Οι προοπτικές της ελληνικής αγοράς κατοικίας για φέτος θα εξαρτηθούν κυρίως από την εξέλιξη της πανδημίας του κορονοϊού και τον ρυθμό ανάκαμψης των αγορών των ξένων αγοραστών, από τη διάθεσή τους για ταξίδια και σε κάποιο βαθμό από την εμπιστοσύνη τους στην ευελιξία και τον χειρισμό της κρίσης από την Ελλάδα, αναφέρει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS Morningstar σε ανάλυσή του για την ελληνική στεγαστική αγορά.
Οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής αγοράς κατοικίας, σύμφωνα με τον DBRS, θα εξαρτηθούν από την ικανότητα της Ελλάδας να ανακάμψει από την πανδημία χωρίς να υποστεί μόνιμη ζημιά στην αγορά εργασία της και από την ικανότητά της να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών με τη βελτίωση των μακροπρόθεσμων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ο οίκος σημειώνει ότι η ελληνική αγορά κατοικίας διατήρησε τη θετική αναπτυξιακή δυναμική της στο πρώτο τρίμηνο του 2020, όταν ξέσπασε η COVID-19.
Μετά από μία πτώση 54% την περίοδο 2009-2017, οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν κατά 9% στη διετία 2018-19 και περαιτέρω κατά 6,9% στο διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου 2020.
Οι βασικοί μοχλοί της αναθέρμανσης της αγοράς ήταν η αυξανόμενη ζήτηση από ξένους επενδυτές και η βελτίωση των συνθηκών στην εγχώρια οικονομία.
Ωστόσο, αναφέρει ο οίκος, το πρωτοφανές οικονομικό σοκ που προκλήθηκε από την πανδημία εκτιμάται ότι είχε δυσμενείς συνέπειες στην κατασκευαστική δραστηριότητα και τις συναλλαγές ακινήτων στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 και αυξάνει την αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς και τις τιμές για το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Μετά την αύξηση της κατά 41% σε ετήσια βάση στο πρώτο τρίμηνο φέτος και 12% το 2019, η κατασκευαστική δραστηριότητα, η οποία μετράται με βάση τις οικοδομικές άδειες, μειώθηκε κατά 23% τον Απρίλιο σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019.
Ο DBRS σημειώνει ότι η κυβέρνηση εντατικοποίησε τις προσπάθειές της για την αύξηση των επενδύσεων, καταργώντας γραφειοκρατικά εμπόδια, απλοποιώντας τις διαδικασίες για τις συναλλαγές σε ακίνητα και μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές.
Θεωρεί, επίσης, θετική την πρόσφατη προσπάθεια για τη βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης με την ψηφιοποίηση ενός σημαντικού αριθμού διαδικασιών, προσθέτοντας ότι αν συνεχισθεί με τον ίδιο ρυθμό θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα στην κυβερνητική στρατηγική για τη μείωση της γραφειοκρατίας και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα.
Σημειώνει, όμως, ότι παρά τις πρόσφατες προσπάθειες για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται χαμηλά όσον αφορά την καταγραφή της ακίνητης περιουσίας, την υλοποίηση των συμβολαίων και τη διαδικασία έκδοσης οικοδομικών αδειών.