Η οικοδομή ήταν επί δεκαετίες μια από τις ατμομηχανές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Δημιούργησε πολλές θέσεις εργασίας, εισοδήματα και πλούτο σε όσους ασχολήθηκαν μ’ αυτή.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι διάφορες μελέτες στο παρελθόν, π.χ. Εθνικής Τράπεζας, εκτιμούν ότι τα οικιστικά ακίνητα αντιπροσωπεύουν το 70% έως 80% του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών κατά μέσο όρο.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα είναι ένα από τα υψηλότερα, αν όχι το υψηλότερο, στην ευρωζώνη και την ΕΕ.
Κάποιοι αναλυτές, σύμβουλοι επιχειρήσεων θεωρούν ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης βρίσκεται κοντά στο 80% ενώ άλλοι θεωρούν ότι βρίσκεται μεταξύ 50% και 60% αν αναπροσαρμοσθεί για ακίνητα, π.χ. παλιά σπίτια στο χωριό, που αποτελούν περιουσία αλλά δεν είναι ουσιαστικά κατοικήσιμα.
Από την άλλη πλευρά, η απουσία συνεπούς πολεοδομικής πολιτικής, η διαχρονική ανοχή του κράτους στις αυθαιρεσίες ιδιωτών και άλλων συνέβαλαν στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής σε αρκετές πόλεις, π.χ. Αθήνα, και περιοχές της χώρας με το αντίστοιχο αισθητικό αποτέλεσμα.
Η ιστορία δείχνει ότι η ύφεση ακολουθεί μια μεγάλη περίοδο έντονης ανάπτυξης και η αγορά κατοικίας δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.
Πολύ περισσότερο όταν η οικονομία μέσα στην οποία λειτουργεί βιώνει την χειρότερη ύφεση των τελευταίων δεκαετιών.
Όμως, η δραματική πτώση των αξιών σε συνδυασμό με την κατακόρυφη μείωση των συναλλαγών δεν παραπέμπουν σε μια παρατεταμένη οξεία διόρθωση της συγκεκριμένης αγοράς αλλά σε κραχ.
Διάφοροι μεσίτες θέλουν την κατάσταση στην αγορά κατοικίας αυτή την περίοδο να προσομοιάζει με εκείνη της απραγίας του περασμένου Μαΐου-Ιουνίου που οφείλετο στη πολιτική αβεβαιότητα.
Προφανώς, η διελκυστίνδα στις διαπραγματεύσεις της ελληνικής πλευράς με την τρόικα για το πακέτο των νέων επώδυνων μέτρων και η διαφαινόμενη περαιτέρω καθυστέρηση στη καταβολή της δόσης των 31,3 δισ. ευρώ έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο.
Οι ίδιοι επισημαίνουν ότι πολλοί πωλητές έχουν ρίξει τις αρχικές απαιτήσεις τους στο 50% του ποσού που ζητούσαν όταν έβαλαν τα ακίνητα προς πώληση αλλά ανταπόκριση δεν υπάρχει.
Όταν όμως οι τιμές υποχωρούν 40%-50% κατά μέσο όρο μέσα σε λίγα χρόνια μαζί με τις συναλλαγές και ισορροπία ζήτησης και προσφοράς στην αγορά κατοικίας δεν επιτυγχάνεται τότε μιλάμε για πραγματικό κραχ.
Αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, το στοκ των απούλητων διαμερισμάτων εκτιμάται πλέον ότι είναι το μεγαλύτερο από την μεταπολίτευση παρά την σχεδόν μηδενική ανοικοδόμηση πέρυσι και φέτος.
Μάλιστα, η σύνθεσή του στοκ των απούλητων σπιτιών έχει αλλάξει σε σχέση με λίγα χρόνια πριν αφού η οικονομική καχεξία έχει αναγκάσει πολύ κόσμο να βάλει παλιά διαμερίσματα προς πώληση.
Τα προηγούμενα χρόνια, π.χ. το 2008, μόνο νεόδμητα ή/και μεγάλης ηλικίας σπίτια, άνω των 30 ετών, που αγόραζαν οικονομικοί μετανάστες έβγαιναν προς πώληση.
Η ζοφερή πραγματικότητα με την κατακόρυφη πτώση τιμών και συναλλαγών δεν σημαίνει ότι η αγορά κατοικίας έπιασε πάτο.
Πολύ περισσότερο όταν όλα δείχνουν ότι οι αρχικές εκτιμήσεις για σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας το 2013 και επαναφορά σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης το 2014 δεν είναι ρεαλιστικές ενώ η φορολογία των ακινήτων είναι πλέον βαριά και οι στρόφιγγες των δανείων από τις τράπεζες δεν πρόκειται να ανοίξουν σύντομα.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται δεν είναι αν θα σταματήσει η κατρακύλα στην αγορά κατοικίας αλλά πόσο ακόμη θα διαρκέσει.
Όμως, απάντηση δεν μπορεί να δοθεί από την στιγμή που δεν υπάρχει ακόμη ορατότητα στο θέμα της εξόδου της οικονομίας από το τούνελ της ύφεσης στο οποίο βρίσκεται και οι πραγματικές ανάγκες του εγχώριου τραπεζικού συστήματος σε κεφάλαια και ρευστότητα δεν είναι γνωστές.