Πότε μπορεί το ελληνικό Δημόσιο να ζητήσει άρση του τραπεζικού απορρήτου από τις ελβετικές αρχές;
Υπό ποιες προϋποθέσεις;
Γιατί οι Ελβετοί αρνήθηκαν πρόσφατα να δώσουν στο υπουργείο Οικονομικών της χώρας μας στοιχεία εταιρικών τραπεζικών λογαριασμών από ελβετικές τράπεζες;
Μπορούν να το κάνουν;
Το 24h.gr ζήτησε τη γνώμη ενός από τους πλέον ειδικούς στα ελληνο-ελβετικά θεματα, του Δρ. Ηλία Μπίσια, που διατηρεί δικηγορικό γραφείο σε Αθήνα και Ζυρίχη.
«Η άρνηση των ελβετικών αρχών να ικανοποιήσουν το σχετικό ελληνικό αίτημα είναι απολύτως σύννομη και στηρίζεται στη διμερή συμφωνία, που υπεγράφη την 4η Νοεμβρίου 2010 στη Βέρνη, μεταξύ Ελλάδος και Ελβετίας,
και αφορά στο Πρωτόκολλο τροποποίησης της σύμβασης αποφυγής διπλής φορολόγησης, που υφίσταται μεταξύ των δύο κρατών. Η εν λόγω συμφωνία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Νόμο 4034/2011 και ετέθη σε ισχύ την 01.01.2012», δηλώνει ο έμπειρος νομικός και εξηγεί:
«Με τη διμερή συμφωνία του Νοεμβρίου του 2010 (που δεν πρέπει να συγχέεται με την ενδεχόμενη κατάρτιση φορολογικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Ελβετίας με αντικείμενο την φορολόγηση των ελληνικών καταθέσεων στην Ελβετία), εισάγεται πράγματι για πρώτη φορά ο θεσμός της ανταλλαγής πληροφοριών για τραπεζικούς λογαριασμούς σε επίπεδο διοικητικής συνδρομής (δηλ. συνδρομής μεταξύ φορολογικών αρχών), ενώ γίνεται ρητώς αποδεκτό, ότι το τραπεζικό απόρρητο δεν δύναται να αποτελεί πρόσκομμα σε υποθέσεις διασυνοριακής έρευνας για φοροδιαφυγή».
Διευκρινίζει, όμως, ότι, για να ικανοποιηθεί ένα τέτοιο αίτημα διοικητικής συνδρομής, δηλ. παροχής πληροφοριών για τραπεζικό λογαριασμό, που θα υποβάλλεται από τις ελληνικές φορολογικές αρχές στην Ελβετία και θα αφορούν σε πολίτη ελεγχόμενο την Ελλάδα για φοροδιαφυγή, θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής βασικές προϋποθέσεις:
Να διεξάγεται στην Ελλάδα έρευνα κατά του δικαιούχου του ελβετικού τραπεζικού λογαριασμού για φοροδιαφυγή, να γνωστοποιηθούν στις ελβετικές αρχές τα πλήρη στοιχεία του ελεγχόμενου δικαιούχου του λογαριασμού, καθώς και η συγκεκριμένη ελβετική Τράπεζα στην οποία τηρείται ο υπό ερεύνα λογαριασμός και να αναφέρεται συγκεκριμένη χρονική περίοδος, για την οποία ζητούνται οι πληροφορίες.
Όπως υποστηρίζει ο κύριος Μπίσιας, «η Ελβετία δήλωσε στα πλαίσια της προαναφερομενης συμφωνίας ότι δεν θα ικανοποιεί αόριστα ελληνικά αιτήματα που απλώς στοχεύουν στη λεγόμενη “αλίευση τραπεζικών πληροφοριών” του θιγόμενου, ενώ έχει καταστήσει σαφές ότι αιτήματα, που βασίζονται σε παράνομη κτήση πληροφοριών από κρατικές αρχές, δεν θα ικανοποιούνται. Κατά συνέπεια, η Ελβετία δεν θα ικανοποιεί στο μέλλον αιτήματα, που αποδεδειγμένα στηρίζονται σε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα και ιδιαίτερα σε κλοπή προσωπικών δεδομένων από ελβετικές Τράπεζες, ζήτημα ιδιαίτερα επίκαιρο, που απασχολεί τους τελευταίους μήνες τις αρχές πολλών κρατών, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα (βλ. λ.χ. υπόθεση Falciani – κοινοποίηση ονομάτων Ελλήνων καταθετών στην HSBC Γενεύης)».
Έτσι, λοιπόν, το πλέον πιθανό είναι ότι το αίτημα του ελληνικού Υπουργείου Οικονομικών, που εστάλη στις ελβετικές αρχές, «δεν πληροί τις προϋποθέσεις, που ορίζει η ανωτέρω διμερής συμφωνία και ως εκ τούτου ορθώς απορρίφθηκε».
Νεκτάριος Β. Νώτης