Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ο σημερινός αναπληρωτής υπουργός οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας υποστήριζε την αλλαγή του μίγματος οικονομικής πολιτικής, εκφράζοντας την άποψη του κόμματος της Ν.Δ.
Κοινώς, τη μείωση των φόρων, με ταυτόχρονη μείωση της σπατάλης στο δημόσιο, με στόχο τη συρρίκνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Χθες, ο κ. Σταϊκούρας ανακοίνωσε την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος του κρατικού προϋπολογισμού τον Ιανουάριο, παρά την υστέρηση των εσόδων έναντι του στόχου λόγω της μεγαλύτερης συμπίεσης των κρατικών δαπανών.
Ο ίδιος δήλωσε ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός, εφιστώντας την προσοχή στη συνέχιση της προσπάθειας για δημοσιονομική εξυγίανση.
Η τελευταία έχει συμβάλει στον δραστικό περιορισμό του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης από τα 23-25 δισ. ευρώ το 2009 στο 1-2,9 δισ. ευρώ το 2012, ανάλογα με τις εκτιμήσεις.
Όμως, ο κ. Σταϊκούρας δεν θα πρέπει να αισθάνεται πολύ υπερήφανος από το γεγονός ότι η αλλαγή του μίγματος οικονομικής πολιτικής δεν είναι ορατή.
Λίγους μήνες πριν από τη συμπλήρωση τριών χρόνων από τότε που μπήκε η χώρα στο μνημόνιο λόγω, κυρίως, του τεράστιου δημοσιονομικού ελλείμματος, που ήταν βασικά απόρροια της έκρηξης των κρατικών δαπανών από το 2006 και μετά, τα στοιχεία προβληματίζουν.
Παρά τις περικοπές που έχουν γίνει, οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης ανήλθαν στο 50% του ΑΕΠ και πλέον το 2012, έναντι 53% το 2009, που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ.
Κι αυτό παρότι οι δαπάνες για τόκους μειώθηκαν σε 10 δισ. ευρώ ή 5,2% του ΑΕΠ.
Αυτό σημαίνει ότι η μείωση των δημοσίων δαπανών δεν είναι αισθητά μεγαλύτερη από τη συμπίεση του ΑΕΠ το διάστημα 2009-2012.
Αντίθετα, τα έσοδα εκτιμάται ότι ανήλθαν στο 43,6% του ΑΕΠ το 2012 από 38,2% του ΑΕΠ το 2009.
Με άλλα λόγια, τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης αύξησαν τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, παρά την παρατεταμένη και βαθιά ύφεση.
Σύμφωνα μάλιστα με τους υπολογισμούς της Ε.Ε. (φθινόπωρο του 2012), τα συνολικά έσοδα αντιστοιχούσαν στο 44,3% του ΑΕΠ την προηγούμενη χρονιά, αν ληφθεί υπόψη η επίπτωση της ύφεσης.
Επομένως, η δημοσιονομική προσαρμογή έχει βασιστεί στην αύξηση των εσόδων, παρά στη μείωση των δαπανών και συνακόλουθα στη μεταφορά πόρων από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο.
Ο τετραπλασιασμός των φόρων επί της ακίνητης περιουσίας μεταξύ των ετών 2009 και 2012 είναι ενδεικτικός, όπως άλλωστε κι η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ και των συντελεστών του φόρου εισοδήματος, με παράλληλη κατάργηση του αφορολόγητου και πολλών φοροαπαλλαγών.
Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου αφαίμαξη της μεσαίας τάξης για τη χρηματοδότηση των δαπανών της γενικής κυβέρνησης, με πλείστες παρενέργειες στην οικονομία και στις προοπτικές της.
Μέσω είτε της περιορισμένης αποταμίευσης, είτε της μειωμένης προσφοράς για εργασία και παραγωγικότητα, είτε των εμποδίων που θέτει στη διαμόρφωση φορολογικής συνείδησης.
Κι αυτό γιατί η υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση αυξάνει τα κίνητρα για φοροαντίσταση, η οποία συνήθως παίρνει τη μορφή φοροδιαφυγής σε χώρες όπως η Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, η ανταποδοτικότητα, που είναι ο ηθικός πυλώνας της φορολόγησης στη Δύση, είναι χαμηλή στην Ελλάδα, αφού ο πολίτης απολαμβάνει συνήθως χαμηλού επιπέδου υπηρεσίες από το δημόσιο, με αποτέλεσμα να στρέφεται στον ιδιωτικό τομέα για τις ίδιες υπηρεσίες, διπλοπληρώνοντάς τες, π.χ. ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Όλα αυτά δεν είναι καλοί οιωνοί.
Με τη μεσαία τάξη να υπόκειται σε φορολογική αφαίμαξη υπό συνθήκες ακραίας οικονομικής δυσπραγίας, η πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν μπορεί παρά να είναι εύθραυστη.