Εφόσον «περάσουν» από την ελληνική Βουλή τα μέτρα για την ανακούφιση των δανειοληπτών, όπως αναφέρει η εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», από τις αρχές του 2013 οι οφειλέτες θα έχουν τρεις τρόπους για τη ρύθμιση των χρεών τους, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους.
Συγκεκριμένα:
1. Η νέα ρύθμιση
Δικαίωμα ένταξης έχουν οι ακόλουθες κατηγορίες νοικοκυριών με στεγαστικό ή ενυπόθηκο καταναλωτικό δάνειο:
Α. Μισθωτοί- συνταξιούχοι-επαγγελματίες με ως δύο εργοδότες (μπλοκάκια)
-Με εισοδηματικές απώλειες από 1.1.2010 άνω του 35%.
-Με φορολογητέο εισόδημα σήμερα ως 25.000 ευρώ.
-Με προσημειωμένο ακίνητο αντικειμενικής αξίας ως 180.000 ευρώ.
Β. Άνεργοι, ευπαθείς ομάδες
-Με προσημειωμένο ακίνητο αντικειμενικής αξίας ως 200.000 ευρώ.
-Χωρίς κανένα άλλο κριτήριο.
Όσοι πληρούν τα παραπάνω κριτήρια μπορούν να μειώσουν τη δόση τους στο 30% του μηνιαίου εισοδήματός τους για περίοδο τεσσάρων ετών. Αυτό επιτυγχάνεται με την πληρωμή από τον δανειολήπτη μόνο των τόκων με σταθερό επιτόκιο 1,50%. Σε κάθε περίπτωση η δόση δεν μπορεί να ξεπερνά το 30% των μηναίων αποδοχών του, ενώ αν ο δανειολήπτης δεν έχει εισόδημα αναστέλλεται η πληρωμή δόσης. Μετά την τετραετή περίοδο χάριτος επανέρχονται οι αρχικοί όροι του δανείου. Με τη ρύθμιση αυτή παρέχεται σημαντική ανακούφιση στους δανειολήπτες, οι οποίοι για ένα εύλογο χρονικό διάστημα καταβάλλουν πολύ χαμηλή δόση. Μετά το πέρας της περιόδου χάριτος η μηναία δόση επανέρχεται στα προ της ρύθμισης επίπεδα, καθώς οι όροι του δανείου παραμένουν οι ίδιοι, ενώ αυξάνεται ως και τέσσερα έτη η εναπομένουσα διάρκεια εξόφλησης.
2. Προσωποποιημένα προγράμματα αναχρηματοδότησης
Όσοι δανειολήπτες δεν πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής στη νέα ρύθμιση, δηλαδή μπορεί να μην έχουν τόσο μεγάλες απώλειες στις αποδοχές τους ή το εισόδημά τους είναι υψηλότερο των 25.000 ευρώ ή η αντικειμενική αξία του ακινήτου τους είναι μεγαλύτερη των ορίων που θα τεθούν, θα μπορούν να ρυθμίζουν το δάνειό τους με τα προσωποιημένα προγράμματα αναχρηματοδότησης των τραπεζών.
Ήδη από τις αρχές του 2010 τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προχωρήσει σε μεγάλο αριθμό ρυθμίσεων σε οφειλές που αντιμετώπιζαν δυσχέρειες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους. Σε γενικές γραμμές, η μείωση των δόσεων επιτυγχάνεται με την παροχή μιας περιόδου χάριτος, κατά τη διάρκεια της οποία ο δανειολήπτης καταβάλλει μόνο τους τόκους ή ενδεχομένως και ένα μέρος του κεφαλαίου. Συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις η τράπεζα επανελέγχει την κατάσταση του δανειολήπτη ύστερα από έναν χρόνο.
Πιο μόνιμες λύσεις επιτυγχάνονται με την αύξηση του χρόνου αποπληρωμής, που επιτρέπει τη μείωση της δόσης. Στις περιπτώσεις καταναλωτικών δανείων, η μηνιαία καταβολή μπορεί να υποχωρήσει αισθητά, εφόσον ο δανειολήπτης δεχθεί να παράσχει εξασφαλίσεις στην τράπεζα. Με τον τρόπο αυτόν είναι δυνατή η σημαντική μείωση του επιτοκίου, καθώς και η ταυτόχρονη αύξηση της περιόδου αποπληρωμής.
Εξάλλου, οι πιο «βαριές» περιπτώσεις αντιμετωπίζονται περισσότερο δραστικά. Έπειτα από εξέταση της περιουσιακής και εισοδηματικής κατάστασης του δανειολήπτη και εφόσον διαπιστωθεί ότι ο τελευταίος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, ακόμη και αν ρευστοποιήσει μέρος της περιουσίας του, η τράπεζα μπορεί να προχωρήσει σε διαγραφή της οφειλής, ώστε το «κουρεμένο» χρέος να καταστεί εξυπηρετήσιμο. Μπορεί να διαγραφεί ως και το 35% της οφειλής, ενώ για το υπόλοιπο 65% γίνεται νέος διακανονισμός για την αποπληρωμή του σε δόσεις. Πρόκειται για το στάδιο που μεσολαβεί πριν από την προσφυγή του δανειολήπτη στη Δικαιοσύνη.
3. «Κούρεμα» μέσω Ειρηνοδικείου
Όσοι έχουν ως μοναδικό περιουσιακό στοιχείο την πρώτη κατοικία τους και τα εισοδήματά τους είναι πάρα πολύ χαμηλά σε σχέση με το χρέος του και το κόστος εξυπηρέτησή τους, μπορούν να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη για τη ρύθμιση των χρεών τους, κάνοντας χρήση των διατάξεων του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Ο δανειολήπτης, εφόσον δεν καταφέρει να πετύχει διακανονισμό με την τράπεζα, μπορεί να υποβάλει στο Ειρηνοδικείο αίτηση, στην οποία θα πρέπει να αναφέρει την οικογενειακή κατάσταση περιουσίας και εισοδημάτων, τις απαιτήσεις των τραπεζών και ένα σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Αν η υπόθεση φθάσει στις αίθουσες των δικαστηρίων, η ρύθμιση του χρέους γίνεται μετά τον έλεγχο όλων των στοιχείων και εφόσον ο ειρηνοδίκης κρίνει ότι δεν επαρκούν τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα του οφειλέτη για την αποπληρωμή του.
Στις περιπτώσεις στεγαστικών δανείων, το δικαστήριο μπορεί να διαγράψει μέρος του χρέους και να δώσει τη δυνατότητα εξόφλησης του υπολοίπου, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 85% της εμπορικής αξίας της πρώτης κατοικίας, σε διάστημα ως και 20 έτη, με χαμηλό επιτόκιο. Δυνατή είναι επίσης η παροχή περιόδου χάριτος μέχρι και τεσσάρων ετών. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει περιουσία, το ύψος των μηναίων καταβολών καθορίζεται από το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδήματα του οφειλέτη και τις βασικές ανάγκες του ίδιου και των προστατευόμενων μελών του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφόσον παρέλθουν τα τέσσερα έτη και έχει τηρήσει ο οφειλέτης τις υποχρεώσεις του, επέρχεται απαλλαγή από το υπόλοιπο των χρεών.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ
Το απόλυτο τίποτα