Το σύνολο της αθλιότητας και του φασισμού της μεταπολίτευσης βρίσκεται σε ένα πολύ απλό “τρικ”. Ο ελληνικός λαός πίστεψε ότι η πτώση της Χούντας τον οδήγησε στη δημοκρατία, ενώ αυτό δεν συνέβη ποτέ. Γιατί; Διότι δεν γνώριζε τι σημαίνει δημοκρατία. Δεν έζησε ποτέ σε δημοκρατία, ώστε να την αναγνωρίζει. Φυσικό ήταν να εκλάβει τη μικρή “δόση” παπανδρεϊκής ασυδοσίας σαν ελευθερία και άρα σαν δημοκρατική κατάκτηση.
Το αποτέλεσμα ήταν οι “φεουδάρχες” του φασισμού να επιβιώσουν στο σύνολό τους και να μην αλλάξει σχεδόν τίποτε. Οι ίδιοι άνθρωποι των ιδίων οικογενειών, που “διέπρεπαν” στον δεξιό φασισμό, ήταν οι ίδιοι που διέπρεπαν και επί των ημερών της αριστερής “δημοκρατίας”.
Ας προσπαθήσει δηλαδή να φανταστεί κάποιος ποιοι θα ήταν οι σημερινοί κυρίαρχοι της ελληνικής κοινωνίας, αν δεν είχαμε τη “δημοκρατία” του Πολυτεχνείου. Η δημοκρατία “ανέδειξε” τους Καραμανλήδες, τους Μητσοτάκηδες ή τους Παπανδρέου; Δηλαδή, αν δεν είχαμε δημοκρατία, όλοι αυτοί θα ήταν στην αφάνεια; Αν έπεφτε η Χούντα και επανερχόταν το παλαιό βασιλικό καθεστώς, όλοι αυτοί οι ακριβοπληρωμένοι “δημοκράτες” δεν θα υπήρχαν; Επί βασιλείας δεν ήταν όλοι αυτοί “ελέω βασιλιά” εκλεκτοί; Οικόσιτα του παλατιού δεν ήταν όλοι αυτοί; Θα αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αν δεν είχαμε “δημοκρατία”;
Τι άλλαξε δηλαδή από αυτό το δημοκρατικό “άλμα” του ελληνικού λαού; Τίποτε δεν άλλαξε. γιατί απλούστατα οι φασίστες δεν θα άφηναν τίποτε ν’ αλλάξει, εφόσον αυτό ήταν δυνατόν να θίξει τα συμφέροντά τους. Ένας Παναγούλης “ξεχώρισε” στην εποχή της Χούντας και αυτόν φρόντισαν να τον “ξεφορτωθούν”, πριν γίνει απειλητικός. Πάντα σκοτώνουν όποιον τους απειλεί. Στη “χαλαρή” μεταπολίτευση σκότωσαν τον Παναγούλη και όχι στην εποχή της Χούντας. Ο Παναγούλης —δυστυχώς γι’ αυτόν— δεν ήταν “εκλεκτός” τους. Ήταν ένας απλός Έλληνας και αυτοί, οι οποίοι στην Ελλάδα μοιράζουν την “τύχη”, φρόντισαν να του δώσουν “ατυχία”.
Ο ελληνικός λαός κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης πλήρωσε για ακόμα μία φορά την άγνοιά του. Όλοι μιλάνε για δημοκρατία και κανένας δεν γνωρίζει ποια είναι η πραγματική ουσία της. Δημοκρατία δεν είναι να εκθρονιστεί ο βασιλιάς και η φασιστική εξουσία του να περάσει σε τρεις-τέσσερις οικογένειες, όπως συνέβη στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Πέρασαν πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια από την “εφεύρεση” της δημοκρατίας και ακόμα οι άνθρωποι δεν έχουν κατανοήσει τη λειτουργία της. Νομίζουν, για παράδειγμα, ότι η δημοκρατία έχει σχέση με την εναλλαγή των προσώπων που βρίσκονται στην εξουσία και με την ποιότητα των νόμων τους οποίους θεσπίζουν αυτά τα πρόσωπα.
Εκεί τους “δουλεύουν” οι φασίστες. Τους βάζουν να κυνηγάνε τη “σκιά” τους. Διαρκώς νομοθετούν, αναζητώντας τον “τέλειο” νόμο. Ο λαός μπαίνει στο παιχνίδι τους και ψηφίζει μια τον έναν και μια τον άλλο “μονομάχο”, νομίζοντας ότι έχει να κάνει με αντιπάλους που “σκοτώνονται” μεταξύ τους, ενώ αυτοί είναι φίλοι και συνέταιροι μεταξύ τους και τον “δουλεύουν”. Αυτό είναι το μέγα λάθος και προκύπτει από την άγνοια. Δημοκρατία μπορεί να υπάρχει ακόμα και με τους χειρότερους νόμους. Γιατί; Διότι η ουσία της Δημοκρατίας δεν βρίσκεται μέσα στον νόμο. Η ουσία της δημοκρατίας βρίσκεται στη σχέση της με τον νόμο. Με τον οποιονδήποτε νόμο. Ακόμα και με τον χειρότερο.
Όταν ο νόμος ισχύει για όλους τους πολίτες, υπάρχει δημοκρατία. Αν ισχύει αυτό το δεδομένο, είναι θέμα χρόνου ο νόμος να βελτιωθεί σε τέλειο βαθμό, εφόσον ένας κακός νόμος θίγει τους πάντες και ανάμεσα στους πάντες είναι και οι ισχυροί της κοινωνίας. Όταν ο νόμος δεν ισχύει για όλους, τζάμπα αναζητάς τον τέλειο νόμο, γιατί απλούστατα, ακόμα και αν επινοηθεί, θα είναι άχρηστος, εφόσον δεν θα εφαρμοστεί ποτέ. Η κακή του χρήση θα τον “ακυρώσει” και θα τον κάνει άχρηστο για τον κόσμο. Από εκεί και πέρα οι πάντα υπάρχοντες περιορισμοί των νόμων θα δίνουν στην εξουσία το άλλοθι να καταστέλλει τον λαό και να τον αποπροσανατολίζει.
Ο ελληνικός λαός σ’ αυτό ακριβώς το σημείο μπερδεύτηκε. Διώχνοντας τους ένστολους —και άρα ορατούς βασιλείς—, νόμιζε ότι νίκησε τον φασισμό. Δεν είδε ότι και αυτοί με τα κουστούμια, που παρίσταναν τους κομματάρχες της δημοκρατίας, είναι το ίδιο ακριβώς φασίστες. Μπερδεύτηκε ακόμα πιο πολύ όταν είδε τους γραφικούς με τα ζιβάγκο και τα αμπέχονα να καταλαμβάνουν την εξουσία. Τότε νόμισε ότι ανέβηκαν όμοιοί του στην εξουσία και άρα ότι καταλύθηκε πραγματικά ο φασισμός των “γαλαζοαίματων”. Μέγα λάθος. Δεν είδε ότι εκείνοι με τα ζιβάγκο ήταν οι ίδιοι με εκείνους που προηγουμένως φορούσαν κουστούμια. Δεν κατάλαβε ότι είχε να κάνει με φασίστες “μεταμφιεσμένους” σε λαϊκούς ανθρώπους και εκεί την πάτησε.
Όποιος πρόλαβε εκείνη την εποχή και ψώνισε “ζιβάγκο”, εμφανίστηκε σαν δημοκράτης. Παπανδρέου, Σημίτηδες και Πάγκαλοι εμφανίστηκαν σε μια στιγμή σαν δημοκράτες. Ξέχασε ο λαός ποιοι ήταν όλοι αυτοί. Ενώ τους γνώριζε, όπως γνώριζε και τις ιστορίες των οικογενειών τους, ξαφνικά έπαθε “αμνησία”. Με μια απλή αλλαγή της γκαρνταρόμπας τους τα παιδιά των φασιστών της αγγλόδουλης Δεξιάς “μεταλλάχθηκαν” ως δια μαγείας σε “σοσιαλιστές” δημοκράτες. Με λίγη γλώσσα πεζοδρομίου τα παιδιά των δοσίλογων των Ναζί “μεταλλάχθηκαν” ως δια μαγείας σε άσπιλα “παιδιά” του λαού.
Σ’ αυτήν την παρανόηση βοήθησε η εκ βάθρων αλλαγή του φασιστικού συστήματος. Άλλαξε ο σχεδιασμός του και τους μπέρδεψε όλους. Αυτό το οποίο δεν κατάλαβαν οι Έλληνες πολίτες ήταν ότι άλλαξε μόνον ο σχεδιασμός, αλλά όχι η φύση του φασιστικού συστήματος. Το σύστημα παρέμεινε φασιστικό, αλλά ήταν πολύ πιο πονηρό πλέον. Από την απλοϊκότητα του συστήματος της Δεξιάς πήγαμε στο “αρθρωτό” σύστημα του ΠΑΣΟΚ.
Για να καταλάβει ο αναγνώστης τι σημαίνει ο όρος “αρθρωτό”, θα πρέπει να γνωρίζει πώς θα έπρεπε θεωρητικά να λειτουργεί το σύστημα με βάση το Σύνταγμα της δημοκρατίας. Θεωρητικά ο νόμος βρίσκεται πάνω απ’ όλους. Αυτός ο νόμος, άσχετα με το ποιος ασκεί την εξουσία ή νομοθετεί, ελέγχει τους πάντες. Ισχυροί και ανίσχυροι ελέγχονται από τον νόμο. Είτε αυτοί ασκούν εξουσία μέσω του νόμου —όπως είναι η Εκτελεστική εξουσία— είτε αυτοί νομοθετούν —όπως είναι η Νομοθετική εξουσία— οι πάντες ελέγχονται από τον νόμο. Από τη στιγμή που μια “πρόταση” —απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται— γίνεται νόμος του κράτους, λειτουργεί ως τέτοιος και τους αφορά όλους.
Γι’ αυτόν τον λόγο το Σύνταγμα έχει προνοήσει τον διαχωρισμό των εξουσιών. “Κλειδί” αυτής της λειτουργίας είναι η ανεξάρτητη δικαστική εξουσία. Η εξουσία, η οποία δεν υποτάσσεται σε πρόσωπα, αλλά στον νόμο. Η εξουσία, η οποία ελέγχει τους πάντες με βάση αυτόν τον νόμο. Η εξουσία, η οποία δεν ελέγχει μόνον τα πρόσωπα με βάση τον νόμο, αλλά και τους ίδιους τους νόμους με βάση το Σύνταγμα. Η ποιότητα της δημοκρατίας στην ανεξαρτησία αυτής της εξουσίας βασίζεται. Η ποιότητα της δημοκρατίας είναι απευθείας ανάλογη της ποιότητας των δικαστών της.
Γι’ αυτόν τον λόγο είπαμε πιο πάνω ότι η ουσία της Δημοκρατίας βρίσκεται στη σχέση της με τον νόμο και όχι στον ίδιο τον νόμο. Η Δημοκρατία λειτουργεί όταν ο νόμος ισχύει για όλους το ίδιο. Άρα δημοκρατία έχουμε μόνον όταν οι δικαστές εφαρμόζουν τυφλά τον νόμο και δεν “βλέπουν” ποιος στέκεται απέναντί τους. Γι’ αυτόν τον λόγο οι αρχαίοι “εφευρέτες” της Δημοκρατίας επέλεξαν να δώσουν στη Θέμιδα το “χάρισμα” της “τυφλής” θεάς. Όταν έχουμε φασισμό, αυτή η Θεά έχει μάτι “γαρίδα”. Ξεχωρίζει τους εκλεκτούς της ακόμα και μέσα από τα πλήθη.
Επί Δεξιάς η δικαιοσύνη ήταν “ανοιχτομάτα”. Είχε το “μάτι” του Βασιλιά και ξεχώριζε όλα τα “γαλαζοαίματα” φασιστόμουτρα κάθε φορά που ερχόταν σε σύγκρουση με τον νόμο. Εκείνη την εποχή όλες οι εξουσίες ήταν ένα “κουβάρι”. Είτε υπό την εξουσία του ίδιου του Βασιλιά είτε υπό την εξουσία του “βασιλεύοντος” Καραμανλή των πρώτων χρόνων της δεξιάς μεταπολίτευσης, τα πάντα ήταν ένα “κουβάρι”. Η δικαιοσύνη στελεχωνόταν από τους δικούς τους ανθρώπους και της επέτρεπαν να “βλέπει” παρανόμως. Από αυτόν που ασκούσε την εξουσία —και ήταν ο Βασιλιάς— μέχρι τον τελευταίο χωροφύλακα, που έλεγχε τον πολίτη για τον σεβασμό των νόμων, όλοι ανήκαν σε ένα ενιαίο μπλοκ ιδεολογικών και βέβαια —για να μην ξεχνιόμαστε— οικονομικών συμφερόντων. Κράτος και παρακράτος ήταν ένα.
Από τον ορατά —και αναγκαστικά, λόγω της θέσης του— φασίστα Βασιλιά μέχρι τον τελευταίο χωροφύλακα, όλοι τους ήταν υποχρεωτικά “ομοϊδεάτες” και ως εκ τούτου φασίστες. Ο βασιλιάς προσλάμβανε δικαστικούς πιστούς στον ίδιο και όχι στον νόμο και το ίδιο συνέβαινε και με την αστυνομία. Από τον αρχηγό της μέχρι τον τελευταίο αγράμματο “χωροφύλαξ” οι πάντες ήταν πιστοί σ’ αυτόν και όχι στον νόμο. Την “ιδεολογία” και τα συμφέροντα του βασιλιά προστάτευαν όλοι αυτοί και όχι το δίκιο του πολίτη. Την “ιδεολογία” υποτίθεται ότι είχαν πάνω απ’ όλα, χωρίς όμως ποτέ να αμελούν να εξασφαλίσουν ένα πιο πλούσιο “παντεσπάνι” από τους υπολοίπους. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Η “πίστη” πάντα πρέπει να ανταμείβεται με μια μικρή προκαταβολή “παραδείσου”.
Αυτό το “μπλοκ”, είτε στη βασιλική του είτε στην καραμανλική του μορφή, ήταν πανίσχυρο, αλλά είχε μια τρομερή αδυναμία. Ήταν ορατό στη λειτουργία του και προκαλούσε. Η πρόκληση το έκανε εύκολο στόχο των δημοκρατών πολιτών. Ως εκ τούτου η διαμαρτυρία του πεζοδρομίου —όταν αυτή εκδηλωνόταν— στρεφόταν πολύ “ψηλά”. Στρεφόταν κατά των πραγματικών υπευθύνων και “παρέκαμπτε” τον φουκαρά τον χωροφύλακα. Κανένας πραγματικός και συνειδητοποιημένος κοινωνικός αγωνιστής δεν ασχολιόταν με τον ένστολο υπάλληλο των τριών κι εξήντα. Με τον ορεσίβιο, που για ένα κομμάτι ψωμί φόρεσε τη στολή και κατέβηκε στην πόλη.
Το παπανδρεϊκό κράτος αυτήν την αδυναμία εξάλειψε. Ο μόνος ίσως τομέας όπου πραγματικά έφερε την “Αλλαγή”. Αυτό το κράτος έκανε το μεγάλο “τρικ”. Τι έκανε; “Εξάρθρωσε” ένα μέρος του συστήματος. Γνωρίζοντας το απαραίτητο της αστυνομίας για την κοινωνική λειτουργία, την “παρέδωσε” στη μήνη του κόσμου σαν σάκο του μποξ. Ο κόσμος πάνω σ’ αυτήν “ξεθύμαινε” την οργή του και δεν έφτανε πιο “ψηλά”. Δεν έφτανε στους πραγματικά υπεύθυνους της κοινωνικής δυσλειτουργίας. Τους υπεύθυνους, οι οποίοι χειρίζονταν τις κυρίαρχες εξουσίες με τον δικό τους ωφελιμιστικό τρόπο και εξακολουθούσαν να είναι οι ίδιοι φασίστες.
Αυτό είναι το όλο μυστικό της επιβίωσης του φασισμού και στη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Η “Αλλαγή” περιορίστηκε στα ανώδυνα για τον φασισμό. Η δικαιοσύνη, που —όπως είπαμε— είναι το “κλειδί” της λειτουργίας της δημοκρατίας, παρέμεινε “ανοικτομάτα”. Ένα ολόκληρο φασιστικό καθεστώς υποτίθεται ότι “έπεσε” και το επόμενο καθεστώς “κληρονόμησε” τους ίδιους δικαστικούς. Ούτε για λόγους εντυπώσεων δεν προχώρησαν έστω και σε μερική αντικατάστασή τους. Οι δικαστικοί, οι οποίοι θα δίκαζαν στο όνομα της Δημοκρατίας, ήταν οι ίδιοι που προηγουμένως δίκαζαν στο όνομα της Χούντας, οι οποίοι ήταν οι ίδιοι που δίκαζαν στο όνομα του βασιλιά. Για τόσο μεγάλη “Αλλαγή” μιλάμε.
Επί παπανδρεϊκής παντοδυναμίας βλέπαμε πώς λειτουργούσε αυτός ο σχεδιασμός σε όλο του το μεγαλείο, χωρίς να φοβούνται κάποιοι από τις αποκαλύψεις. Προφανώς αισθάνονταν πολύ ισχυροί και γι’ αυτό βλέπαμε τραγελαφικά πράγματα. Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ νομοθετούσε κάτι απαράδεκτο και φασιστικό για την κοινωνία, προκαλώντας το κοινό δημοκρατικό αίσθημα. Ο κόσμος αντιδρούσε και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ στο τέλος “τιμούσε” ως αγωνιστές αυτούς που αντέδρασαν στους δικούς του νόμους. Το ΠΑΣΟΚ έστελνε τους αστυνομικούς να χτυπήσουν τους αντιδραστικούς και το ίδιο πανηγύριζε με αυτούς την αντιαστυνομική τους δράση. Ο απόλυτος ορισμός του παραλόγου. Εγκληματίες και “ήρωες” όλοι κολλητοί μεταξύ τους.
Όμως, για να λειτουργήσει αυτός ο σχεδιασμός, έπρεπε να δημιουργηθούν κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες. Αυτό ήταν απαραίτητο, γιατί η κοινωνία ήταν πονηρή και αρκετά εκπαιδευμένη. Οι Έλληνες εκείνης της εποχής είχαν αγωνιστεί εναντίον του φασισμού και δεν μπορούσαν να παγιδευτούν εύκολα. Καταλάβαιναν σε γενικές γραμμές τι συνέβαινε και δεν μπορούσες να τους μπερδέψεις. Γνώριζαν δηλαδή από πού προερχόταν πραγματικά ο φασισμός και δεν ήταν εύκολο να τους “δείξεις” τους χωροφύλακες, για να τους αντιμετωπίσουν σαν πραγματικούς εχθρούς.
Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να γίνει ήταν να “μαντρωθεί” ο ελληνικός λαός μέσα σε ένα σκληρό και ακλόνητο πολιτικό σκηνικό. Οι φασίστες της Δεξιάς, που έστησαν τα δύο μεγάλα κόμματα της “μεταπολίτευσης”, φοβούνταν τη “μετακίνηση” του πληθυσμού προς τα αριστερά. Φοβούνταν κάποιο νέο πολιτικό κόμμα, το οποίο θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τις “διαρροές” τους και να τους ανατρέψει.
Γιατί θεωρούμε ότι καί τα δύο κόμματα ήταν δεξιά, άσχετα με το τι υποτίθεται ότι πρέσβευαν; Η Νέα Δημοκρατία είναι προφανές ότι ήταν Δεξιά. Ήταν δημιούργημα του Καραμανλή. Του Καραμανλή, ο οποίος ήταν οικόσιτο των Άγγλων στην Αίγυπτο, όταν οι Έλληνες πολεμούσαν τους Γερμανούς κατακτητές. Οι Άγγλοι τον τάιζαν στις όχθες του Νείλου ως μελλοντική τους “επένδυση”. Στη συνέχεια το αγγλόδουλο παλάτι έκανε αυτήν την “επένδυση” αποδοτική, εφόσον πήρε το πρώην οικόσιτο των Άγγλων και το έκανε Πρωθυπουργό.
Τα ανάλογα όμως ίσχυαν και για το “σοσιαλιστικό” ΠΑΣΟΚ. Ο ιδρυτής του ήταν ο εβραϊκής καταγωγής Ανδρέας. Οικόσιτο των Αμερικανών επί χρόνια. Γιος του άλλου “γίγαντα” της δημοκρατίας. Γιος του Γεωργίου Παπανδρέου. Του “συγκάτοικου” του Καραμανλή στην Αίγυπτο. Του πρωθυπουργού, ο οποίος διορίστηκε από τους Άγγλους, χωρίς να τον ψηφίσει ούτε ένας Έλληνας. Του πρωθυπουργού, ο οποίος ήταν ένας απλός υπάλληλος του Σκόμπυ. Του πρωθυπουργού, ο οποίος μας έβαλε στον εμφύλιο. Αυτοί οι δύο έπαιξαν τους βασικούς ρόλους της “παράστασης” της μεταπολίτευσης. Το παιχνίδι του “καλού” και του “κακού”. Ο ένας παρίστανε τον συντηρητικό και ο άλλος τον επαναστάτη. Το “σενάριο” τούς το έδιναν τα “αφεντικά” και ο λαός απλά ακολουθούσε πότε τον έναν και πότε τον άλλο.
Αυτοί έστησαν το “σκηνικό” της δικής τους “παράστασης”. Ένα “σκηνικό”, που είχε κάποια δομικά προβλήματα, τα οποία όμως ξεπεράστηκαν εύκολα. Η άμυνα αυτού του σκηνικού από τη δεξιά πλευρά ήταν εύκολη. Η Νέα Δημοκρατία καταλάμβανε το σύνολο του άκρου της και δεν υπήρχε πιθανότητα “μετακίνησης” του λαού προς εκείνη την κατεύθυνση. Δεξιότερα από τη Νέα Δημοκρατία υπήρχε μόνον η βασιλεία και ο λαός αντιπαθούσε τη βασιλική εξουσία. Το δύσκολο του σχεδιασμού ήταν από την αριστερή πλευρά. Το δύσκολο θα ήταν να ελεγχθεί ο κόσμος, που θα “έφευγε” αριστερά από την Ένωση Κέντρου αρχικά ή το ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια.
Τότε θυμήθηκαν το ΚΚΕ. Το φασιστικό ΚΚΕ. Το ΚΚΕ, το οποίο το γνώριζαν, εφόσον είχαν “συνεργαστεί” άψογα μεταξύ τους στον εμφύλιο. Το ΚΚΕ, το οποίο τους εξυπηρετούσε στα μεταπολεμικά χρόνια, παριστάνοντας τον έπ’ αμοιβή “θαλαμοφύλακα” των φυλακών της Δεξιάς. Πώς λοιπόν το φασιστικό ΚΚΕ θα έλειπε από μια τέτοια “γιορτή” του φασισμού; Όπως στα χρόνια του εμφυλίου έτσι και στην εποχή της μεταπολίτευσης θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα “σάντουιτς”, που θα περιόριζε τον ελληνικό λαό και θα τον απειλούσε με σύνθλιψη.
Το ΚΚΕ τούς ήταν χρήσιμο για δύο πολύ σημαντικά και τελείως διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους. Το πρώτο ήταν η ιδεολογία του, η οποία ήταν εντελώς αντιπαθής για τον ελληνικό λαό και το δεύτερο ήταν τα μέσα τα οποία αυτή η ιδεολογία χρησιμοποιεί για την επίτευξη των στόχων της.
Σ’ ό,τι αφορά το πρώτο συμβαίνει το εξής: Νομιμοποιώντας το ΚΚΕ και επιτρέποντάς του —παραβιάζοντας κάθε συνταγματική λογική— να συμμετέχει στις εκλογές, είχαν δημιουργήσει ένα “φόβητρο” στον ελληνικό λαό. Είχαν δημιουργήσει ένα αριστερό άκρο με “απωθητικές” ιδιότητες. Από τη στιγμή που υπήρχε αυτό το δεδομένο, ήταν στο χέρι τους να το εκμεταλλευτούν. Στο χέρι τους δηλαδή ήταν να “απλωθούν” μέχρι το σημείο απώθησης. Μέχρι το σημείο, που θα προκαλούσε τον φόβο του λαού. Ο “έρωτας” του ΠΑΣΟΚ για πρώην κομμουνιστές σ’ αυτήν την ανάγκη οφειλόταν.
“Απλωνόταν”, για να καλύψει το οποιοδήποτε κενό θα μπορούσε να υπάρξει και άρα για να αποτρέψει την πιθανότητα να επωφεληθεί κάποιος άλλος. Με ιδεολογικές “ακροβασίες” το κόμμα του ΠΑΣΟΚ προσέγγιζε προς το όριο της δημοκρατικής ανοχής των Ελλήνων. Μόνον όταν με την πάροδο του χρόνου και την άσκηση εξουσίας —όπου το ΠΑΣΟΚ αναγκαστικά έδειξε την πραγματική “δεξιά” του ταυτότητα— υπήρξε η ανάγκη ενός πιο εξειδικευμένου “ενδιάμεσου” και δημιουργήθηκε ρόλος για τον Συνασπισμό.
Ο Συνασπισμός, δηλαδή, είναι μια “φούστα”, που ενώνει το ΠΑΣΟΚ με το ΚΚΕ. Μια “φούστα” ατσάλινη, εφόσον συντηρείται μέσω των κρατικών χρημάτων, που διαχειρίζονται τα μέλη του. Μέσω των κρατικών θέσεων, που μοιράζονται αφειδώς στα μέλη του. Μια “φούστα”, στην οποία συνυπάρχουν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι πάντες. Από σταλινικούς πρώην ΚΚΕδες μέχρι νεοταξίτες “εκσυγχρονιστές”. Μια “φούστα”, η οποία απλώνεται ή μαζεύεται σε απευθείας σχέση με τη συμπεριφορά του ΠΑΣΟΚ. Ανάλογα δηλαδή με το πόσο το ΠΑΣΟΚ είναι αναγκασμένο να απομακρύνεται από την “αριστερή” του θέση —και αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο όταν ασκεί εξουσία—, “απλώνεται” ο Συνασπισμός. Όταν το ΠΑΣΟΚ είναι αντιπολίτευση, συμβαίνει το αντίθετο. Το ΠΑΣΟΚ επανέρχεται προς την αριστερή πλευρά και αυτό περιορίζει τον Συνασπισμό στα γνωστά θλιβερά ποσοστά.
Ο δεύτερος λόγος, που το ΚΚΕ ήταν χρήσιμο και απόλυτα αναγκαίο για τον φασισμό της μεταπολίτευσης, ήταν εξίσου σημαντικός. Έπρεπε τα ιδιόκτητα κόμματα των φασιστών να μπορέσουν να “ριζώσουν” μέσα στην ελληνική κοινωνία, ώστε να μην μπορούν να ξηλωθούν εύκολα. Για να ριζώσουν όμως, έπρεπε να δημιουργήσουν συνθήκες συμφερόντων, οι οποίες θα ενέπλεκαν το σύνολο του ελληνικού λαού μέσα σ’ αυτές. Έπρεπε τα δύο κόμματα, που θα μονοπωλούσαν την εξουσία, να μπορούν να διχάζουν τον λαό, όχι στο όνομα κάποιων αφηρημένων ιδεολογικών συμφερόντων, αλλά με βάση κάποια πραγματικά και πολύ συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα.
Στο σημείο αυτό ήταν απόλυτα χρήσιμο το ΚΚΕ για τον σχεδιασμό της μεταπολίτευσης. Το ΚΚΕ, όπως και κάθε κομμουνιστικό κόμμα, υποτίθεται για να κατακτήσει τους στόχους του, έχει δύο επιλογές. Δύο επιλογές εξίσου παράνομες. Από τη φύση τους παράνομες, εφόσον, όποια κι αν είναι η τακτική σου —όταν στόχος σου είναι η ανατροπή της δημοκρατίας— ευνόητο είναι ότι θα βρίσκεσαι μόνιμα στη “ζώνη” της παρανομίας. Η πρώτη επιλογή είναι να κατακτήσει την εξουσία μέσω επανάστασης και άρα μέσω της βίας και η δεύτερη —και πιο ήπια— μέσω της άλωσης των κρατικών μηχανισμών. Από τη στιγμή που νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ, δεν έχασε τον στόχο του, αλλά —με ενυπόγραφη δέσμευσή του— απαρνήθηκε την πρώτη επιλογή. Αποδέχθηκε την επιλογή να συμμετέχει στις νόμιμες εκλογές και διατήρησε τον παράνομο στόχο να κατακτήσει την εξουσία μέσω της άλωσης του κράτους. Μέσω της κομματικοποίησης του κρατικού μηχανισμού.
Ο “φόβος” των δημοκρατικών κομμάτων, για την επιλογή που απέμενε στο φασιστικό ΚΚΕ, ήταν αυτός ο οποίος τους έδωσε το “άλλοθι” να κάνουν κι αυτά το ίδιο και άρα να παρανομήσουν εξίσου. Υποτίθεται, για να μην καταφέρουν οι ΚΚΕδες να καταλύσουν το κράτος μέσω της κομματικοποίησης του κρατικού μηχανισμού, το έκαναν οι “δημοκράτες”, για να τους “προλάβουν”. Αυτό ήταν εύκολο να το καταφέρουν, εφόσον την παρανομία δεν τη φοβούνταν. Έλεγχαν και εκβίαζαν τη δικαιοσύνη των πρώην χουντικών δικαστικών. Των χουντικών δικαστικών, τους οποίους δεν τιμώρησαν άμεσα και σκληρά με την πτώση της Χούντας και από τους οποίους είχαν απαίτηση να τους ανταποδώσουν την εξυπηρέτηση. Το αποτέλεσμα; Το ζητούμενο για τους φασίστες. Δεν μπορούσε κανένας να τους ελέγξει για την παράνομη κομματικοποίηση του κρατικού μηχανισμού και το ΚΚΕ τους έδινε το “άλλοθι” να το επιχειρήσουν.
Από εκεί και πέρα το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να κάνουν χρήση των μέσων που είχαν στη διάθεσή τους και άρα την εξουσία. Το μεγάλο όπλο των δύο κομμάτων ήταν η εξουσία που ήδη κατείχαν. Όταν αυτή η εξουσία συνδυάζεται με τον κομματισμό του κράτους, η κατάσταση γίνεται μονοπωλιακή —πράγμα που ήταν και το ζητούμενο— και γι’ αυτόν τον λόγο ήταν υπερπολύτιμο το ΚΚΕ. Τα κόμματα, εξαιτίας του κομματισμού —και άρα με τη “βοήθεια” του ΚΚΕ— απέκτησαν τον απόλυτο έλεγχο του κράτους. Του κράτους, που είναι με τεράστια διαφορά ο μεγαλύτερος “εργοδότης” της χώρας και ο μεγαλύτερος “επενδυτής” της χώρας. Το κράτος, που μπορεί να μοιράζει χιλιάδες θέσεις “πολυτελούς” και ασφαλούς εργασίας σε αντιστοίχως χιλιάδες “πιστά” κομματόσκυλα. Το κράτος, που μπορεί να μοιράζει επιδοτήσεις, δάνεια, προμήθειες κλπ. σε “πιστούς” χορηγούς.
Οι κομματάρχες της μεταπολίτευσης με μέσον το κράτος, το οποίο διαχειρίζεται το δημόσιο χρήμα, μονιμοποίησαν τον φασιστικό δικομματισμό των ιδιωτικών κομμάτων τους. Με μέσον το κράτος παρέσυραν τον λαό στην αθλιότητα και στην πραγματικότητα κατέλυσαν το Σύνταγμα. Με μέσον το κράτος μπορούσαν να ευνοούν τους κολλητούς χορηγούς τους και άρα να δημιουργήσουν μόνιμους υποστηρικτές ανάμεσα στους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες της χώρας. Με μέσον το κράτος μπορούσαν να μοιράζουν χιλιάδες θέσεις εργασίας στο δημόσιο και άρα να κρατάνε σε ομηρία το σύνολο του ελληνικού λαού. Με μέσον τον κράτος μπορούσαν να απειλούν όποιον τους αμφισβητούσε, όποιος κι αν ήταν αυτός. Τους πλούσιους τους απειλούσαν με στέρηση πόρων από δημόσιες επενδύσεις ή αυστηρούς ελέγχους από τα οικονομικά όργανα του κράτους και τους φτωχούς τους απειλούσαν με αποκλεισμό από τις κρατικές θέσεις εργασίας.
Όμως, ο κομματισμός αυτός είχε τεράστιο οικονομικό κόστος για τον λαό. Για να τον επιτύχουν τα κόμματα, θα έπρεπε να βάλουν το κράτος να λειτουργεί εις βάρος των συμφερόντων του και άρα εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Θα έπρεπε να πληρώνει “πανάκριβα” ό,τι κι αν έκανε, προκειμένου να εξυπηρετεί τους δικούς τους ανθρώπους και να λειτουργεί ως “φάρος” για τους υπόλοιπους επιχειρηματίες. Θα έπρεπε να λειτουργεί με υπεράριθμο προσωπικό, προκειμένου να δελεάζει τους απλούς εργαζόμενους. Όσοι συναλλάσσονταν μ’ αυτό ή εργάζονταν γι’ αυτό, θα έπρεπε να ευνοούνται προκλητικά, για να κατανοήσουν όλοι οι υπόλοιποι ότι η “πρόοδός” τους είναι συνδεδεμένη μόνον με το κράτος και άρα και με τα κόμματα, τα οποία το διαχειρίζονται κατ’ αποκλειστικότητα.
Τώρα καταλαβαίνει ο αναγνώστης τι είδους “αντιπαροχή” έδωσε η δικαστική εξουσία, προκειμένου να σώσει τα στελέχη της. Τα στελέχη, που διακρίθηκαν στην περίοδο της βασιλείας και βέβαια της Χούντας και παρέμειναν ακλόνητα στις θέσεις τους επί δημοκρατίας. Χάρη στη δικαστική εξουσία έγιναν όλα αυτά. Η δικαστική εξουσία τούς έδωσε το δικαίωμα να παρανομήσουν και να επιτρέψουν στο ΚΚΕ τη συμμετοχή του στις εκλογικές διαδικασίες. Μια συμμετοχή παράνομη και παράλογη, εφόσον επιτρέπει σε μια ξεχωριστή ιδεολογική και προφανώς αντιδημοκρατική παράταξη ν’ ανταγωνίζεται απλά κόμματα της δημοκρατικής παράταξης και στην πραγματικότητα να μετατρέπει την κάθε εκλογική διαδικασία σε ένα άτυπο δημοψήφισμα.
Αυτό όμως δεν ήταν το μοναδικό έγκλημα της δικαστικής εξουσίας. Δεν έφτανε μόνον αυτό. Το δεύτερο έγκλημα ήταν ακόμα μεγαλύτερο. Για να ευνοηθεί και να επιταχυνθεί ο κομματισμός, επέτρεψαν τον συνδικαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων. Επέτρεψαν δηλαδή στα κόμματα να μπουν μέσα στον κρατικό μηχανισμό σαν νόμιμοι συνδιαχειριστές και στην πραγματικότητα να ελέγχουν τον μηχανισμό από “μέσα”. Να δημιουργούν τεχνητές ανάγκες και να τις καλύπτουν με πραγματικές προσλήψεις. Με τον τρόπο αυτόν τα κόμματα απέκτησαν τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού τόσο στο θέμα των προσλήψεων όσο και σ’ αυτό των αμοιβών. Αυτό είναι επίσης παράνομο. Γιατί; Διότι με βάση το Σύνταγμα οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι υπηρέτες του λαού και άρα θεσμικά οι “κατώτεροι” των εργαζομένων. Με βάση λοιπόν τη συνταγματική λογική δεν νομιμοποιούνται να συνδικαλίζονται. Γιατί; Για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι ένας τέτοιος συνδικαλισμός είναι παράνομος και ο δεύτερος γιατί —ακόμα κι αν δεν ήταν παράνομος— θα ήταν περιττός.
Σ’ ό,τι αφορά τον πρώτο λόγο —και άρα την παρανομία— συμβαίνει το εξής: Οι δημόσιοι υπάλληλοι, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης τους με το κράτος και την εξουσία, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη του δημοσίου κεφαλαίου ως μέσον διεκδίκησης —και άρα υπέρ των συμφερόντων τους— και αυτό, εκτός από παράνομο και άδικο για όλους τους υπόλοιπους εργαζομένους, είναι και εθνικά επικίνδυνο. Μπορούν να παραλύσουν το κράτος και αυτό δεν μπορεί να δίνεται ως δυνατότητα σε κάποιους, ώστε να υπερασπιστούν ή να επεκτείνουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα, απειλώντας ακόμα και αυτά τα ίδια τα εθνικά συμφέροντα. Είναι παράνομο να αποκτούν συντεχνιακά συμφέροντα αυτοί οι οποίοι έχουν εργοδότη το κράτος —και άρα τον ελληνικό λαό— και επομένως να επεκτείνουν τα συμφέροντά τους εις βάρος του. Είναι παράνομο να δημιουργούνται συλλογικά συμφέροντα, τα οποία στέκονται απέναντι στα γενικά συμφέροντα του λαού.
Σ’ ό,τι αφορά τον δεύτερο λόγο και εδώ τα πράγματα είναι απλά. Ο συνδικαλισμός των δημοσίων υπαλλήλων είναι περιττός. Όταν ο νόμιμος συνδικαλισμός των ιδιωτικών υπαλλήλων και εργατών αφήνεται ελεύθερα να εκδηλωθεί και αποφέρει κέρδη στο “κίνημα” των εργαζομένων, αυτά τα κέρδη αφορούν όλους τους εργαζόμενους. Από εκεί και πέρα αυτά τα κέρδη αρκεί να “μοιραστούν” σε όλους και άρα και στους δημοσίους υπαλλήλους, για να μην υπάρχει πρόβλημα. Το κράτος ελέγχεται ως εργοδότης —όπως όλοι οι εργοδότες— αν αποδίδει ή όχι τα “κεκτημένα” στους εργαζομένους του. Από τη στιγμή που οι κατά το Σύνταγμα “ανώτεροι” εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα έχουν δικαίωμα στον συνδικαλισμό και ταυτόχρονα τα κεκτημένα τους “περνούν” και στους “κατώτερους”, δεν υπάρχει λόγος να συνδικαλίζονται και οι δεύτεροι.
Αυτό το παράνομο “αλισβερίσι” μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και πολιτικών κομμάτων ήταν το “δώρο” της δικαστικής εξουσίας προς τα κόμματα και άρα προς τους ιδιοκτήτες τους τούς κομματάρχες. Για να παραμείνουν οι δικαστικοί στις θέσεις τους, έκαναν το κράτος “δώρο” στους Καραμανλήδες, στους Παπανδρέου και στους Μητσοτάκηδες. Από τη στιγμή που αυτοί οι ιδιώτες κομματάρχες μπορούσαν να ελέγχουν τον “συνδικαλισμό” των δημοσίων υπαλλήλων, στην πραγματικότητα μοιράζονταν μεταξύ τους τον κρατικό μηχανισμό. Ο καθένας έπαιρνε το προσυμφωνηθέν μερίδιο που του αντιστοιχούσε και με τον τρόπο αυτόν συντηρούσε έναν μόνιμο και σκληρό κομματικό πυρήνα στην κυριολεξία επαγγελματιών οπαδών του. Με χρήματα του λαού κάποιοι —κατά κύριο λόγο δημόσιοι υπάλληλοι— “θαύμαζαν” τους κομματάρχες. Με κρατικές θέσεις ανταλλάσσονταν οι ψήφοι στις εκλογές.
Όποιος ήθελε είτε να μπει στο δημόσιο είτε να διακριθεί μέσα σ’ αυτό, έπρεπε να περάσει από τα κόμματα και άρα από τα δικά τους γραφεία. Έπρεπε να “προσκυνήσει” τους κομματάρχες και να τους βεβαιώσει για την “πίστη” του. Τους κομματάρχες, οι οποίοι, ως ιδιοκτήτες του κράτους, είχαν μετατραπεί σε “βασιλείς” χωρίς “στέμμα. Τους κομματάρχες, οι οποίοι με την “ιδιοκτησία” του κράτους φιλοδοξούσαν να αποκτήσουν πραγματικά βασιλικά προνόμια, όπως είναι αυτό του κληρονομικού δικαιώματος. Οι κομματάρχες δεν αρκούνταν στις δικές τους “βασιλείες”, αλλά φιλοδοξούσαν να μετατρέψουν και τους γόνους τους σε “βασιλείς”. Έτσι πέρασαν την εξουσία στους Κωστάκηδες, τους Γιωργάκηδες και τις Ντόρες. Αυτό το μονοπώλιο της εξουσίας είχε στηθεί με τις “ευλογίες” των επίορκων δικαστικών. Των δικαστικών της Χούντας. Των δικαστικών, που, για να σωθούν οι ίδιοι, “υποθήκευσαν” για πάντα την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και την παρέδωσαν στους κομματάρχες.
Από τη στιγμή που οι “πραξικοπηματίες” κομματάρχες κατόρθωσαν και σταθεροποίησαν το πολιτικό σκηνικό της χώρας, το μόνο που απέμενε ήταν ο έλεγχος της κοινωνίας. Ο έλεγχος αυτών που θα αντιδρούσαν εξαιτίας της αδικίας. Αδικία πάντα υπάρχει όταν υπάρχει φασισμός και αυτοί γνώριζαν ότι, όσο καλή “βιτρίνα” κι αν έφτιαχναν, σε κάποια στιγμή θα έπρεπε να έρθουν αντιμέτωποι με τη λαϊκή αντίδραση. Η δημοκρατία, όσο και να υπολειτουργεί, δίνει περιθώρια για αντίδραση. Δίνει περιθώρια για την εμφάνιση νέων προσώπων. Προσώπων, τα οποία, ακόμα κι αν δεν ανέτρεπαν τον δικομματισμό, θα μπορούσαν να τους δημιουργήσουν πρόβλημα στην κληρονομική “βασιλεία” τους. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί οι κομματάρχες δεν αγωνιούσαν μόνον για την επιβίωση των κομμάτων τους, αλλά και για τη διαιώνιση των δυναστειών τους και τους τρόμαζε η “παραγωγή” της ελληνικής κοινωνίας.
Τους τρόμαζε, γιατί ο σχεδιασμός τους μπορεί να ήταν καλός, αλλά είχε μια τρομερή αδυναμία. Το παιχνίδι με την αστυνομία δεν μπορούσε να έχει διάρκεια. Η αστυνομία είναι μια μικρή δύναμη καταστολής προσώπων. Δεν μπορεί να ελέγξει σύνολα ανθρώπων, όπως είναι οι κοινωνικοί εταίροι. Οι κοινωνικοί εταίροι, όταν “συγκρούονται” με την εξουσία, προκαλούν εμφυλιοπολεμικής κλίμακας συγκρούσεις. Δεν ελέγχονται με αστυνομικά μέτρα. Στις κινητοποιήσεις τους δηλαδή δεν φτάνει η αστυνομία για να κατασταλούν. Είτε υποχωρείς στις απαιτήσεις τους είτε τους κάνεις πραγματικό πόλεμο, χρησιμοποιώντας στρατιωτικές δυνάμεις.
Επιπλέον όμως οι κοινωνικοί εταίροι πάντα στρέφονται εναντίον της πραγματικής εξουσίας και όχι εναντίον της εξουσίας, που φαίνεται ως τέτοια. Είναι μεγαλομέτοχοι του κράτους και τέτοιοι συνέταιροι δεν κάθονται να μαλώνουν με τους θυρωρούς της επιχείρησής τους, επειδή η δουλειά των θυρωρών είναι να τους κλείνουν τον δρόμο. Δεν “καταδέχονται” οι κοινωνικοί εταίροι να τοποθετήσουν την αστυνομία απέναντί τους σαν εχθρό. Είναι πολύ ισχυροί για να το κάνουν αυτό και επιπλέον γνωρίζουν ότι η αστυνομία, ακόμα και μετά την ήττα της, δεν μπορεί να τους λύσει τα προβλήματά τους. Δεν έχει νόημα δηλαδή να την νικήσουν, γιατί δεν θα κερδίσουν τίποτε από την νίκη τους. Να την “παρακάμψουν” ή να την “απωθήσουν” έχει νόημα. Να την νικήσουν όχι.
Η φασιστική εξουσία γνώριζε ότι —ως τέτοια— θα είχε πρόβλημα με τους κοινωνικούς εταίρους. Θα είχε πρόβλημα με τους ιδιοκτήτες του ελληνικού κράτους, οι οποίοι γνώριζαν πώς να πιάνουν τα golden boys της εξουσίας από τον λαιμό. Άρα τι έπρεπε να κάνει; Να βρει μια μέθοδο να “εκτονώνει” τις αντιδράσεις του λαού μακριά από τους “πυλώνες” της, ώστε να μην απειλείται η ίδια και οι εκλεκτοί της. Να βρει ένα κόλπο, ώστε να “καπελώνει” τις αντιδράσεις της κοινωνίας. Να βρει ένα μέσο από αυτά τα οποία διέθετε, ώστε να το χρησιμοποιήσει γι’ αυτόν τον σκοπό.
Γι’ αυτόν τον στόχο —και για να μπορούν να ελέγχουν τη διαδοχή στις θέσεις της εξουσίας— δημιούργησαν το “θερμοκήπιο” των “αντιδραστικών” των Πανεπιστημίων. Γιατί; Από τη μία να “καπελώνουν” τις αντιδράσεις των κοινωνικών εταίρων και από την άλλη να δώσουν στα παιδιά των αστών και άρα στα δικά τους παιδιά έναν προστατευμένο χώρο, για να κάνουν εκ του ασφαλούς όσα ήταν για όλους τους άλλους επικίνδυνα. Για να τους δώσουν τη δυνατότητα να παριστάνουν τους ήρωες με την “εγγύηση” του ονόματος του πατέρα τους ή απλά πίνοντας μια ρετσίνα. Με αυτόν τον τρόπο φιλοδοξούσαν —και δικαιώθηκαν στις επιδιώξεις τους— να “καπελώσουν” την πραγματική κοινωνική αντίδραση, η οποία εκφράζεται μέσα από την αντίδραση των κοινωνικών εταίρων.
Επειδή όλοι οι κοινωνικοί εταίροι είχαν παιδιά τους μέσα στα πανεπιστήμια, δεν αντέδρασαν σ’ αυτήν τη μεθόδευση. Το τι γινόταν όμως μέσα σ’ αυτά δεν το γνώριζαν. Αυτό ήταν το όλο μυστικό. Η αντίδραση “ξεκινούσε” και “κατέληγε” μέσα στα Πανεπιστήμια, για να “καπελωθεί” η πραγματική αντίδραση. Με τον τρόπο αυτόν οι φασίστες κατάφερναν και είχαν καί την πίτα ολόκληρη καί τον σκύλο χορτάτο. Αυτοί οι οποίοι αδικούνταν δεν μπορούσαν ν’ αντιδράσουν, γιατί θεωρούσαν άτοπο να στραφούν εναντίον της νεολαίας, η οποία “πάλευε” υποτίθεται για τους κοινούς στόχους. Θεωρούσαν άτοπο να στραφούν εναντίον και των δικών τους παιδιών, που ήταν φοιτητές.
Όμως, μέσα στα Πανεπιστήμια γινόταν ένα τρομερό “παζάρι” μεταξύ εξουσίας και “αντιδραστικών”. Αυτοί που πρωτοστατούσαν και “ηρωποιούνταν” στις αντιδράσεις ήταν αυτοί οι οποίοι είχαν επιλεγεί από το σύστημα να αντιδρούν, γιατί αναζητούνταν προφάσεις και δικαιολογίες για να ευνοηθούν. Το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, τι έκανε; Επέλεξε την αστική τάξη —και άρα έναν από τους κοινωνικούς εταίρους— να ευνοήσει και αυτόν ευνοούσε μόνιμα. Οι φοιτητές ήταν η αιχμή του “δόρατος” αυτής της κοινωνικής τάξης. Εξέφραζαν μόνιμα και δυνατά αυτά τα οποία δεν θα τολμούσε ποτέ να απαιτήσει η ίδια η αστική τάξη απ’ ευθείας.
Το αποτέλεσμα ήταν το επιθυμητό. Όποιος και ν’ αντιδρούσε, αυτός ο οποίος κέρδιζε τελικά από την οποιαδήποτε αντίδραση ήταν οι αστοί και ο βασικός τους πυρήνας, που ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Γιατί; Διότι υπήρχε το σύστημα “εκτόνωσης” των Πανεπιστημίων. Το σύνολο της αντίδρασης, που ασκούταν εκτός Πανεπιστημίων, καταστέλλονταν με τις πάγιες βίαιες μεθόδους της Δεξιάς, ενώ η “αντίδραση” των Πανεπιστημίων αντιμετωπιζόταν “δημοκρατικά”. Τους εργάτες ή τους αγρότες τους έλιωναν στο ξύλο και στη δικαστική ταλαιπωρία, ενώ τους κομματικοποιημένους φοιτητές για βαρύτερα αδικήματα τους “χάιδευαν”.
Το αποτέλεσμα ήταν εκείνο το οποίο εξαρχής ήταν προβλεπόμενο. Τα αιτήματά τους εισακούγονταν και στο τέλος “έσβηναν” τα αιτήματα όλων των άλλων. Από εκεί και πέρα το “παζάρι” λειτουργούσε τέλεια. Οι “ήρωες” της αντίδρασης έβαζαν “θεμέλια” πολιτικών καριέρων και οι δημόσιοι υπάλληλοι όλο και κάποιο επίδομα θα “τσιμπούσαν”.