πιστωτικής
κάρτας-πελάτη έναντι της τράπεζας υφίσταται και σε περίπτωση ελλείψεως υπαιτιότητάς του ως
προς την έγκαιρη γνωστοποίηση στην τράπεζα της κλοπής ή απώλειας της κάρτας. Ενόψει της
ασαφείας αυτής, εφόσον πρόκειται ζήτημα ερμηνείας του γενικού όρου στα πλαίσια δίκης επί
συλλογικής αγωγής της προς τούτο νομιμοποιούμενης ενώσεως καταναλωτών θα έπρεπε να γίνει δεκτή η δυσμενέστερη για τον κάτοχο της κάρτας ερμηνεία, δηλαδή ότι αυτός ευθύνεται έναντι της
τράπεζας και επί ελλείψεως οιασδήποτε υπαιτιότητάς του. Όμως γενικός όρος με τέτοιο περιεχόμενο
είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος γιατί αντίκειται τόσο στην παρ.6 του άρθ. 2 ν. 2251/1994
αφού περιέχει ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών υπό
την προεκτεθείσα έννοια όσο και στην ειδική περίπτωση (ιγ) της παρ. 7 του άρθ. 2 ν. 2251/94.
Συνεπώς κρίνεται βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ.-
ΙΧ. Σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ υπ’ αριθ. 2286/28-1-1994 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 1
του Ν. 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών
πιστωτικών δελτίων τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα με την επιφύλαξη
όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα
τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι’ αυτά
καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη
περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια
παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη
κοινωνικοοικονομική σημασία και ν’ αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός
και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων
είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι η συμφωνία για επιτόκια που
υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281). Ενόψει των
ανωτέρω γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον
οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων
(καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεώς του στο άρθ. 2
παρ.7 περ. ια’ του Ν. 2251/1994 όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα
για τον καταναλωτή-πελάτη. Εν προκειμένω το Εφετείο καθόσον αφορά τον υπό στοιχείο (16α)
γενικό όρο, ο οποίος με την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος σωματείου θεωρείται καταχρηστικός,
δέχθηκε τα ακόλουθα: Κατά τον όρο 16α Γ.Ο.Σ., (“ο λογαριασμός θα χρεώνεται με συμβατικό τόκο
στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) ο οποίος καθορίζεται εκάστοτε
από την Τράπεζα και σήμερα Μάρτιος 97 είναι 28,44%”). Το εκκαλούν σωματείο υποστηρίζει ότι ο
όρος αυτός είναι αντίθετος προς το άρθρο 2 παρ.6 και 7ε του ν. 2251/1994. Σύμφωνα όμως με το
άρθρο 295 περ. α’ ΑΚ, αν οφείλεται τόκος από δικαιοπραξία χωρίς να ορίζεται το ποσοστό του,
ισχύει ο νόμιμος τόκος. Για τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών καρτών δεν υφίσταται
νόμιμα καθοριζόμενος δικαιοπρακτικός τόκος. Γι’ αυτό και η 2286/28-1-1994 Πράξη Διοικητή
Τράπεζας Ελλάδος, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, όρισε ότι, “τα
επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τη δανείστρια Τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί
ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Επομένως, ο άνω συμβατικός
τόκος που θα καθορίζεται εκάστοτε από την Τράπεζα και με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός
του κατόχου κάρτας, σε περίπτωση τμηματικών εξοφλήσεων, δεν μπορεί να υπερβαίνει τον
ισχύοντα κάθε φορά νόμιμο τόκο. Με βάση τις παραδοχές αυτές σε σχέση με τον διαληφθέντα γενικό
όρο, το Εφετείο έκρινε ότι ο όρος αυτός δεν είναι καταχρηστικός. Ετσι όμως που έκρινε και απέρριψε
κατά τούτο την αγωγή του αναιρεσείοντος σωματείου παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη
του άρθρ. 2 παρ. 7 περ. ια’ του Ν. 2251/1994, την οποία εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Τούτο ειδικότερα γιατί θεώρησε μη καταχρηστικό τον προαναφερθέντα γενικό όρο μολονότι αυτός
εμφανίζει αοριστία αφού επιτρέπει στην προμηθεύτρια κατά την έννοια του νόμου τράπεζα να
προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό τόκο χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον
καταναλωτή-πελάτη κριτήρια ειδικά και εύλογα πράγμα που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και
δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεως με την
τράπεζα. Παραβιάζεται έτσι από την τράπεζα η βαρύνουσα αυτήν υποχρέωση σαφήνειας και
διαφάνειας του σχετικού Γ.Ο.Σ. χωρίς να έχει σημασία ούτε και εξετάζεται αν η πρακτική εφαρμογή
του όρου αυτού από τη συγκεκριμένη (εναγόμενη) τράπεζα έχει οδηγήσει πράγματι σε ανεπιεική για
τους καταναλωτές επιτόκια. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως εκ του άρθρ. 559
αριθ. 1 ΚΠολΔ κρίνεται βάσιμος.
Χ. Επειδή ρήτρα περιεχόμενη σε Γ.Ο.Σ. τράπεζας, η οποία έχει ως αντικείμενο την απονομή
αρμοδιότητας για όλες τις διαφορές που θα προκύψουν από τη σύμβαση δανείου που συνάπτει
τράπεζα με τον πελάτη της, στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της
τράπεζας, επιβάλλει στον πελάτη- καταναλωτή την υποχρέωση να υπαχθεί στην αποκλειστική
αρμοδιότητα δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι απομακρυσμένο από τον τόπο της κατοικίας του.
Τούτο μπορεί να καταστήσει δυσχερή την παράσταση του πελάτη ενώπιον του δικαστηρίου και
τελικώς, ιδίως επί διαφορών που αφορούν περιορισμένα ποσά και πελάτες που κατοικούν σε απομακρισμένη περιοχή σε σχέση με την έδρα της τράπεζας και τους οποίους (πελάτες)
προκειμένης συλλογικής αγωγής πρέπει, κυρίως, να έχει υπόψη του το δικαστήριο αφού οι πελάτες
της κατηγορίας αυτής είναι εκείνοι που επηρεάζονται δυσμενώς από μία τέτοια ρήτρα, τα έξοδα που
απαιτούνται μπορεί να αποθαρρύνουν τον πελάτη και να τον οδηγήσουν σε παραίτηση από την
υπεράσπισή του. Αντιθέτως τέτοια ρήτρα επιτρέπει στον χρήστη των Γ.Ο.Σ. (τράπεζα) να
συγκεντρώνει κατά τρόπο λιγότερο δαπανηρό το σύνολο των διαφορών που αφορούν την
δραστηριότητά του στα δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα του. Συνεπώς μία
ρήτρα παρεκτάσεως της αρμοδιότητας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση τράπεζας και πελάτη της
χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης όπως απαιτείται κατά το αρθρ. 42
ΚΠολΔ και η οποία απονέμει αποκλειστική αρμοδιότητα στα δικαστήρια, στην περιφέρεια των
οποίων βρίσκεται η έδρα της τράπεζας, θεωρείται καταχρηστική και συνεπώς άκυρη κατά το αρθρ. 2
παρ. 6 του Ν. 2251/1994, εφόσον, χωρίς ν’ ανταποκρίνεται σε εύλογο συμφέρον του προμηθευτή,
όπως (όταν είναι πραγματικά δυσχερής η οργάνωση νομικής υποστήριξης τον προμηθευτή στον
τόπο, τα δικαστήρια του οποίου είναι κατά τον ΚΠολΔ αρμόδια για την εκδίκαση της διαφοράς,
δημιουργούν, παρά τις αρχές της καλής πίστεως, σημαντική ανισορροπία σε βάρος του καταναλωτή
μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Αντίθετο των
ανωτέρω δεν προκύπτει από το ότι ο Ν. 2251/1994, σε αντίθεση με τον προγενέστερο Ν. 1961/1991,
δεν περιέλαβε την περίπτωση παρέκταση αρμοδιότητας στον ενδεικτικό κατάλογο καταχρηστικών
ρητρών. Από τη μη αναφορά αυτή προκύπτει βούληση του νομοθέτη ότι δεν επιθυμεί στην
περίπτωση αυτή απόλυτη καταχρηστικότητα του όρου. Ομως ενδέχεται ο σχετικός όρος να είναι
καταχρηστικός με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παρ. 6 του αρθρ. 2 Ν. 2251/1994.
Εν προκειμένω το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του κρίνοντας επί της αγωγής της
αναιρεσείουσας ενώσεως καταναλωτών αναφορικώς με τον όρο (26) κατά τον οποίο “αρμόδια κατά
τόπο για επίλυση κάθε διαφοράς που θα προκύψει από την παρούσα σύμβαση ορίζονται τα
δικαστήρια της Αθήνας” δέχθηκε ότι ο όρος αυτός δεν είναι καταχρηστικός αφού δεν είναι αντίθετος
στο αρθρ. 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994. Τούτο γιατί οι ανάγκες ορθολογικής οργάνωσης του συστήματος
χορήγησης πιστωτικών καρτών δικαιολογούν τον καθορισμό των δικαστηρίων της Αθήνας ως κατά
τόπο αρμοδίων δοθέντος ότι σύμφωνα με το αρθρ. 2 παρ. 7 περ. ΛΑ’ του Ν. 2251/1994
καταχρηστική ορίζεται μόνο η ρήτρα περί αποκλειστικής υπαγωγής της διαφοράς σε αλλοδαπή
δικαιοδοσία ή διαιτησία. Ομως με αυτά που δέχθηκε το εφετείο, ενόψει των όσων εκτέθηκαν
ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας αναφορικώς με τον διαληφθέντα όρο, εσφαλμένως
ερμήνευσε και εφήρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του αρθρ. 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994.
Συνεπώς κρίνεται βάσιμος ο υπό στοιχείο (3) λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως εκ του άρθρ. 559
αριθ. 1 ΚΠολΔ.
ΧΙ. Πιστωτικές κάρτες δύνανται να εκδίδονται από ορισμένο πρόσωπο (συνήθως τράπεζα) γενικώς
προς χρήση τους από τους νομίμους κατόχους τους έναντι διαφόρων τρίτων αντισυμβαλλομένων
τους ως μέσο πληρωμής αντί μετρητού χρήματος. Συνήθως πρόκειται τριμερής συμβατική σχέση
μεταξύ του εκδότη της κάρτας, του κατόχου της και του τρίτου. Η σχέση μεταξύ του εκδότη της
κάρτας και του πελάτη της συνήθως είναι, κατά την περί τούτου βούληση των μερών, σχέση
έμμισθης εντολής με πρόσθετο σύμφωνο, αν ο εκδότης είναι ανώνυμη εταιρία, ανοίγματος
βεβαιωμένης ή ανέκκλητης πιστώσεως (βλ. άρθρ. 713 επ. ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθ. 25-28 του
από 17.7/13-8-1923 Β. Δ/τος “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών” ΑΠ 1116/1926
ΕλλΔνη 1997, 1141). Η σχέση μεταξύ του κατόχου της κάρτας και τρίτου είναι συνήθως σύμβαση
πωλήσεως (ΑΚ 513 επ.) ή σύμβαση έργου (ΑΚ 681 επ.). Ο εκδότης της κάρτας αναλαμβάνει την
υποχρέωση προς τον πελάτη-κάτοχο της κάρτας, έναντι πληρωμής αμοιβής, να εξοφλεί τον τρίτο,
έναντι του οποίου ο κάτοχος αναλαμβάνει υποχρεώσεις, βάσει ορισμένων δικαιολογητικών , τα
οποία θα του προσκομίσει ο συμβληθείς με τον κάτοχο της κάρτας τρίτος, Η πληρωμή αυτή γίνεται
είτε μέσω διαθεσίμων που έχει στην εκδότρια τράπεζα ο κάτοχος είτε με χρήματα που αποτελούν
αντικείμενο πιστώσεως που η εκδότρια της κάρτας τράπεζα ανοίγει υπέρ του πελάτη της. Οι
συμβάσεις που συνάπτει ο πελάτης της κάρτας με την τράπεζα και με τον τρίτο από τον οποίο
προμηθεύεται αγαθά ή υπηρεσίες διατηρούν τη νομική τους αυτοτέλεια και συνεπώς η ανώμαλη
εξέλιξη της μιάς, καταρχήν, δεν επηρεάζει την άλλη. Στη σύμβαση εκδόσεως πιστωτικής κάρτας
εφαρμόζονται και οι διατάξεις της Υπουργικής αποφάσεως Υ.Α. Φ 1-983 από 7.21/3/1991 περί
“καταναλωτικής πίστεως” που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 2 παρ. 1 περ. η’ του Ν. 1338/1983 προς
εναρμόνιση με την οδηγία υπ’ αριθ. 87/102/ΕΟΚ της 22-12-1986 όπως αυτή τροποποιήθηκε από την
οδηγία 90/88/ΕΟΚ της 22-2-1990, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της τελευταίας, και
ειδικότερα αυτές που διαλαμβάνονται στο άρθρ. 11 παρ.2 περ. β’ που ορίζει ότι ο πιστωτικός φορέας και ο προμηθευτής αγαθών ή υπηρεσιών πρέπει να συνδέονται με προϋπάρχουσα
σύμβαση, βάσει της οποίας η παροχή πίστωσης στους καταναλωτές (κατόχους της κάρτας) γίνεται
αποκλειστικά από τον πιστωτικό φορέα με σκοπό την απόκτηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών
από τον εν λόγω προμηθευτή. Η αποσύνδεση της συμβάσεως που συνάπτει ο πελάτης με την
τράπεζα από τη σύμβαση που συνάπτει ο ίδιος πελάτης με τον αντισυμβαλλόμενο τρίτο, εφόσον δεν
τίθεται θέμα εφαρμογής της άνω υπουργικής αποφάσεως, τονίζεται με την πρόσθετη ειδική
συμφωνία μεταξύ πελάτη και της τράπεζας ότι η εκδότρια της κάρτας τράπεζα δεν έχει ευθύνη έναντι
του κατόχου της κάρτας για τις πράξεις ή παραλείψεις των επιχειρήσεων κατά τις συναλλαγές του με
αυτές ούτε ο κάτοχος έχει δικαίωμα να προβάλει κατά της τράπεζας ενστάσεις και αξιώσεις που
τυχόν θα έχει έναντι των επιχειρήσεων. Τέτοια ρήτρα, εφόσον περιληφθεί σε Γ.Ο.Σ. της τράπεζας,
δεν θεωρείται ότι είναι αντίθετη στην παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 ούτε σε καμία από τις
ενδεικτικά αναφερόμενες περιπτώσεις καταχρηστικών ρητρών στην παρ. 7 του ίδιου άρθρου 2 του
Ν. 2251/1994. Η αντιμετώπιση είναι διαφορετική όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της
μνησθείσης υπουργικής αποφάσεως. Τούτο γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση, επειδή η
χορηγούμενη από την τράπεζα πίστωση υπηρετεί τη χρηματοδότηση του τιμήματος αγοράς πράγμα
που είναι γνωστό σε όλα τα μέρη της τριγωνικής σχέσεως, αμφότερες οι άνω συμβάσεις έχουν
έντονη μεταξύ τους οικονομική ενότητα και για το λόγο αυτό στην περίπτωση αυτή παρέχεται από
την άνω Υπουργική Απόφαση, με τη συνδρομή και των λοιπών αναφερομένων προϋποθέσεων,
δυνατότητα στον πελάτη-κάτοχο της κάρτας να αντιτάξει κατά της τράπεζας ενστάσεις που
προκύπτουν από τη σχέση του (π.χ. πώληση) με τον τρίτο. Η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να
αποκλεισθεί με αντίθετη συμφωνία των μερών αφού αυτή δεν θα ήταν σύμφωνη προς την
απαγορευτική διάταξη της παρ.2 του άρθρου 13 της ίδιας άνω Υπουργικής αποφάσεως που με τον
τρόπο αυτό αξιοποιεί την οικονομική ενότητα των άνω συμβάσεων παρακάμπτοντας με την
εισαγόμενη ρύθμιση το εμπόδιο της νομικής αυτοτέλειας των συμβάσεων. Αν μάλιστα τέτοια
αντίθετη συμφωνία περιληφθεί σε Γ.Ο.Σ. της τράπεζας, αυτή δεν είναι απλώς καταχρηστική κατ’
εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, αλλά απολύτως άκυρη λόγω αντιθέσεώς της στο
άρθρ. 174 ΑΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή
του, το Εφετείο αναφορικά με τον προσβληθέντα με την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας ενώσεως
καταναλωτών για ακυρότητα ως καταχρηστικό επίδικο υπό στοιχείο (6β) Γ.Ο.Σ. δέχθηκε τα
ακόλουθα : Κατά τον υπ’ αριθ. 6β’ Γ.Ο.Σ., “… Η Τράπεζα δεν έχει έναντι του κατόχου καμία ευθύνη
για τις πράξεις ή παραλείψεις των επιχειρήσεων κατά τις συναλλαγές του με αυτές, ούτε ο κάτοχος
έχει το δικαίωμα να προβάλει κατά της Τράπεζας ενστάσεις και αξιώσεις που τυχόν θα έχει έναντι
των επιχειρήσεων”. Υποστηρίζει το εφεσίβλητο-ενάγον σωματείο ότι ο όρος αυτός, κατά το μέρος
που ορίζει ότι “ο κάτοχος της κάρτας δεν έχει δικαίωμα να προβάλει κατά της Τράπεζας ενστάσεις
και αξιώσεις που τυχόν θα έχει έναντι των επιχειρήσεων” έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του
άρθρου 11 παρ. 4 της άνω Φ-983/7-3-1991 ΥΑ (ΦΕΚ 172 Β/21-3-1991), κατά την οποία “ο
καταναλωτής μετά την άσκηση της αγωγής και μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση που θα
κρίνει τη διαφορά μεταξύ αυτού και του προμηθευτή έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της
οφειλής του προς τον πιστωτικό φορέα”. Για να έχει όμως ο καταναλωτής αγώγιμη αξίωση κατά του
πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά οι περιπτώσεις α’-ε’ της παραγράφου 2 του
ίδιου άρθρου 11 της παραπάνω Υπουργικής απόφασης (μεταξύ των οποίων, “ο καταναλωτής να
έχει προηγουμένως στραφεί δικαστικώς κατά του προμηθευτή χωρίς να έχει ικανοποιηθεί…
προϋπάρχουσα σύμβαση μεταξύ πιστωτικού φορέα και προμηθευτή…” που συνήθως δεν
υφίσταται), οπότε μπορεί ασφαλώς να στραφεί κατά της Τράπεζας και να προβάλει κάθε ισχυρισμό
και ένσταση. Ο άνω όρος αναφέρεται στην περίπτωση που δεν έχει εναχθεί η Τράπεζα, οπότε ο
κάτοχος της κάρτας δεν μπορεί βέβαια να προβάλει κατ’ αυτής “ενστάσεις και αξιώσεις που τυχόν θα
έχει έναντι των επιχειρήσεων”, αφού η ΤΡάπεζα δεν μπορεί να έχει έναντι του κατόχου της κάρτας
“καμία ευθύνη για τις πράξεις ή παραλείψεις των επιχειρήσεων κατά τις συναλλαγές του με αυτή”.
Με βάση τις άνω παραδοχές το Εφετείο εξαφανίζοντας κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση κατά
παραδοχή της εφέσεως της αναιρεσίβλητης τράπεζας που είχε αποφανθεί αντιθέτως δέχθηκε ότι ο
διαληφθείς γενικός όρος δεν είναι καταχρηστικός. Έτσι που έκρινε όμως το Εφετείο διέλαβε στην
απόφασή του ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην
έκβαση της δίκης και ειδικότερα γιατί δεν διευκρινίζει, αν στη σχέση του πελάτη με την τράπεζα
εφαρμόζεται ή όχι η παραπάνω υπουργική απόφαση περί καταναλωτικής πίστεως, αφού σε
αρνητική περίπτωση δεν τίθεται θέμα ακυρότητας του όρου, ενώ, αντιθέτως, επί εφαρμογής της
αποφάσεως αυτής, κατά τα εκτεθέντα ο γενικός όρος με το περιεχόμενο που διαλήφθηκε είναι
άκυρος. Λόγω της άνω πλημμέλειας της αποφάσεως του Εφετείου η απόφαση είναι αναιρετέα κατά
τον λόγο εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ που προτείνεται από τον εισηγητή (άρθρ. 562 παρ.4
ΚΠολΔ).- ΧΙΙ.- “Πλάσμα” κατά το δίκαιο είναι η παραδοχή γεγονότων και συμβεβηκότων χωρίς να λαμβάνεται
υπόψη αν αυτά πράγματι συνέβησαν στον εξωτερικό κόσμο. Τα “πλάσματα” αναγνωρίζονται
συνήθως από τη χρήση της φράσεως “λογίζεται ως”. Κατά το είδος των περιστατικών τα οποία
αντιμετωπίζονται ως πλάσματα διακρίνονται πλάσματα δηλώσεως, όταν κατά πλάσμα θεωρείται ότι
δόθηκε ή δεν δόθηκε μία δήλωση βουλήσεως ή πλάσματα γεγονότων, όταν κατά πλάσμα θεωρείται
ότι λαμβάνει χώρα ορισμένο γεγονός που δεν είναι δήλωση βουλήσεως π.χ. εάν ελήφθη από το
δέκτη του ένα έγγραφο που απέστειλε ο αντισυμβαλλόμενός του. Καταρχήν ο νόμος εξαρτά την
επέλευση εννόμων συνεπειών, από τη στάση του συμβαλλόμενου που εκφράζεται σε ορισμένη
συμπεριφορά δηλώσεώς του. Η πράξη του συμβαλλόμενου δύναται να νοηθεί ως δήλωση
βουλήσεως μόνο υπό τις προϋποθέσεις της “σιωπηρής συμπεριφοράς”. Η παράλειψη μιάς πράξεως
ιδία η σιωπή δεν αποτελεί δήλωση βουλήσεως και κανονικά δεν ‘χει ενέργεια δηλώσεως βουλήσεως.
Ρυθμίσεις στους γενικούς όρους συναλλαγών, κατά τις οποίες προκαλείται πλάσμα ή αμάχητο
τεκμήριο ότι ο αντισυμβαλλόμενος (πελάτης) του χρήστη έχει ή δεν έχει εκφράσει δήλωση
βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου ανήκει στις επικίνδυνες για τον πελάτη ρυθμίσεις γιατί η
πλασματική δήλωση ή μη δήλωση βουλήσεως συνδέεται συνήθως με τη δημιουργία νομικών
μειονεκτημάτων ή βλαβών για τον πελάτη. Συνήθως η πλασματική δήλωση βουλήσεως αναφέρεται
σε αποδοχή μιάς προτάσεως του χρήστη, σε απόκρουση τέτοιας προτάσεως, σε συναίνεση, σε μη
προβολή αντιρρήσεων, έγκριση, παραίτηση, υπαναχώρηση, άσκηση του δικαιώματος επιλογής ή σε
παραλαβή της παροχής. Δεν απαγορεύεται κατ’ αρχήν χρήση στους γενικούς όρους συναλλαγών
τέτοιων πλασματικών δηλώσεων βουλήσεως. Όμως η διατύπωσή τους πρέπει να είναι τέτοια ώστε
να μη επέρχεται ουσιώδης διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των
μερών πράγμα που μπορεί να συμβεί είτε γιατί η παρεχόμενη στον αντισυμβαλλόμενο προθεσμία
για να εκφράσει δήλωση βουλήσεως, με την παράλειψη της οποίας προκαλείται πλάσμα δηλώσεως
βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου είναι εξαιρετικά σύντομη, είτε γιατί δεν διαφωτίζεται επαρκώς ο
αντισυμβαλλόμενος ότι η παράλειψη της δηλώσεως βουλήσεως θα έχει μετά την παρέλευση της
προθεσμίας πλασματικό περιεχόμενο είτε γιατί θεωρείται πλασματικά περιελθούσα στον
αντισυμβαλλόμενο δήλωση βουλήσεως του χρήστη, έστω και αν τούτο πράγματι δεν συνέβη, αν ο
αντισυμβαλλόμενος δεν διαμαρτυρηθεί για τη μη λήψη της μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Τέτοιοι
γενικοί όροι επιβαρύνουν σημαντικά τη θέση του αντισυμβαλλόμενου και είναι ως καταχρηστικοί
άκυροι κατά το άρθ. 2 παρ. 6 και παρ. 7 περ. ΚΖ’ και ΚΗ’ του Ν. 2251/1994. Κατ’ αρχήν λοιπόν είναι
ανίσχυρη ρήτρα περιεχόμενη σε Γ.Ο.Σ Τραπέζης προς πελάτη της σύμφωνα με την οποία θεωρείται
ως δοθείσα ή μη δοθείσα δήλωση βουλήσεως του αντισυμβαλλομένου αυτής κατά την επιχείρηση ή
παράλειψη ορισμένης πράξεως, εκτός αν παραχωρείται στον πελάτη της τράπεζας εύλογη κατά τις
περιστάσεις προθεσμία για διατύπωση ρητής δηλώσεως και παράλληλα ενόσω ο χρήστης
υποχρεούται να ενημερώσει ιδιαιτέρως τον αντισυμβαλλόμενο κατά την έναρξη της προθεσμίας για
την προβλεπόμενη σημασία της συμπεριφοράς του. Περαιτέρω είναι καταχρηστική ρύθμιση Γ.Ο.Σ.
κατά την οποία θεωρείται περιελθούσα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση του χρήστη ιδιαιτέρας
σημασίας, αν αυτός δεν διαμαρτυρηθεί στο χρήστη για τη μη λήψη της μέσα σε ορισμένη προθεσμία
(πλάσμα περιελεύσεως). Το τελευταίο γιατί σύμφωνα με το άρθρ. 167 ΑΚ κατ’ αρχήν η δήλωση
βουλήσεως έχει νομική ενέργεια αφότου περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται ν’
απευθυνθεί. Το βάρος αποδείξεως για την περιέλευση αυτή ανήκει στον δηλούντα. Το περιεχόμενο
σε Γ.Ο.Σ. πλάσμα περιελεύσεως έχει ως σκοπό να διευκολύνει την απόδειξη για τον δίδοντα
δήλωση βουλήσεως χρήστη. Παράλληλα όμως πρέπει να επιτρέπει στον αντισυμβαλλόμενο του
χρήστη την ανταπόδειξη της ματαιωθείσης περιελεύσεως. Πλάσματα περιελεύσεως τα οποία
αποκλείουν τέτοια ανταπόδειξη θεωρούνται ανίσχυρα κατά το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994. Τούτο
ιδία συμβαίνει για το τεκμήριο περιελεύσεως το οποίο στους Γ.Ο.Σ. διαμορφώνεται ως αμάχητο. Εν
προκειμένω το Εφετείο κρίνοντας επί της ένδικης αγωγής της αναιρεσείουσας ενώσεως
καταναλωτών με την οποία, μεταξύ άλλων προσβάλλεται ως καταχρηστική η υπό στοιχείο (9) ρήτρα
των Γ.Ο.Σ. της αναιρεσίβλητης τράπεζας δέχθηκε τα ακόλουθα : Κατά τον όρο (9) Γ.Ο.Σ., “αν μέσα
σε είκοσι (20) μέρες από τη λήψη του μηνιαίου λογαριασμού )ή και άλλης ειδοποίησης,
οποτεδήποτε, για την πληρωμή οφειλής σχετικής με την κάρτα) ο κάτοχος ή συνοφειλέτης δεν
αμφισβητήσει το σύνολο του ποσού και δεν προτείνει τις βάσιμες αντιρρήσεις του, λογίζεται ότι
αποδέχτηκε όλες τις εγγραφές που έγιναν, καθώς και το χρεωστικό του υπόλοιπο και δεν έχει πλέον
το δικαίωμα να τα αμφισβητήσει. Ο κάτοχος θεωρείται ότι παρέλαβε τον μηνιαίο λογαριασμό του, αν
μέσα στον επόμενο ημερολογιακό μήνα δεν ειδοποιήσει γραπτά με απόδειξη την Τράπεζα ότι δεν
παρέλαβε τον μηνιαίο λογαριασμό του προηγούμενου μήνα”. Με τον όρο αυτό δεν επέρχεται
αναστροφή του βάρους της απόδειξης, σε βάρος του καταναλωτή, ούτε περιορίζεται υπέρμετρα η
προθεσμία μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή
να εγείρει τις αξιώσεις του (άρθρο 2 παρ. 7 περ. κζ’, κη’ του ν. 2251/1994), όπως αβάσιμα
υποστηρίζει το ενάγον. Η αμφισβήτηση από τον κάτοχο της κάρτας του ποσού της οφειλής που σημειώνεται στον μηνιαίο λογαριασμό που αποστέλλει η Τράπεζα, ισχυριζόμενος ότι δεν είναι το
αναγραφόμενο στον μηνιαίο λογαριασμό του, αποτελεί αρνητική προϋπόθεση, με την απόδειξη της
οποίας, όπως προαναφέρθηκε, βαρύνεται ο κάτοχος της κάρτας που τον προβάλλει. Έτσι από μόνη
της η υποχρέωση του τελευταίου να αποδείξει τη συνδρομή της άνω αρνητικής προϋπόθεσης δεν
οδηγεί σε αναστροφή του βάρους της απόδειξης. Οι αναφερόμενες εξάλλου προθεσμίες, α) των
είκοσι (20) ημερών από τη λήψη του μηνιαίου λογαριασμού να αμφισβητήσει το ύψος της οφειλής
του που αναγράφεται σ’ αυτόν και β) του ενός μηνός (επόμενου ημερολογιακού μήνα) να ειδοποιήσει
την Τράπεζα ότι δεν παρέλαβε τον μηνιαίο λογαριασμό του προηγούμενου μήνα, από τον οποίο
προκύπτει η κίνηση των συναλλαγών του δια μέσου της κάρτας, τυγχάνουν εύλογες. Ακόμη και αν
παρέλθει άπρακτο το πιο πάνω διάστημα που συμφωνήθηκε για την αμφισβήτηση οφειλής από
κάρτα, πάλι ο κάτοχος αυτής δεν στερείται το δικαίωμα αντίθετης απόδειξης, σύμφωνα με τον όρο 9
περ. γ’ Γ.Ο.Σ. Με βάση τις άνω σκέψεις το Εφετείο δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης-τράπεζας
και αφού εξαφάνισε κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση απέρριψε την αγωγή με την οποία διώκεται
η αναγνώριση ως καταχρηστικού του διαληφθέντος όρου. Όμως με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο
παραβίασε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του άρθρ. 2 παρ. 6 και παρ. 7 περ. ΚΖ’ του Ν.
2251/1994 τις οποίες εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα τούτο γιατί ενώ θεωρείται
εύλογη η προθεσμία των (20) ημερών που χορηγείται στον πελάτη της τράπεζας από τη λήψη του
μηνιαίου λογαριασμού ή άλλης ειδοποίησης για την πληρωμή οφειλής σχετικής με την κάρτα,
εντούτοις, χωρίς άλλη προϋπόθεση, δέχθηκε έγκυρο το εκ της άπρακτης παρελεύσεως της
προθεσμίας δημιουργούμενο πλάσμα της οφειλής και τον αποκλεισμό στον πελάτη της δυνατότητας
ανταποδείξεως χωρίς μάλιστα να επισημαίνεται το δυσμενές αυτό αποτέλεσμα κατά την επιστολή
της ειδοποίησης στον πελάτη. Περαιτέρω το δεύτερο σκέλος του ίδιου άνω Γ.Ο.Σ. με το πλάσμα της
παρελεύσεως στον πελάτη του μηνιαίου λογαριασμού δημιουργεί ουσιώδη και σημαντική διατάραξη
της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών λόγω των δυσμενών συνεπειών
που επιβάλλει στον πελάτη και αποτελεί έμμεση και κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους
αποδείξεως ως προς τη λήψη του λογαριασμού. Συνεπώς κρίνεται βάσιμος ο σχετικός υπό στοιχείο
(Ι2) εκ του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως.-
ΧΙΙΙ.- Ως “ρήτρες εκπτώσεως” νοούνται οι ρήτρες εκείνες όταν υπό ορισμένες προϋποθέσεις το άλλο
συμβαλλόμενο μέρος καθίσταται αμέσως έκπτωτο του δικαιώματός του ή υποχρεούται προς
παραίτηση από δικαίωμά του. Μορφή ρήτρας εκπτώσεως αποτελεί και η ρύθμιση υπό την έννοια της
πρόωρης επιστροφής ληφθέντος και εξοφλητέου σε δόσεις δανείου όταν ο οφειλέτης περιέλθει σε
υπερημερία ως προς την καταβολή δόσεως ή η περίπτωση παραχωρήσεως στο δανειστή
δικαιώματος απρόθεσμης καταγγελίας. Κατ’ αρχήν είναι ανίσχυρες ρήτρες εκπτώσεως που
προβλέπουν την απόσβεση ή παραίτηση δικαιώματος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εύλογη σχέση
παροχής και αντιπαροχής. Ρήτρα εκπτώσεως θεωρείται και εκείνη κατά την οποία σε σύμβαση
παροχής δανείου εξοφλητέου με δόσεις, σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την
εξόφληση δόσεως, καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το ποσό του δανείου. Όμως
ανίσχυρη θεωρείται ρήτρα περιεχόμενη σε Γ.Ο.Σ., σύμφωνα με την οποία και η καθυστέρηση μιάς
και μόνο δόσεως από τις πολλές που συμφωνήθηκαν συνεπάγεται το ληξιπρόθεσμο ολόκληρου του
υπολειπόμενου ποσού δανείου. Μια τέτοια συνέπεια είναι όχι μόνο αντίθετη στη διάταξη του άρθ. 2
παρ. 7 περ. Λ’ του Ν. 2251/1994 γιατί προκαλεί σημαντική χωρίς εύλογο λόγο και κατά τρόπο
αντικείμενο στην καλή πίστη οικονομική επιβάρυνση του οφειλέτη, αλλά είναι αντίθετη και στη γενική
ρύθμιση του άρθρ. 2 παρ.6 Ν. 2251/1994 γιατί προκαλεί ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων χωρίς καμία επαρκή δικαιολόγηση. Κατ’ αρχήν οι ρήτρες
εκπτώσεως δεν φέρουν χαρακτήρα ποινικής ρήτρας. Όμως υπόκεινται σε έλεγχο αν είναι
καταχρηστικές βάσει της παρ. 6 του άρθρ. 2 ν. 2251/1994 και του ενδεικτικού καταλόγου
καταχρηστικών ρητρών που περιέχεται στην παρ. 7 του άρθρου 2 ν. 2251/1994. Συνήθως τέτοιες
ρήτρες επάγονται δυσμενή οικονομικά αποτελέσματα για τον καταναλωτή και κατ’ αρχήν θεωρούνται
ανίσχυρες λόγω αντιθέσεώς τους στις άνω διατάξεις. Όμως τέτοιες ρήτρες θεωρούνται έγκυρες αν η
πρόωρη επέλευση του ληξιπρόθεσμου της συνολικής οφειλής περιορίζεται σερ βαρειές προσβολές ή
παραβιάσεις της συμβάσεως από τον οφειλέτη. Από τη διατύπωση εξάλλου της ρήτρας πρέπει να
προκύπτει ότι αυτή είναι ανεφάρμοστη, αν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση της
πληρωμής. Στην περίπτωση όμως που μία σύμβαση δανείου διέπεται από την Υ.Α. Φ. 1. 983 της
7.21-3-1991 για την καταναλωτική πίστη, η οποία αποτελεί υλοποίηση της υπ’ αριθ. 87/102/ΕΟΚ
Οδηγίας της 22-12-1986 όπως αυτή τροποποιήθηκε από την Οδηγία 90/88/ΕΟΚ της 22-2-1990 και η
οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση πίστωσης που χορηγείται για την απόκτηση αγαθών, σε
περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την καταβολή των δόσεων, τα δικαιώματα του
πιστωτικού φορέα διέπονται από τις διατάξεις του ΑΚ, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθ. 10 της άνω
Αποφάσεως, ενώ με την παρ.2 του άρθρου 13 της ίδιας Αποφάσεως απαγορεύεται η διατύπωση των συμβάσεων πιστώσεως με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστρατηγούνται οι διατάξεις της άνω
Αποφάσεως. Εν προκειμένω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του κρίνοντας τον
προσβληθέντα με την αγωγή για καταχρηστικότητα υπό στοιχείο (11β) Γ.Ο.Σ. της αναιρεσίβλητης
τράπεζας δέχθηκε τα ακόλουθα: Κατά τον όρο 11β Γ.Ο.Σ. “αν ο κάτοχος της κάρτας καθυστερήσει
την πληρωμή της ελάχιστης καταβολής ή του ποσού που αναφέρεται ως αμέσως πληρωτέο
τεσσάρων μηνιαίων λογαριασμών, καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό αυτοδίκαια στο σύνολό
του και το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού και επιβαρύνεται με τόκους υπερημερίας”. Με τον όρο
αυτό η Τράπεζα επιδιώκει, στην περίπτωση που ο κάτοχος της κάρτας καταστεί υπερήμερος ως
προς την πληρωμή της ελάχιστης καταβολής ή του άμεσου πληρωτέου ποσού τεσσάρων μηνιαίων
λογαριασμών, να απαιτήσει αμέσως στο σύνολό του και το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό,
επιβαρυνόμενο με τόκους υπερημερίας, αφού τούτο θα έχει καταστεί απαιτητό και ληξιπρόθεσμο.
Στην περίπτωση δηλαδή αυτή η Τράπεζα θεωρεί λήξασα τη σύμβαση. Αλλά και αν ακόμη θεωρηθεί
ότι η σύμβαση της πιστωτικής κάρτας εξακολουθεί να υφίσταται, τότε ναι μεν η άνω ρύθμιση έχει το
χαρακτήρα αστικής ποινής, όπως και η εναγομένη αναγνωρίζει, η οποία όμως δεν είναι υπέρμετρη
(όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 περ. λ’ του ν. 2251/1994, για να χαρακτηρισθεί ο όρος
καταχρηστικός), αν ληφθεί υπόψη το μέγεθος της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του κατόχου
(καθυστέρηση πληρωμής επί τετράμηνο) και ο κίνδυνος μη ικανοποίησης της τράπεζας. Με βάση τις
άνω παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι ο διαληφθείς όρος δεν είναι καταχρηστικός γιατί ούτε ουσιώδη
διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών προκαλεί κατά την παρ. 6
του άρθ. 2 ν. 2251/1994 ούτε αντίκειται στην περ. Λ’ της παρ. 7 του άρθρου 2 ν. 2251/1994. Ετσι
που έκρινε το Εφετείο και κατά παραδοχή της εφέσεως της αναιρεσίβλητης τράπεζας εξαφάνισε την
αντιθέτως αποφανθείσα πρωτόδικη απόφαση και στη συνέχεια απέρριψε κατά τούτο την αγωγή δεν
παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου άνω διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενώ
παράλληλα διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες στο
ουσιώδες ζήτημα της καταχρηστικότητας του όρου. Ειδικότερα ο επίδικος Γ.Ο.Σ. δεν είναι
καταχρηστικός γιατί η συνέπεια και κύρωση στην οποία αναφέρεται (ληξιπρόθεσμο και απαιτητό του
δανείου στο σύνολό του) συνδέεται με σοβαρή παράβαση από τον οφειλέτη-πελάτη της τράπεζας
των όρων του δανείου, δηλαδή την μη πληρωμή τεσσάρων μηνιαίων λογαριασμών, και δεν μπορεί
να θεωρηθεί ότι η σοβαρή παράβαση από την πλευρά του οφειλέτη καθιστά καταχρηστική την
ενεργοποίηση του σχετικού όρου σε βάρος του πελάτη. Εξάλλου ούτε από τις παραδοχές της
προσβαλλόμενης αποφάσεως ούτε και από το περιεχόμενο της αγωγής που επισκοπείται
παραδεκτώς από τον Αρειο Πάγο (άρθ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ) προκύπτει οποιαδήποτε ένδειξη ότι
δικαιολογείται εν προκειμένω η εφαρμογή της άνω Υπουργικής Αποφάσεως ώστε να τίθεται ζήτημα
έρευνας του επιδίκου Γ.Ο.Σ. και υπό το πρίσμα των όρων της Υπουργικής αυτής Αποφάσεως.
Συνεπώς οι σχετικοί εκ του άρθ. 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως
αβάσιμοι. Ενώ ο ίδιος λόγος κατά το σκέλος του εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ υπό την έννοια
ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας-ενάγουσας ότι “οι δόσεις που
καθίστανται ληξιπρόθεσμες είναι τουλάχιστον οκτώ ακόμα καθώς σύμφωνα με το άρθ. 19 των
γενικών όρων χορήγησης πιστωτικών καρτών της εναγόμενης ο συνολικός αριθμός των δόσεων
είναι δώδεκα, ενώ ο κάτοχος θα καθίσταται υπερήμερος και για ολόκληρο το ποσό κάθε νέας αγοράς
που θα επιχειρεί” δεν αποτελεί “πράγμα” κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ και συνεπώς
είναι απαράδεκτος.-
ΧΙV. Αναφορικώς με τον υπό στοιχείο (13) Γ.Ο.Σ. που ορίζει ότι “για τη χορήγηση της κάρτας ο
κάτοχος επιβαρύνεται με την εκάστοτε ισχύουσα ετήσια συνδρομή… η οποία υπόκειται σε
αναπροσαρμογές εκ μέρους της τράπεζας” το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε
ότι: “η ετήσια συνδρομή αποτελεί στοιχείο προσδιοριστικό του κόστους που καλείται να πληρώσει ο
καταναλωτής κάτοχος της κάρτας για την πίστωση που του δίνεται. Σύμφωνα με το αρθρ. 2 περ. δ’
παρ. 2 της ΥΑ Φ1-983/7-3-1991 που εκδόθηκε με το σκοπό εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με
την Οδηγία 87/102/ΕΟΚ της 22-12-1986, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την Οδηγία 90/88/ΕΟΚ της
22-2-1990 (ΦΕΚ 172 Β’/21-3-1992) ο πιστωτικός φορέας μπορεί να επιβάλλει επιβαρύνσεις (όπως
ετήσια συνδρομή) για την αντιμετώπιση του ελάχιστου κόστους της πίστωσης που δίνεται στον
καταναλωτή και να επιφέρει μεταβολές στο ύψος τέτοιων επιβαρύνσεων για τις οποίες μεταβολές
όμως πρέπει να πληροφορείται ο καταναλωτής από την ανάλυση του λογαριασμού του που
λαμβάνει περιοδικά, γεγονός που δεν παραλείπεται από την εναγόμενη. Ακολούθως με βάση τις
άνω αξιολογήσεις το εφετείο έκρινε ότι δεν είναι καταχρηστικός ο σχετικός Γ.Ο.Σ. Ομως με αυτά που
δέχθηκε το εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ γιατί παραβίασε την
ουσιαστικού δικαίου διάταξη του αρθρ. 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 την οποία εσφαλμένως
ερμήνευσε και εφήρμοσε. Τούτο γιατί ναι μεν η μνησθείσα ΥΑ προβλέπει δυνατότητα ενημερώσεως
του κατόχου της πιστωτικής κάρτας. Ομως η μη αναγραφή της υποχρεώσεως ενημέρωσης στο υπό κρίση Γ.Ο.Σ. τον καθιστά αδιαφανή και μη συγκρίσιμο με αποτέλεσμα τη μη ομαλή λειτουργία του
ανταγωνισμού. Στη συλλογική αγωγή ο αφηρημένος κίνδυνος που ενσωματώνει ο αδιαφανής όρος
για τη δικαιοπρακτική αυτοδιάθεση κάθε υποψήφιου καταναλωτή, οδηγεί στην κήρυξη ως ακύρου
του σχετικού όρου ακόμη και αν ο ενδεχόμενα εύλογος τρόπος εφαρμογής του στην πράξη θα
αρκούσε για την εξάλειψη της επικινδυνότητάς του. Συνεπώς ενόψει των ανωτέρω ο σχετικός λόγος
της αιτήσεως αναιρέσεως κρίνεται βάσιμος. ΧV. Η πιστωτική κάρτα εκδίδεται από την τράπεζα υπέρ
του πελάτη της για ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο αναλαμβάνεται από τον πελάτη και
εξοφλείται απ’ αυτόν κατά τους συμφωνημένους όρους ως προς το ποσό και το χρόνο που ορίζεται.
Ο πελάτης της τράπεζας δεν επιτρέπεται με τις αναλήψεις που επιχειρεί να υπερβεί το καθορισθέν
ανώτατο όριο πιστώσεως. Σε αντίθετη περίπτωση συνήθως ορίζεται σε Γ.Ο.Σ. της τράπεζας ότι ο
πελάτης οφείλει να καταβάλει στην τράπεζα ορισμένο εφάπαξ ποσοστό επί του ποσού που
υπερβαίνει το καθορισθέν μηνιαίο ανώτατο όριο. Το ποσό αυτό έχει το χαρακτήρα ποινικής ρήτρας
(ΑΚ 409) που σκοπό έχει να πλήξει μία όχι επιτρεπτή από τον πελάτη, πλην ανεκτή από την
τράπεζα ενέργεια του πελάτη. Το ποσοστό αυτό λόγω της υπεραναλήψεως από τον πελάτη δεν
παριστάνει ένα κανονικώς από τον πελάτη πληρωτέο αντάλλαγμα, αλλά μόνο ένα υπό όρο
αντάλλαγμα, η είσπραξη του οποίου κατά τη σύναψη της συμβάσεως δεν πρέπει χωρίς άλλο να
υπολογίζεται και υπόκειται σε έλεγχο της καταχρηστικότητας κατά το αρθρ. 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994.
Ο σχετικός έλεγχος αναφέρεται, κατ’ αρχήν, στο θέμα αν το ποσοστό αυτό λόγω της
υπεραναλήψεως επιτρέπεται να είναι υψηλότερο απ’ ό,τι το σύνηθες ποσοστό του τόκου. Η
απάντηση είναι καταφατική. Η πίστωση καθ’ υπέρβαση του καθορισθέντος ανωτάτου ορίου κατά
κανόνα προκαλεί για την τράπεζα αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο και υψηλότερη δαπάνη. Όμως
θεωρείται καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος Γ.Ο.Σ. κατά το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 ή το
άρθρ. 2 παρ. 7 περ. λ’ τον Ν. 2251/1994, εφόσον το εφάπαξ αυτό ποσοστό είναι δυσανάλογα
υψηλό. Εν προκειμένω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε για τον
προσβληθέντα για καταχρηστικότητα υπό στοιχείο (15β) Γ.Ο.Σ. τα ακόλουθα: “Κατά τον όρο (15β)
Γ.Ο.Σ. “σε περίπτωση υπέρβασης του ανωτάτου μηνιαίου ορίου συναλλαγών, το οποίο καθορίζεται
από την τράπεζα, ο λογαριασμός του κατόχου επιβαρύνεται με 5% εφάπαξ επί του ποσού κάθε μιάς
υπέρβασης”. Με την παράδοση της κάρτας καθορίζεται και το ανώτατο μηνιαίο όριο συναλλαγών
που δεν πρέπει να υπερβεί ο κάτοχός της. Τυχόν υπέρβαση του ποσού τούτου οδηγεί σε πιστωτικό
άνοιγμα, για το οποίο σωστά η Τράπεζα επιβάλλει στον καταναλωτή την άνω επιβάρυνση, η οποία
δεν κρίνεται υπέρμετρη και δεν έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή. Με βάση τις άνω παραδοχές σε
σχέση με τους προβαλλόμενους με την αγωγή λόγους καταχρηστικότητας το Εφετείο έκρινε ότι ο
διαληφθείς όρος δεν είναι καταχρηστικός γιατί δεν επιφέρει ουσιώδη διατάραξη δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων των μερών ούτε είναι αντίθετος στην περ. λ’ της παρ. 7 του άρθρου 2 Ν. 2251/1994.
Eτσι που έκρινε το Εφετείο και κατά παραδοχή της εφέσεως της αναιρεσίβλητης τράπεζας εξαφάνισε
την αντιθέτως αποφανθείσα πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε κατά τούτο την αγωγή δεν
παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ενώ παράλληλα διέλαβε στην
προσβαλλόμενη απόφαση πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες στο ουσιώδες ζήτημα
της ανυπαρξίας καταχρηστικού χαρακτήρα του επιδίκου Γ.Ο.Σ. Συνεπώς είναι απορριπτέα ως
αβάσιμα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με το σχετικό λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 και
19 ΚΠολΔ. Εξάλλου ο ίδιος λόγος κατά το σκέλος του που αφορά την ελεγχόμενη από το άρθρο 559
αριθ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι απαράδεκτος γιατί τα φερόμενα ως μη ληφθέντα υπόψη από το
Εφετείο δεν συνιστούν “πράγματα” κατά την έννοια της άνω διατάξεως, αλλά απλά επιχειρήματα
προς επιστήριξη του χαρακτήρα ως καταχρηστικού του διαληφθέντος όρου όπως περιγράφεται στην
απόφαση και στην αγωγή.-
ΧVI.- Σε μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες πιστώσεις που χορηγούνται από τράπεζες σε πελάτες
προβλέπονται ρήτρες αναπροσαρμογής τόκων. Ρήτρες αναπροσαρμογής τόκων οι οποίες χορηγούν
στην τράπεζα δικαίωμα μονομερούς προσδιορισμού του ύψους του τόκου ελέγχονται για
καταχρηστικότητα μέσω του άρθρ. 2 παρ. 6 ν. 2251/1994 και παρ. 7 περ. ε’ και ια’ του ίδιου άνω
νόμου. Καταρχήν τέτοιες ρήτρες δεν είναι καταχρηστικές εφόσον για την αύξηση του τόκου υφίσταται
βάσιμος λόγος και η αύξηση αυτή ανταποκρίνεται στην ανάγκη καθορισμού ορισμένων ευλόγων
κριτηρίων. Η ανάγκη να είναι ορισμένη και εύλογη η ρήτρα αναπροσαρμογής είναι ανεξάρτητη από
το τυχόν παρεχόμενο στον οφειλέτη-πελάτη της τράπεζας δικαίωμα υπαναχωρήσεως ή καταγγελίας
από τη σύμβαση δανείου. Εν προκειμένω το Εφετείο ως προς τον υπό στοιχείο (16) Γ.Ο.Σ. που
προσβλήθηκε για καταχρηστικότητα με την επίδικη αγωγή της αναιρεσείουσας δέχθηκε τα
ακόλουθα: “Κατά τον σχετικό υπό στοιχείο (16β) Γ.Ο.Σ. (“ο σχετικός τόκος μπορεί να μεταβάλλεται
από την τράπεζα, οπότε ο κάτοχος θα ενημερώνεται για το ύψος της με το μηνιαίο λογαριασμό που
θα αποστέλλεται σ’ αυτόν”). Οπως σημειώθηκε πιο πάνω, για τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών καρτών δεν υφίσταται νόμιμα καθοριζόμενος
δικαιοπρακτικός τόκος. Γι’ αυτό και τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από την Τράπεζα, σύμφωνα
με την άνω 2286/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ, “με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων
επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Δεν τυγχάνει, ως εκ τούτου, καταχρηστικός ο πιο
πάνω όρος, ως αντίθετος προς το άρθρο 2 παρ.7 περ. ια’ του ν. 2251/1994 (αφήνει-δήθεν- το τίμημα
αόριστο), αφού η εκάστοτε μεταβολή του επιτοκίου χορηγήσεων γίνεται από την Τράπεζα μετά από
σχετική ενημέρωση του κατόχου της κάρτας με τον αποστελλόμενο σ’ αυτόν μηνιαίο λογαριασμό και
δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ελάχιστα νόμιμα όρια επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν. Με
βάση τις παραδοχές αυτές σε σχέση με τον διαληφθέντα γενικό όρο το Εφετείο έκρινε ότι ο όρος
αυτός δεν είναι καταχρηστικός. Έτσι όμως που έκρινε και κατά παραδοχή της εφέσεως της
αναιρεσίβλητης τράπεζας αφού εξαφάνισε την αντιθέτως αποφανθείσα πρωτόδικη απόφαση
απέρριψε κατά τούτο την αγωγή παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6
και παρ. 7 περίπτ. ε’ και ια’ του ν. 2251/1994 την οποία εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Τούτο ειδικότερα γιατί θεώρησε μη καταχρηστικό τον διαληφθέντα όρο μολονότι αυτός εμφανίζει
αοριστία αφού επιτρέπει στην τράπεζα να μεταβάλει το ποσοστό του τόκου χωρίς να είναι εκ των
προτέρων γνωστά στον πελάτη κριτήρια ειδικά, ορισμένα και εύλογα. Παραβιάζεται από την τράπεζα
η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας του Γ.Ο.Σ. χωρίς να εξετάζεται αν η πρακτική εφαρμογή του
όρου αυτού από την συγκεκριμένη τράπεζα έχει οδηγήσει πράγματι σε ανεπιεική για τους
καταναλωτές επιτόκια. Συνεπώς ο σχετικός λόγος υπό στοιχείο (Ι6) της αιτήσεως αναιρέσεως εκ του
άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ είναι βάσιμος.-
ΧVII. H ευχέρεια χρήσεως πιστωτικής κάρτας στο εξωτερικό παρέχεται μέσω διεθνούς οργανισμού,
με τον οποίο συμβάλλεται κάθε εκδότης κάρτας VISA στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οταν μια
συναλλαγή πραγματοποιείται σε επιχείρηση του εξωτερικού με τη χρήση της πιστωτικής κάρτας, η
επιχείρηση αυτή διατηρεί σύμβαση συνεργασίας με αντίστοιχο τοπικό εκδότη, στον οποίο διαβιβάζει
τα στοιχεία της συναλλαγής. Ο τελευταίος αυτός εκδότης την διαβιβάζει σε διεθνές σύστημα
πληρωμών και συμψηφισμών, μέσω του οποίου ενημερώνεται ο εκχώριος εκδότης της πιστωτικής
κάρτας (δηλαδή εν προκειμένω η τράπεζα) για την πραγματοποίηση της συναλλαγής και τη χρέωσή
της στο λογαριασμό του κατόχου. Το σύστημα αυτό συνεπάγεται λειτουργικό κόστος αφού εμπλέκει
και τρίτους φορείς πλην της τράπεζας έναντι προμήθειας, η οποία εφόσον από την αρχή είναι
ορισμένη και συνεπώς διαφανής και δικαιολογημένη δεν θωρείται ότι είναι καταχρηστική λόγω της
αντιθέσεώς της στην παρ. 6 του αρθρ. 2 του Ν. 2251/1994. Πράγματι ο πελάτης (κάτοχος
πιστωτικής κάρτας) επωμίζεται με την καταβολή ενός ποσού γιατί υπάρχει αντίστοιχο κόστος με το
οποίο επιβαρύνεται η τράπεζα. Τέτοια ρύθμιση του Γ.Ο.Σ. δεν θίγει την καθοδηγητική λειτουργία του
αρθρ. 291 ΑΚ κατά τρόπο ουσιώδη και δεν διαταράσσει την ισορροπία στις σχέσεις των μερών. Εν
προκειμένω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του σχετικώς με τον προσβληθέντα ως
καταχρηστικό υπό στοιχείο (18) Γ.Ο.Σ. δέχθηκε τα ακόλουθα: Κατά το όρο (18) Γ.Ο.Σ “η οφειλή από
συναλλαγή σε οποιαδήποτε χώρα εκτός Ελλάδος θα επιβαρύνεται με 1,5% για έξοδα επεξεργασίας
των συναλλαγών”. Η ευχέρεια χρήσης μίας πιστωτικής κάρτας στο εξωτερικό παρέχεται δια μέσου
των διεθνών οργανισμών VISA INTERNATIONAL (για την κάρτα VISA) και EUROPA
ΙNTERNATIONAL / MASTER CARD / INTERNATIONAL (για την κάρτα Master-Card). Για την
πραγματοποίηση μιας συναλλαγής στο εξωτερικό απαιτείται ανάμιξη του εκδότη της κάρτας στην
αλλοδαπή, ο οποίος διαβιβάζει τα στοιχεία της συναλλαγής με την επιχείρηση του εξωτερικού που
συνεργάζεται στο διεθνές σύστημα πληρωμών και συμψηφισμού, δια μέσου του οποίου
ενημερώνεται ο εγχώριος εκδότης. Εμπλέκονται δηλαδή και τρίτοι φορείς που ενεργούν έναντι
προμήθειας. Για τη χρήση της κάρτας στο εσωτερικό και στην αλλοδαπή δεν μπορεί να καταβάλλεται
ενιαίο αντάλλαγμα, αφού τότε θα επιβαρύνονταν και όσοι δεν έκαναν χρήση αυτής στο εξωτερικό. Η
επιβάρυνση ως εκ τούτου κάθε συναλλαγής στο εξωτερικό με 1,5% για έξοδα επεξεργασίας δεν
καθιστά τον άνω όρο καταχρηστικό ως αντίθετο προς τη διάταξη του αρθρ. 2 παρ. 6 του Ν.
2251/1994″. Ακολούθως με βάση τα παραπάνω το εφετείο αφού εξαφάνισε την αντιθέτως
αποφανθείσα πρωτόδικη απόφαση απέρριψε κατά τούτο την αγωγή του σωματείου. Με αυτά που
δέχθηκε το εφετείο και χαρακτήρισε ως μη καταχρηστικό τον διαληφθέντα Γ.Ο.Σ. ορθώς ερμήνευσε
και εφήρμοσε την μνησθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη, ενώ διέλαβε πλήρεις και χωρίς αντίφαση
αιτιολογίες για τη μη καταχρηστικότητα του άνω όρου αφού έλαβε υπόψη και τους ισχυρισμούς της
αναιρεσείουσας ενώσεως καταναλωτών περί καταχρηστικότητας του όρου. Συνεπώς είναι αβάσιμος
ο υπό στοιχείο (7) λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως της ενώσεως καταναλωτών εκ του άρθρ. 559
αριθ. 1, 8 και 19 ΚΠολΔ. Ενώ ο ίδιος λόγος κατά το σκέλος του εκ του αριθμού 10 του αρθ. 559
ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος γιατί κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας κατά την οποία
εκδικάζεται η συλλογική αγωγή κατά το αρθρ. 10 παρ. 12 Ν. 2251/1994 δεν εκδίδεται προδικαστική
περί αποδείξεως απόφαση, αλλά οι διάδικοι προσκομίζουν τα αποδεικτικά τους μέσα μέχρι το τέλος της συζητήσεως.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει κατά παραδοχή των σχετικών λόγων της αιτήσεως
αναιρέσεως του σωματείου με την επωνυμία “ένωση καταναλωτών η ποιότητα ζωής ΕΚΠΟΙΖΩ”, του
δικογράφου των προσθέτων λόγων της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “CITIBANK” και του
αυτεπαγγέλτως από του εισηγητή προταθέντος να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση
αναφορικώς με τους γενικούς όρους συναλλαγών (:Γ.Ο.Σ.) υπ’ αριθμό: 2, 6, 9, 13, 16α, 16β, 20, 21
και 26. Ακολούθως πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο
(αρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) το οποίο θα συντεθεί από δικαστές άλλους πλην εκείνων που εξέδωσαν
την προσβαλλόμενη απόφαση. Εντέλει η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη πρέπει να
συμψηφισθεί εν όλω λόγω της εν μέρει ήττας και νίκης κάθε διαδίκου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την απόφαση του Εφετείου Αθηνών με αριθ. 6291/2000 κατά το μέρος που αναφέρεται στο
σκεπτικό της παρούσας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο Εφετείο που
θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους πλην εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Και
Συμψηφίζει εν όλω τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην
Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2001 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 22 Ιουνίου
2001.
Πρόεδρος: Παύλος Μεϊδάνης
Εισηγητές: Αθανάσιος Κρητικός
Λήμματα: Προστασία καταναλωτών ,Τράπεζες ,Ενωση καταναλωτών ,Συλλογική
αγωγή ,Γενικοί όροι τραπεζικών συναλλαγών ,Τραπεζική κατάθεση
,Εξοδα κίνησης τραπεζικού λογαριασμού ,Πιστωτική κάρτα
,Απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες ,Κατάχρηση δικαιώματος
,Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ,Αναίρεση για παράβαση
συζητητικής αρχής στη συλλογή γεγονότων ,Κλοπή ή απώλεια
πιστωτικής κάρτας ,Χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού ,Τόκος ,Ρήτρα
παρέκτασης αρμοδιότητας ,Καταναλωτική πίστη ,Αγωγική αξίωση κατά
τράπεζας ,Πλασματικές δηλώσεις βουλήσεως ,Ρήτρες εκπτώσεως
,Χορήγηση πιστωτικής κάρτας ,Ετήσια συνδρομή ,Υποχρέωση
ενημέρωσης ,Εφάπαξ ποσοστό λόγω υπεραναλήψεως ,Ρήτρες
αναπροσαρμογής τόκων ,Χρήση πιστωτικής κάρτας στο εξωτερικό
,Εξοδα επεξεργασίας των συναλλαγών

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *