Στην Ελλάδα, το πρόβλημα είναι ότι μία χρεοκοπημένη κυβέρνηση παρασύρει τις τράπεζες. Στην Ισπανία, το πρόβλημα είναι ότι οι πλέον χρεοκοπημένες τράπεζες οδηγούν σε κατάρρευση την κυβέρνηση… Σε άρθρο τους ο Daniel Gros, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής και ο Dirk Schoenmaker, πρύτανης του Duisenberg School of Finance και καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Τραπεζικής και Ασφαλιστικών του πανεπιστημίου VU University του Άμστερνταμ, υποστηρίζουν ότι παρά τις διαφορές, το εκτιμώμενο κόστος για την υπόλοιπη Ευρώπη συνεπάγεται ότι και τα δύο προβλήματα απαιτούν ευρωπαϊκή λύση.
Η διαβολική θηλιά που ενώνει τη φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος και τη δημοσιονομική κατάσταση του κράτους είναι πλέον εμφανής. Στην Ελλάδα, η χρεοκοπία του δημοσίου είναι αυτή που “βούλιαξε” τις τράπεζες. Στην Ισπανία, οι τράπεζες “βουλιάζουν” την κυβέρνηση.
Το κοινό στοιχείο των δύο χωρών είναι ότι οι αποταμιευτές το βάζουν στα πόδια όταν βλέπουν ότι οι τράπεζες και το δημόσιο στηρίζονται ο ένας στον άλλον. Εκτός και αν οι τράπεζες σε Ελλάδα και Ισπανία προχωρήσουν σύντομα σε ανακεφαλαιοποίηση, η συνεχιζόμενη σταδιακή φυγή καταθέσεων ίσως εξελιχθεί ραγδαία σε ένα “κλασικό” bank run, του οποίου οι επιπτώσεις θα είναι ανυπολόγιστες.
Οι δύο οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι στην περίπτωση των ισπανικών τραπεζών, η τρομακτική ανάγκη για κεφάλαια μπορεί να καλυφθεί μόνο μέσω ενός ευρωπαϊκού φορέα, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Παρομοίως, δεδομένου ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να στηρίξει τις τράπεζες της, μόνο ο ESM μπορεί να σώσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Και στις δύο περιπτώσεις ο ESM, η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες των δύο χωρών θα πρέπει να αναλάβουν τον έλεγχο των τραπεζών που ανακεφαλαιοποίησαν, ενώ ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι ίσως μέσω ενός νέου οχήματος ειδικού σκοπού (με στελέχη της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής).
Μεσοπρόθεσμα, η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων θα μπορούσε να κάνει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα πιο ανθεκτικό στις εθνικές αναταράξεις αλλά και στη μετάδοση της κρίσης από την Ελλάδα και την Ισπανία. Ωστόσο, η κρίση τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία απειλεί σήμερα την επιβίωση του συστήματος και επομένως απαιτεί άμεση επίλυση, έως ότου τεθεί σε λειτουργία η μακροπρόθεσμη λύση. Το όχημα ειδικού σκοπού που θα χρησιμοποιηθεί για άμεση παρέμβαση σε Ισπανία και Ελλάδα θα μπορεί στο μέλλον να συγχωνευτεί με το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων.
Οι προτάσεις της Κομισιόν δείχνουν και πάλι “λίγες” και καθυστερημένες. Η ιδέα του να υπάρξει κάποιο είδος συνασφάλισης μεταξύ των εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων στην περίπτωση που μία τράπεζα με πανευρωπαϊκές δραστηριότητες αντιμετωπίσει πρόβλημα ίσως είναι χρήσιμη. Αυτό όμως προϋποθέτει να υπάρχουν πανευρωπαϊκές τράπεζες στην Ευρωζώνη. Η “βαλκανοποίηση” του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης εξελίσσεται τόσο ραγδαία που σε λίγο καιρό ίσως δεν υπάρχουν. Επιπλέον, το πρόβλημα σήμερα προέρχεται από τις τοπικές τράπεζες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία (όπου οι διεθνώς ενεργές τράπεζες δεν δείχνουν να έχουν εμπλακεί σε μεγάλο βαθμό σε δανεισμό real estate). Στην Ιρλανδία, οι ζημιές προέρχονται από τις τράπεζες που είχαν περισσότερο τοπικές δραστηριότητες.
Το πρόβλημα με τις προβληματικές τράπεζες
Η αντιμετώπιση των προβληματικών τραπεζών είναι δύσκολη καθώς κάθε χώρα αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση. Το γενικό ζήτημα που προκύπτει σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι χρειάζεται μία “ευρωπαϊκή προσέγγιση” όταν ένα κράτος είναι πολύ αδύναμο για να στηρίξει τις τράπεζες. Οι λεπτομέρειες διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση. Όμως η γενικότερη αρχή είναι σαφής: όσο μεγαλύτερη η “τρύπα”, τόσο μεγαλύτερο ρίσκο πρέπει να αναλάβει η Ευρώπη. Αυτό είναι αναπόφευκτο δεδομένου ότι είναι προς όφελος ολόκληρης της Ε.Ε. να αποτραπεί η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος σε οποιαδήποτε χώρα. Επιπρόσθετα, ο φορολογούμενος της Ευρωζώνης έχει ήδη πάρει μεγάλα ρίσκα δεδομένων των τεράστιων υφιστάμενων πιστώσεων της ΕΚΤ προς τις τράπεζες των χωρών αυτών.
Όπως σημειώνουν οι δύο αρθρογράφοι, οι γενικές αρχές που θα έπρεπε να εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις είναι απλές.
– Ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να συμμετέχει, ειδικότερα σε περιπτώσεις χρεοκοπίας: Οι κάτοχοι μετοχών θα πρέπει να δεχτούν βαρύ dilution και οι ομολογιούχοι θα πρέπει να συνεισφέρουν μέσω κουρέματος η ανταλλαγής ομολόγων.
– Η αρχή του μικρότερου κόστους θα πρέπει να ακολουθείται: Αυτό σημαίνει ότι η αρμόδια αρχή θα πρέπει να επιλέξει εκείνη τη μέθοδο εκκαθάρισης κατά την οποία το συνολικό ύψος των δαπανών και των ενδεχόμενων υποχρεώσεων θα συγκρατηθούν στο ελάχιστο.
– Είναι πολύ σημαντική η γρήγορη λήψη αποφάσεων: Η αναβλητικότητα οδηγεί σε συγκέντρωση ακόμη μεγαλύτερων ζημιών και δίνει στους ιδιώτες πιστωτές το χρόνο να αποφύγουν τις όποιες ζημιές από την “ακύρωση” των απαιτήσεων προς την κυβέρνηση ή την ΕΚΤ.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις αρχές, αναδεικνύουν ως ζήτημα για την Ελλάδα τη φυγή καταθέσεων.
«Εδώ, το τραπεζικό σύστημα στην ουσία χρεοκόπησε λόγω του κράτος» αναφέρουν. «Οι ελληνικές τράπεζες κατείχαν ελληνικά κρατικά ομόλογα ονομαστικής αξίας ίσης με το 200% των ιδίων κεφαλαίων. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα συνεπώς έπρεπε να ανακεφαλαιοποιηθεί μέσω του PSI. Η πιο απλή λύση θα ήταν η κρατικοποίησή τους (που θα συνοδευόταν από εκ νέου ιδιωτικοποίηση όταν επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος σταθεροποίησης της οικονομίας).
Ωστόσο, όλοι συμφωνούν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αποτελούσε τον χειρότερο ιδιοκτήτη που θα μπορούσαν να έχουν οι τράπεζες (ακόμη και για μεταβατική περίοδο). Δεδομένου επίσης του αυτοπεριορισμού πως ο EFSF μπορεί να δανείσει μόνο σε κυβερνήσεις θα οδηγούσε σε ανακεφαλαιοποίηση με προνομιούχες μετοχές, κάτι που σημαίνει πλήρη και ανεξέλεγκτο κίνδυνο για τον Ευρωπαίο φορολογούμενο.
Στην πραγματικότητα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει de facto αρνητικά κεφάλαια αν κανείς θέσει τις απαιτήσεις τους από την κυβέρνηση σε βάση καθημερινής αποτίμησης και συνυπολογίσει τις ζημιές στα υφιστάμενα δανειακά χαρτοφυλάκια τα οποία αυξάνονται όσο βαθαίνει η ύφεση. Η λύση επομένως πρέπει να είναι παρόμοια: ο ESM (μέσω του οχήματος ειδικού σκοπού) θα πρέπει να αναλάβει τα ηνία του τραπεζικού συστήματος, να εξαλείψει τους υφιστάμενους μετόχους και να αναλάβει τον έλεγχο».
[sc:Πηγή id=”http://kourdistoportocali.com/articles/11856.htm” ]