Τρόπους περιορισμού της εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα εξετάζουν τα κλιμάκια των θεσμών σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση με το ζήτημα να λαμβάνει κεντρική θέση στην τρίτη αξιολόγηση.
Στο παρελθόν το ΔΝΤ επιχείρησε δύο βασικές παρεμβάσεις προκειμένου να περιορίσει την εισοδηματική φτώχεια και την ανισότητα στην Ελλάδα. Η πρώτη σχετίζεται με την προοδευτικότητα των φόρων και η δεύτερη με τη θέσπιση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης. Ωστόσο, ούτε στο ένα πεδίο ούτε στο άλλο τα αποτελέσματα ήταν τα επιθυμητά.
Στη φορολογία, στόχος του ΔΝΤ ήταν να καταστεί δικαιότερη η φορολόγηση των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων, αλλά και η κατανομή των βαρών, ώστε οι «έχοντες» να συμβάλλουν ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα, καταβάλλοντας τους φόρους που πραγματικά τους αναλογούν.
Όμως το μόνον που κατάφερε το μείγμα της φορολογικής πολιτικής που ακολουθήθηκε ήταν να οδηγήσει του ελευθέρους επαγγελματίες στο να δηλώσουν 20% λιγότερο φόρο εισοδήματος το 2017 σε σχέση με το 2016. Όταν μάλιστα εφαρμοστεί και το μειωμένο αφορολόγητο η κατάσταση θα γίνει ακόμη πιο δυσχερής, δεδομένου ότι η φορολογική κλίμακα δεν είναι προοδευτική και δεν διαθέτει συντελεστές που θα ξεκινούν από πολύ χαμηλά.
Περιορισμένες εξάλλου ήταν και αλλαγές στα τεκμήρια διαβίωσης με αποτέλεσμα πολλές αδύνατες οικονομικά ομάδες να πέφτουν στα «δίχτυα» τους, αλλά και όσοι γενικότερα έχουν πραγματικά χαμηλά εισοδήματα και δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σήμερα λόγω της υψηλής φορολογίας και των τεκμηρίων στις υποχρεώσεις τους.
Σε κάθε περίπτωση οι στοχεύσεις του ΔΝΤ περί προοδευτικής φορολόγησης δεν οδήγησαν στην ελάφρυνση των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων ή στην υψηλότερη φορολόγηση των υπόχρεων που δηλώνουν αυξημένα εισοδήματα.
Μια ακόμη παρέμβαση με χαμηλή αποτελεσματικότητα είναι το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης. Ουσιαστικά το επίδομα αυτό το λαμβάνουν 273.913 Έλληνες μηνιαίως και ανέρχεται σε 232 ευρώ ανά δικαιούχο ανά μέσο όρο. Το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης σε καμία περίπτωση δεν είναι ικανό να φρενάρει την ανισότητα όταν ο πληθυσμός στην Ελλάδα που είναι αντιμέτωπος με τον κίνδυνο φτώχειας ή τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι σήμερα στα 3,8 εκατομμύρια.
Αυτό αναμένεται να διαφανεί τους επόμενους μήνες καθώς η Παγκόσμια Τράπεζα σε συνεργασία με την ΚΑΠΑ Research θα διεξάγουν πανελλαδική έρευνα, μέσω της χρήσης ερωτηματολογίου σε τυχαία επιλεγμένα νοικοκυριά, με σκοπό την αξιολόγηση του προγράμματος για το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης. Η αξιολόγηση αφορά στην αποτελεσματική εφαρμογή και στόχευση του ΚΕΑ, έχοντας σαν τελικό στόχο τόσο την βελτίωση του εν λόγω προγράμματος, όσο και του συστήματος κοινωνικής προστασίας στο σύνολό του.
Τέλος, μια παράμετρος που δεν πρέπει να παραβλέπεται είναι πως οι κρατικές δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση, οι οποίες παραδοσιακά συμβάλλουν στη μείωση της ανισότητας, είναι «κατακρεουργημένες», κάτι που έγινε σε γνώση του ΔΝΤ. Μάλιστα, το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2018 βάζει πρόσθετο μαχαίρι στις δαπάνες αυτές, κάτι που συνεπάγεται πως και τον επόμενο χρόνο οι πολιτικές περιορισμού των ανισοτήτων θα θυσιαστούν στο βωμό των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Το spending review
Εκεί που δεν τα κατάφερε το ΔΝΤ προσπαθεί να τα καταφέρει η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών.
Μέσω της επισκόπησης των δαπανών (spending review) των φορέων Γενικής Κυβέρνησης, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους εντόπισε μη αποτελεσματικές πρωτογενείς δαπάνες ύψους 320 εκατ. ευρώ και με το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2018 που κατέθεσε χθες στη Βουλή ανακατένειμε τις σχετικές πιστώσεις σε κοινωφελείς δράσεις.
Στόχος της επισκόπησης δαπανών, την οποία το ΔΝΤ απορρίπτει ως μη αποτελεσματική, είναι η συγκέντρωση, επεξεργασία και αποτίμηση προτάσεων για πολιτικές εξοικονόμησης πόρων με στόχο τη δημιουργία δημοσιονομικού περιθωρίου, ώστε να ενισχυθούν οι δράσεις για την κοινωνική προστασία ευάλωτων πληθυσμών σε τομείς με υψηλή κοινωνική αποτελεσματικότητα και να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων με τρόπο διατηρήσιμο και χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Σε κάθε περίπτωση η ανακατανομή των πιστώσεων του προϋπολογισμού δεν μπορεί να δημιουργεί σε μόνιμη βάση δημοσιονομικό χώρο για στήριξη των αδυνάτων κάτι που πρωτίστως πρέπει να γίνεται μέσα από τη φορολογική πολιτική και την προοδευτική φορολόγηση των εισοδημάτων.