Επτά ανοικτές πληγές έχει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο βρίσκεται στην πλέον κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας τους. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι αυξημένες προβλέψεις για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου και την απομείωση της αξίας των διακρατούμενων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου οδηγούν το σύνολο του κλάδου σε μεγάλες ζημίες, τόσο σε επίπεδο τραπεζών, όσο και σε επίπεδο τραπεζικών ομίλων.
Οι βασικές πληγές των τραπεζών είναι:
1) Ο πιστωτικός κίνδυνος, ήτοι η αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων, που έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 3% από τις αρχές του 2011.
2) Ο αποκλεισμός από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου.
3) Η σημαντική εκροή καταθέσεων, που τους τελευταίους μήνες έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
4) Η απομείωση (κούρεμα) της αξίας του ενεχύρου, μέσω του οποίου αντλούν χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα.
5) Η επιδείνωση της ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων ως συνέπεια της μακροοικονομικής ύφεσης, που οδηγεί στην ανάγκη μεγαλύτερων προβλέψεων.
6) Η υποχώρηση της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών και των ομίλων τους.
7) Η εθελοντική συμμετοχή των τραπεζών στο πρόγραμμα ανταλλαγής κρατικών ομολόγων (PSI).
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών είναι προτιμότερο να επιτευχθεί μέσω αύξησης των ιδίων κεφαλαίων παρά με τη συρρίκνωση του ενεργητικού τους. Η δεύτερη λύση θα είχε αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και τελικά και για τις ίδιες τις τράπεζες. Η ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων, αν χρειαστεί, είναι προτιμότερο να προέλθει από τον ιδιωτικό τομέα (συμπεριλαμβανομένων των σημερινών μετόχων). Πάντως, η Κεντρική Τράπεζα διευκρινίζει πως το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει τους πόρους για να στηρίξει τις ελληνικές τράπεζες, εφόσον αυτό απαιτηθεί.