Ένα χρόνο τώρα πλήθος αναλυτές και αρθρογράφοι πιθανολογούν την κατάρρευση της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με μια εκδοχή μπορεί να αποχωρήσουν από το ευρώ τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας που βουλιάζουν σε κρίσεις δημόσιου χρέους και είναι σε προγράμματα επίσημου δανεισμού, ή εναλλακτικά η κίνηση μπορεί να γίνει από τα δημοσιονομικώς υγιή κράτη του ευρωπαϊκού Βορρά, που ενδέχεται να αποχωρήσουν για να σχηματίσουν μια δική τους ένωση. Ανεξάρτητα από το τι τελικά θα γίνει, η σκληρή πραγματικότητα είναι πως η Ευρωζώνη άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν ως ένα οριακό σημείο – επιτρέποντας π.χ. στην Ελλάδα να δανείζεται επί 10 χρόνια με γερμανικά επιτόκια δίχως όρια στις δημόσιες δαπάνες ή δημοσιονομικούς κανόνες – και δεν πρόκειται, πλέον, να επιβιώσει.
Αλλά έπειτα από 18 μήνες αλλεπάλληλων μεσοβέζικων ‘λύσεων’, έκτακτων συναντήσεων κορυφής του Σαββατοκύριακου και εσπευσμένων σχεδίων διάσωσης, φαίνεται όλο και πιο πιθανό ότι τούτος ο Σεπτέμβριος μπορεί να είναι το κύκνειο άσμα της Ευρωζώνης.
Και αυτό γιατί πολλαπλασιάζονται οι κίνδυνοι ενός τυχαίου κρίσιμου επεισοδίου που μπορεί να ανατρέψει κάθε σχεδιασμό. Η Ελλάδα δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα αν δεν λάβει την έκτη δόση των κονδυλίων διάσωσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως τα τέλη του μήνα. Το γερμανικό Κοινοβούλιο πρόκειται να ψηφίσει σχετικά με τη νομιμότητα της διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το σημαντικότερο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες δείχνουν να βουλιάζουν οριστικά στην κρίση. Ας προσθέσουμε σε όλα αυτά και ότι πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπαθούν να προωθήσουν ταυτόχρονα προϋπολογισμούς λιτότητας και πως η Ιταλία θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει ομόλογα ύψους άνω των 60 δις ευρώ μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, έχουμε το εκρηκτικό μείγμα.
Η ανταπόκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις έκτακτες συνθήκες της παρούσας κρίσης χαρακτηρίστηκε μέχρι σήμερα από πολλά λάθη, μόνο που τώρα οι εξελίξεις φτάνουν σε ένα σημείο όπου δεν της έχουν μείνει περιθώρια για λάθη. Και όμως πριν καλά – καλά συμπληρωθεί η πρώτη βδομάδα του Σεπτεμβρίου τα σφάλματα αφθονούν…
Καταρχήν η Ελλάδα υποχρεώθηκε να διαψεύσει δημοσιεύματα που ανέφεραν ότι έχει προσλάβει μια αμερικανική δικηγορική εταιρεία προκειμένου να διαχειριστεί την έξοδό της από την Ευρωζώνη. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει βέβαια αν αυτό αληθεύει ή όχι. Στα μάτια των επενδυτών φαίνεται όμως ως ένα πολύ λογικό σενάριο ένα κράτος μέλος μιας νομισματικής ένωσης, που βρίσκεται υπό τρομερή πίεση, να προσλαμβάνει μια νομική εταιρεία για να δει κρίσιμα ερωτήματα όπως π.χ. πώς μπορεί να επιστρέψει στο προηγούμενο νόμισμά του, τι μπορεί να γίνει με το χρέος σε ευρώ κλπ.
Πέραν τούτου, ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών υποχρεώθηκε να βγει και να υποστηρίξει ότι η έκθεση μιας ειδικής επιτροπής του ελληνικού Κοινοβουλίου που σημείωνε ότι η δυναμική του ελληνικού χρέους έχει γίνει ανεξέλεγκτη βασίστηκε σε ανακριβείς πληροφορίες. Και τρίτον, η ευρωπαϊκή αντιπροσωπεία που εποπτεύει την εφαρμογή του ελληνικού προγράμματος υποχρεώθηκε την Παρασκευή να εγκαταλείψει άρον – άρον την Αθήνα μετά την αποτυχία της ελληνικής κυβέρνησης να προωθήσει τους στόχους του προγράμματος που είχαν συμφωνηθεί. Προφανώς καμιά από αυτές τις τρεις εξελίξεις δεν πρόκειται να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και εν γένει στην Ευρωζώνη.
Το πιο ανησυχητικό, ωστόσο, είναι όσα βλέπουμε από τον περασμένο μήνα στον τραπεζικό κλάδο. Η κρίση δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης έχει μετατραπεί σε ολοκληρωτική τραπεζική κρίση. Οι τράπεζες είναι ο ιστός που συνέχει και συγκρατεί την οικονομία αλλά οι ευρωπαϊκές τράπεζες βυθίζονται υπό το βάρος της έκθεσής τους σε κρατικά ομόλογα. Τους ζητείται όχι μόνο να προχωρήσουν σε ‘κούρεμα’ επί των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν αλλά και να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους προκειμένου να αντεπεξέλθουν σε ενδεχόμενο κούρεμα του δημόσιου χρέους και άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Και κάπως έτσι βλέπουμε τις τραπεζικές μετοχές να καταγράφουν ραγδαία πτώση. Ο τραπεζικός δείκτης KBW μεγάλης κεφαλαιοποίησης έπεσε κατά 30% από τον Ιούλιο. Με την είσοδο του Σεπτεμβρίου η γαλλική Societe Generale και ιταλική UniCredit βγήκαν από τα μπλου τσιπς του πανευρωπαϊκού δείκτη Eurostoxx 50. Και οι πολιτικοί, αντί να βρουν τρόπους να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στο κλάδο, έκαναν τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Από τη μια πλευρά είχαμε τη γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και πρώην Υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας Κριστίν Λαγκάρντ να μας λέει ότι επείγει η αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης των ευρωπαϊκών τραπεζών. Και από την άλλη είχαμε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την πλειοψηφία των Ευρωπαίων αξιωματούχων να υποστηρίζουν ότι δεν συντρέχει καμιά ανάγκη για επανακεφαλαιοποιήσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών, τουλάχιστον όχι πέραν του 5% των ευρωπαϊκών τραπεζών που απέτυχαν στα ευρωπαϊκά τεστ αντοχής. Μόνο 8 είναι οι ευρωπαϊκές τράπεζες που απέτυχαν να περάσουν τα τεστ, μόνο αυτές χρειάζονται επανακεφαλαιοποίηση, λένε οι Ευρωπαίοι, αλλά δυστυχώς για αυτούς μεταξύ τους δεν βρίσκονται πολλές τράπεζες που δοκιμάζονται τώρα.
Υπάρχουν πολλά ανοιχτά ερωτηματικά σε ό,τι αφορά την κρίση δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης. Όμως οι τιμές των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών μας λένε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ξεμείνει και από χρόνο και από λύσεις.
www.banksnews.gr