Σενάρια νέας μείωσης του ήδη μειωμένου «πλαφόν» στις συναλλαγές ιδιωτών με μετρητά εξετάζουν κυβέρνηση και τραπεζίτες, την ώρα που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναγνωρίζει ότι ο περιορισμός των συναλλαγών μετρητοίς, μετά την επιβολή των capital control, αποτέλεσε βασικό παράγοντα «εκτόξευσης» του πρωτογενούς πλεονάσματος του προϋπολογισμού.
Στη χθεσινή συνάντηση Δραγασάκη-Τσακαλώτου με τα κορυφαία στελέχη των τραπεζών και το προεδρείο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, το θέμα της επιβολής νέων περιορισμών τέθηκε στο τραπέζι από την πλευρά των τραπεζιτών.
Σημειώνεται ότι ήδη το «πλαφόν» για τις συναλλαγές ιδιωτών με μετρητά έχει μειωθεί από την αρχή του έτους από τα 1.500 στα 500 ευρώ. Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι με την επέκταση της υποχρεωτικής εγκατάστασης συσκευών POS (ήδη εκδόθηκε εγκύκλιος του ΥΠΟΙΚ για 85 κατηγορίες επιχειρήσεων και επαγγελματιών) το ανώτατο όριο μπορεί να μειωθεί ακόμη περισσότερο.
Προς το παρόν δεν αναφέρεται ποσόν για το νέο πλαφόν, αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες, η πλευρά τραπεζών θεωρεί λογικό να μειωθεί ακόμη και κάτω από το ήμισυ του σημερινού ορίου και επισημαίνει προς την κυβέρνηση τα σημαντικά οφέλη που θα έχει από την «ανάδυση» στην επιφάνεια πολλών συναλλαγών που παραμένουν «γκρίζες» με τα σημερινά δεδομένα και αφήνουν περιθώρια αποφυγής της φορολόγησης.
Η κυβέρνηση εξετάζει αυτές τις προτάσεις σε συνάρτηση με τη χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, κυρίως δηλαδή των ορίων για την ανάληψη μετρητών. Προς το παρόν, τα capital control λειτουργούν ως ισχυρός μηχανισμός περιορισμού των συναλλαγών με μετρητά, αυξάνοντας την απόδοση των φόρων περισσότερο από όσο αναμενόταν, καθώς βγαίνουν πολλές συναλλαγές από το πεδίο της παραοικονομίας.
Δεδομένου ότι ήδη έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές πως, αμέσως μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης, που θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα, θα γίνουν νέες κινήσεις χαλάρωσης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, εκτιμάται ότι ως τα τέλη του έτους πιθανόν να αποφασισθεί και η περαιτέρω μείωση του ορίου συναλλαγών με μετρητά.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Πόουλ Τόμσεν, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στο δικό του “mea culpa” για την αστοχία στις προβλέψεις του Ταμείου για το ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα, εξήγησε ότι «δεν λήφθηκε υπόψη η επίδραση των capital control». Δηλαδή, το Ταμείο δεν υπολόγισε σωστά την αύξηση της απόδοσης πολλών φόρων χάρη στη μείωση των συναλλαγών με μετρητά, που αφαίρεσε «οξυγόνο» από την παραοικονομία της Ελλάδας.
“Τσουχτερά” τα κόστη
Την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη μια επιχείρηση επέκτασης των συσκευών POS στις περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, ακόμη δηλαδή και σε μικρές επιχειρήσεις που ήταν αδιανόητο στο παρελθόν να διενεργούν μεγάλο μέρος των συναλλαγών τους με κάρτες, η κυβέρνηση συνεχίζει να πιέζει τις τράπεζες για μείωση στις προμήθειες, που, όπως επισημάνθηκε και στη χθεσινή σύσκεψη με τους τραπεζίτες, παραμένουν αρκετά υψηλές.
Το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, στην τελευταία του έρευνα, υπογραμμίζει ότι οι υψηλές χρεώσεις των τραπεζών δρουν ανασταλτικά ως προς την εγκατάσταση τερματικών μηχανών στην επιχείρηση. Πάνω από το 50% των επιχειρήσεων τιμολογείται για τη χρήση τερματικού με ποσοστό άνω του 1% επί του τζίρου, ενώ το 27% πληρώνει περισσότερο από 1,5% του τζίρου. Συνολικά, ο μέσος όρος συναλλαγών με τερματικό POS ανέρχεται στο 33% του συνολικού κύκλου εργασιών.
Από τον Ιούνιο του 2015, αναφέρει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που έχουν υιοθετήσει το σύστημα των ηλεκτρονικών συναλλαγών έχουν αυξηθεί θεαματικά.
Οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν e-banking αυξήθηκαν από τον Ιούλιο 2015 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2017 από 48,5% σε 66,8%. Παράλληλα και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα οι επιχειρήσεις που διαθέτουν μηχάνημα για συναλλαγές με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες αυξήθηκαν από 28,1 % σε 52,4%.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, ο αριθμός των διαθέσιμων τερματικών επανήλθε στα επίπεδα προ κρίσης (περίπου στα 410,000 τερματικά υπάρχουν σήμερα στην αγορά), καθώς διευρύνθηκε ο αριθμός των επιχειρήσεων που το χρησιμοποιούν, μετά από μια φάση δραματικής συρρίκνωσης (2010-2014) που οφειλόταν στο κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων αλλά και στον περιορισμό του αριθμού τους ανά επιχείρηση.
Ωστόσο, το τελευταίο εξάμηνο παρατηρείται ανάσχεση της αυξητικής τάσης των επιχειρήσεων που διαθέτουν ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, καθώς το ποσοστό των επιχειρήσεων που διαθέτει e-banking ανήλθε μόλις στο 68,8% (από 66,4% τον Ιούλιο 2016) ενώ το ποσοστό εκείνων που διαθέτουν τερματικό POS ανήλθε στο 52,4% (από 49%).
Οι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την ανασχετική τάση σχετίζονται ασφαλώς με την έλλειψη ενός πλαισίου προστασίας της επιχείρησης από κατασχέσεις/ δεσμεύσεις λογαριασμών, η καθυστέρηση στην εφαρμογή του ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού, το έλλειμμα στο θεσμικό πλαίσιο για το ηλεκτρονικό εμπόριο και τις πλατφόρμες συναλλαγών, το υψηλό διοικητικό κόστος από την εισαγωγή συστημάτων ηλεκτρονικής τιμολόγησης, τα αυξημένα κόστη τραπεζικών προμηθειών.