Ασκήσεις ισορροπίας ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ των κοινωνικών επιπτώσεων από την παύση ισχύος του νόμου Κατσέλη και των αναγκών των τραπεζών να μειώσουν δραστικά τα “κόκκινα” δάνεια, διενεργούνται μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών.
Το θέμα θεωρείται μείζον και από τους “θεσμούς” και το αποτέλεσμα των ζυμώσεων που πραγματοποιούνται αυτό το διάστημα αναμένεται μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου.
Οι “θεσμοί” δεν διάκεινται ευνοϊκά έναντι της παράτασης ισχύος του νόμου, δεδομένου ότι ψηφίστηκε το 2010 με σκοπό να καλύψει έκτακτες ανάγκες και ισχύει ήδη επί μια οκταετία, χάνοντας κάθε χαρακτήρα προσωρινότητας.
Περαιτέρω δε παράταση του νόμου, όπως εκτιμούν, θα υπέθαλπε νέες καταχρηστικές προσφυγές στο νόμο αντί για τη ρύθμιση των δανειακών υποχρεώσεων των δανειοληπτών με τις τράπεζες.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά χθες ο Φραντσέσκο Ντρούντι της ΕΚΤ (Principal Adviser, Country Coordinator για την Ελλάδα), μιλώντας στο Συνέδριο Capital + Vision που συνδιοργανώνουν το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο και το Capital.gr, η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί σε ένα σχέδιο δράσης για να εξαλειφθούν οι περιπτώσεις του νόμου Κατσέλη έως το 2021. “Θα πρέπει την επόμενη διετία να μειωθούν σημαντικά”, είπε ο κ. Ντρούντι για τις 135.000 εκκρεμούσες, σήμερα, υποθέσεις του ν. Κατσέλη, προσθέτοντας ότι γίνεται διάλογος ώστε να καταρτιστούν και δικαστικοί σε χρηματοοικονομικά ζητήματα για να προχωρήσουν πιο γρήγορα οι υποθέσεις. Σημειώνεται ότι το αποκορύφωμα των υποθέσεων του ν. Κατσέλη ήταν οι 173.000 υποθέσεις το 2016.
Δεδομένου, πάντως, ότι η χώρα έχει εξέλθει από την μνημονιακή εποπτεία, η κύρια διαπραγμάτευση για το μέλλον του ν. Κατσέλη γίνεται μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών. Οι δύο πλευρές κατανοούν τις εκατέρωθεν ανάγκες που πρέπει να συμβιβαστούν.
Οι τράπεζες έχουν δηλώσει στην κυβέρνηση ότι καταρχάς δεν θα ήταν αντίθετες σε παράταση της ισχύος του νόμου, ωστόσο με ένα πολύ στενότερο εύρος προστασίας ώστε να καλύπτονται μόνο οι πραγματικά αδύναμοι οφειλέτες. Το όριο προστασίας για την πρώτη κατοικία έχει αναφερθεί ότι θα πρέπει να πέσει στις 100.000 ευρώ, ωστόσο, η κυβέρνηση φέρεται να το έχει απορρίψει.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη οι τράπεζες δεν έχουν καταθέσει επίσημες προτάσεις και το εκατέρωθεν “παζάρι” συνεχίζεται. Σημειώνεται ότι, μεταξύ άλλων κριτηρίων, ο ν. Κατσέλη παρέχει σήμερα προστασία στην πρώτη κατοικία σε ένα εύρος αντικειμενικών αξιών από 180.000 ευρώ για τον άγαμο έως 220.000 ευρώ για τον έγγαμο, προσαυξημένη επιπλέον κατά 20.000 ευρώ για κάθε παιδί.
Το δύσκολο τοπίο που διαμορφώνεται ενόψει της εκπνοής της προστασίας της πρώτης κατοικίας με το ν. Κατσέλη στις 31 Δεκεμβρίου, καθώς προδιαγράφεται ότι τυχόν επέκταση της ισχύος του νόμου κατά ένα έτος θα γίνει με αρκετά χαμηλότερα όρια προστασίας, είναι εμφανές στην απόφαση της κυβέρνησης να ενεργοποιήσει από 1/1/2019, διάταξη που είχε ψηφίσει το 2015 και παρέμενε μέχρι σήμερα ανενεργή: την επιδότηση της δόσης (έως και 95%) στεγαστικών δανείων που έχουν ρυθμιστεί με το ν. Κατσέλη.
Από την πλευρά τους, οι τράπεζες αποστέλλουν επιστολές σε δανειολήπτες του ν. Κατσέλη, καλώντας τους να παραιτηθούν από την αίτησή τους και να προσέλθουν για ρύθμιση της οφειλής με “κούρεμα”, αντίστοιχο αυτού που θα λάμβαναν αν το δικαστήριο έκανε αποδεκτή την αίτηση.
Κρίνοντας, πάντως, από αντίστοιχες προσκλήσεις που έχουν απευθύνει σε δανειολήπτες των οποίων τα δάνεια τέθηκαν προς πώληση, οι τράπεζες φοβούνται ότι μπορεί και αυτές οι προσκλήσεις να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα (υπενθυμίζεται ότι στην περίπτωση πρόσφατης πώλησης NPLs από τη Eurobank, μόλις το 6% των δανειοληπτών αποδέχτηκε “κούρεμα” 80% αντί για πώληση του δανείου του σε fund).
Πάντως, στοιχεία των τραπεζών που αναφέρονται στα τέλη Ιουνίου 2018, δείχνουν ότι το 48% των αιτήσεων υπαγωγής στον νόμο Κατσέλη απορρίπτονται, καθώς τα δικαστήρια κρίνουν ότι δεν συντρέχει λόγος παροχής του καθεστώτος προστασίας στον αιτούντα.
Παράλληλα, στις μισές από τις αιτήσεις που απορρίπτουν, τα δικαστήρια κρίνουν ότι ο δανειολήπτης έχει την ικανότητα πλήρους αποπληρωμής του χρέους του και άρα πρέπει να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό του δανείου στην ονομαστική του αξία χωρίς κάποιο “κούρεμα”.
Όσον αφορά τις αιτήσεις δανειοληπτών που γίνονται δεκτές από τα δικαστήρια, καθώς κρίνεται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις για καθεστώς προστασίας, ο υπολογισμός της μηνιαίας δόσης αποπληρωμής καθορίζεται με βάση το εισόδημα του δανειολήπτη και τις εύλογες δαπάνες διαβίωσής του.
Οι τράπεζες προβλέπουν σε γενικές γραμμές τρία πλάνα διευθέτησης της οφειλής: α) μηνιαίες πληρωμές με διάρκεια αποπληρωμής της οφειλής πάνω από 4 χρόνια, β) μηνιαίες καταβολές με διάρκεια αποπληρωμής του δανείου άνω των 20 ετών, έναντι της διακράτησης από τον δανειολήπτη της πρώτης και ιδιόκτητης κατοικίας του, αν αυτή υπάρχει. Οι καταβολές αυτές προσδιορίζονται στο 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου του δανειολήπτη, και γ) πώληση ή εκμετάλλευση άλλου ακινήτου.