Με την κυβέρνηση να προειδοποιεί (και συχνά να απειλεί) ότι ο Ιανουάριος είναι ο πιο κρίσιμος μήνας για την πορεία της ανταλλαγής ομολόγων, κραδαίνοντας παράλληλα την δαμόκλειο σπάθη της άφιξης της τρόικας στην Αθήνα στις 16 του μήνα, όλα δείχνουν πως οι διαπραγματεύσεις με τους ιδιώτες δανειστές οδηγούν σε πλήρη απώλεια της εθνικής κυριαρχίας – ακόμη και αν αυτές ευοδωθούν.
Οι πληροφορίες λένε πως αν τελικά επιτευχθεί το PSI, αυτό θα γίνει υπό την απειλή άτακτης χρεοκοπίας της χώρας – κάτι που αναφέρεται όλο και πιο συχνά και από τα πλέον επίσημα χείλη τον τελευταίο καιρό – αλλά και επειδή η Αθήνα έχει κατ’ αρχήν αποδεχθεί την υπαγωγή των νέων ομολόγων στο αγγλικό δίκαιο.
Παρά τα σχετικά κυβερνητικά φληναφήματα, σύμφωνα με τα οποία το 93% των υφισταμένων κρατικών ομολόγων υπάγονται στο ελληνικό δίκαιο, αλλά για τα νέα ομόλογα «διαπραγματευόμαστε σκληρά», φαίνεται ότι προχωρεί η συμφωνία περί υπαγωγής στο αγγλικό δίκαιο, με αντάλλαγμα την εκ μέρους των δανειστών αποδοχή χαμηλότερου επιτοκίου.
Κι’ όταν λέμε χαμηλότερο, εννοούμε ότι ζητούσαν… 8%, ενώ σε περίπτωση αποδοχής του αγγλικού δικαίου θα… πέσουν στο 5%.
Φυσικά, με ένα ληστρικό επιτόκιο της τάξης του 8%, ουσιαστικά ακυρώνεται η μείωση του χρέους και απλώς μετατίθεται από την παρούσα «πάνσοφη» κυβέρνηση στις επόμενες γενεές – όταν αυτή (η κυβέρνηση) θα έχει αποχωρήσει νίπτουσα τας χείρας της.
Στο μεταξύ – εφόσον έχει γίνει αποδεκτό το αγγλικό δίκαιο – δεσμεύεται και η επόμενη Βουλή, η οποία δεν θα δικαιούται να αλλάξει τους όρους έκδοσης των ομολόγων, αφού αυτά δεν θα διέπονται πλέον από το ελληνικό δίκαιο.
Και ενώ δρομολογείται η με κάθε τρόπο μακροχρόνια υποδούλωση της χώρας, το ΔΝΤ επανέρχεται και με νέο εσωτερικό του έγγραφο, το οποίο επικαλείται το γερμανικό περιοδικό Ντερ Σπήγκελ, επιμένει στην άποψη πως το πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας είναι ανεπαρκές και επομένως θα πρέπει να ληφθούν και νέα μέτρα για να αποφευχθεί η χρεοκοπία και να επιτευχθούν οι συμφωνημένοι με τους πιστωτές στόχοι.
Σε διαφορετική περίπτωση – σε περίπτωση δηλαδή που δεν ακολουθηθεί η οδός των νέων μέτρων – τότε, κατά το ΔΝΤ, θα πρέπει να δοθούν και νέα δάνεια στην Ελλάδα.
Προστίθεται μάλιστα πως αν επιχειρηθεί μείωση του χρέους υψηλότερη του 50%, οι πιστωτές είναι δυνατόν να αρνηθούν – οπότε θα πρόκειται για μη εθελοντική συμμετοχή και επομένως η χώρα θα οδηγηθεί σε άτακτη χρεοκοπία.
Την ίδια ώρα, ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, Ολιβιέ Μπλανσάρ, δήλωσε μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο CNBC, ότι θα χρειαστεί μεγαλύτερο κούρεμα για «να αναπνεύσει η Ελλάδα», προσθέτοντας την ανάγκη για «προσαρμογές στους μισθούς».
Την ίδια εκτίμηση έκανε μιλώντας στο «Βήμα» και ο Κλέμενς Φουέστ, σύμβουλος του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, λέγοντας πως το «κούρεμα» κατά 50% του ελληνικού χρέους δεν είναι αρκετό προκειμένου να μπει η χώρα σε μια βιώσιμη πορεία, υποστηρίζοντας ότι η συμμετοχή των επενδυτών στο «κούρεμα» θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική, ακόμα κι αν, όπως είπε, προέκυπτε ο κίνδυνος ανοιχτής χρεοκοπίας.
Μάλιστα, ο Χορστ Ζιχόφερ, ηγετικό στέλεχος της γερμανικής ΧριστιανοΚοινωνικής Ένωσης (CDU), υποστήριξε μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό Deutschlandfunk, ότι οι παρενέργειες από ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ «δεν θα είναι αρκετά ισχυρές, ώστε η Ευρώπη να ζημιωθεί».
Μάλιστα, υπάρχει και το σενάριο για υποχρεωτική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και μετά την ολοκλήρωση του PSI – οπότε πλέον η συμμετοχή των ιδιωτών που τελικά δεν θα συμμετάσχουν να είναι υποχρεωτική και γι’ αυτούς.
Φυσικά, τότε θα υπάρξει πιστωτικό επεισόδιο και ενεργοποίηση των CDS.
Υπενθυμίζεται ότι ήδη οι Ισπανοί έχουν αποχωρήσει από την διαδικασία. Αν οι αντιδράσεις συνεχιστούν και από άλλους, τότε θα υπάρξει υποχρεωτικό «κούρεμα» με όλες τις συνέπειες.
Όπως φαίνεται, οι άνθρωποι που τα πήγαν καλά στο «μαγείρεμα» (των στατιστικών στοιχείων), δεν τα πάνε και τόσο καλά με την… κομμωτική.
Αλλά παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ακόμη εκείνοι που υποστηρίζουν ότι πρέπει να αφεθεί η κυβέρνηση να διαπραγματεύεται χωρίς κανέναν έλεγχο, ώστε να σερβιριστεί η «λύση», όταν δεν θα υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο για αντίδραση.
Το σχέδιο (της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα) που τέθηκε σε εφαρμογή πριν από έναν χρόνο και αποφασίστηκε στο Eurogroup της 11ης Μαρτίου ήταν βέβαιο ότι θα οδηγούσε στην χρεοκοπία της χώρας.
Τότε, όμως, οι Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου αποδέχθηκαν πειθήνια το γερμανικό σχέδιο, αν και γνώριζαν πού θα μας οδηγούσε.
Οι ευθύνες τους είναι μεγάλες και δεν μπορούν να ισχυριστούν πως δεν γνώριζαν.
Ήδη από τον Νοέμβριο του 2010, ο κ. Παπανδρέου είχε δηλώσει, μιλώντας στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro ότι «αυτό το σενάριο (σ.σ. της αναδιάρθρωσης) δεν συζητείται καν. Θα είναι καταστροφή για τους Έλληνες πολίτες, δεδομένων των θυσιών στις οποίες συναίνεσαν».
Την προηγουμένη της συνέντευξή του, δηλαδή στις 15 Μαρτίου, ο πρώην πρωθυπουργός είχε μάλιστα επιτεθεί στο Βερολίνο, που είχε προτείνει συμμετοχή τραπεζών και επενδυτών στο μηχανισμό στήριξης κρατών – μελών της Ευρωζώνης, προειδοποιώντας ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στη χρεοκοπία μίας χώρας-μέλους.
«Η γερμανική κυβέρνηση έχει υποστηρίξει ότι οι τράπεζες, που χρηματοδοτούν χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους, θα πρέπει να είναι έτοιμες να αναλάβουν το κόστος μιας πιθανής στάσης πληρωμών… Η θέση αυτή δημιούργησε έναν κύκλο υψηλότερων επιτοκίων για χώρες που φάνηκε ότι ήσαν σε δυσχερή θέση, όπως η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία. Θα μπορούσε να δημιουργήσει μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία…. Είναι σαν να λες σε κάποιον, που βρίσκεται σε δεινή θέση, ότι του αυξάνεις το φορτίο, που έχει να σηκώσει».
Παρ’ όλα αυτά, στις 13 Μαρτίου του 2011, όταν είχε πλέον ληφθεί η συγκεκριμένη απόφαση, που ο ίδιος είχε αποκαλέσει καταστροφική, ο κ. Παπανδρέου μιλούσε περί «ενός σημαντικού σταθμού στην πορεία να βγάλουμε τη χώρα από τη δύσκολη θέση που την έφεραν πολιτικές και πρακτικές των προηγούμενων ετών»!
Ως γνωστόν, κατά της αναδιάρθρωσης του χρέους, που τώρα καλείται να διαχειριστεί, είχε ταχθεί και ο σημερινός πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, με διαλέξεις του και άρθρο του στους Financial Times, τον Ιούνιο του 2011.
Δειλοί, μοιραίοι και ανίκανοι να διαπραγματευτούν, οδηγούν τη χώρα στην χρεοκοπία, παριστάνοντας ότι εφαρμόζουν τις επιταγές της τρόικας και αποδίδοντας σ’ αυτές όλα όσα συμβαίνουν – και όχι στην δική τους ανικανότητα.