Σε 40.000 υπολογίζονται τα νοικοκυριά που έχουν κηρύξει πτώχευση και αδυνατούν να ανταποκριθούν στα χρέη τους προς τις τράπεζες. Το 30% των αιτήσεων προέρχονται από πρόσωπα που έχουν εξαρτημένη σχέση εργασίας με το Δημόσιο.
Την ίδια ώρα που οι φόβοι για χρεοκοπία της χώρας εντείνονται και το κούρεμα του ελληνικού χρέους μοιάζει αναπόφευκτο, δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά έχουν ήδη κηρύξει πτώχευση λόγω αδυναμίας πληρωμής χρεών προς τις τράπεζες, ενώ τα δικαστήρια «ανάβουν» το πράσινο φως για κούρεμα χρεών σε ιδιώτες.
Μέχρι σήμερα έχουν υποβληθεί περισσότερες από 30.000 αιτήσεις πτώχευσης ιδιωτών στο πλαίσιο του νόμου περί ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και εκτιμάται πως μέχρι τα τέλη του χρόνου θα έχουν φτάσει τις 40.000 οι αιτήσεις στα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες από υψηλόβαθμα στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων, από τις αιτήσεις αυτές περίπου το 80% έχουν υποβληθεί από συνταξιούχους του ΙΚΑ, του Δημοσίου και άλλων Ταμείων, καθώς και από εν ενεργεία υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι οποίοι λόγω των συνεχών μειώσεων στους μισθούς και στις συντάξεις τους, δηλώνουν μερική ή ολική αδυναμία πληρωμής των δανείων τους.
Βάσει μάλιστα των στοιχείων από τις αιτήσεις πτώχευσης που έχουν παραληφθεί μέχρι σήμερα, προκύπτει το εντυπωσιακό στοιχείο ότι το 1/3 περίπου αυτών αφορά φυσικά πρόσωπα που έχουν σχέση εξαρτημένης εργασίας με το Δημόσιο.
Η μεγάλη πλειονότητα των οφειλετών αυτών διαθέτουν πρώτη κατοικία την οποία απέκτησαν με δανεισμό από κάποια τράπεζα, την οποία επιθυμούν να διατηρήσουν στην κατοχή τους. Αυτός ουσιαστικά είναι και ο λόγος που ζητούν την προστασία του νόμου.
Από τις υποβληθείσες αιτήσεις, λόγω άρνησης των τραπεζών να αποδεχθούν τις προτάσεις των δανειοληπτών έχουν οδηγηθεί στις δικαστικές αίθουσες μέχρι σήμερα το 25% εξ αυτών.
Στα Ειρηνοδικεία
Μέχρι σήμερα έχουν υποβληθεί περί τις 7.500 αιτήσεις δικαστικού συμβιβασμού σε όλα τα Ειρηνοδικεία της χώρας, με τον μεγάλο όγκο αυτών να κατευθύνονται
στα δικαστήρια του Λεκανοπεδίου Αττικής, από τις οποίες μέχρι στιγμής έχουν εκδικασθεί περισσότερες από 50.
Με βάση τα έως τώρα στοιχεία που προκύπτουν, το 40% των αιτήσεων απορρίπτονται και το 60% γίνονται αποδεκτές με τα δικαστήρια να δέχονται την αδυναμία πληρωμής εκδίδοντας αποφάσεις διακανονισμού των χρεών, σε χαμηλότερο ύψος από το οφειλόμενο.
Από τις μέχρι σήμερα εκτιμήσεις τραπεζικών κύκλων, μέχρι τέλος του έτους θα έχουν υποβληθεί επιπλέον 10.000 αιτήσεις εξωδικαστικού συμβιβασμού ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμός σε 40.000.
Το μέσο ύψος οφειλής ανά δανειολήπτη σε όλες τις τράπεζες υπολογίζεται σε 100.000 ευρώ και τα δικαστήρια με τις αποφάσεις τους περιορίζουν τις απαιτήσεις των τραπεζών κατά 60% κατά μέσο όρο, οι οποίες πρόκειται να εισπραχθούν στη διάρκεια της επόμενης εικοσαετίας.
Τα χρέη που αναμένεται ότι θα «σβήσουν» οι τράπεζες από την εφαρμογή του νόμου υπολογίζονται σε 2,5 δισ. ευρώ περίπου για το 2011. Προβλέπεται όμως ότι και το επόμενο έτος θα συνεχιστεί με την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη ένταση, η υποβολή νέων αιτήσεων πτώχευσης.
Από τις μέχρι σήμερα αποφάσεις των Ειρηνοδικείων σε όλη τη χώρα συνάγονται τα ακόλουθα, μέχρι στιγμής, συμπεράσματα:
Απορρίπτονται οι αιτήσεις για διάφορους λόγους, όπως είναι η μεταβίβαση ακινήτων με γονική παροχή τα τελευταία χρόνια, η μη προσκόμιση δικαιολογητικών που αποδεικνύουν την αδυναμία πληρωμής των οφειλών, η μη συμπλήρωση των αναγκαίων προϋποθέσεων π.χ. έμποροι που εξαιρούνται από τον νόμο.
Στις περιπτώσεις εκείνες που εγκρίνονται οι αιτήσεις, αποδεχόμενα τα δικαστήρια την αδυναμία πληρωμής του αιτούντα, προβλέπεται η τετραετής αποπληρωμή μέρους των οφειλών σύμμετρα σε όλους τους πιστωτές, ανάλογα με τα μηνιαία έσοδα του αιτούντα, αφού πρώτα όμως αφαιρεθούν οι αναγκαίες δαπάνες διαβίωσης.
Εφόσον υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία κινητά και ακίνητα εκποιούνται και από το προϊόν της εκποίησης ικανοποιούνται οι πιστωτές.
Σε περίπτωση ύπαρξης πρώτης κατοικίας αυτή προστατεύεται εφόσον ο πιστούχος καταβάλει στους πιστωτές του το 85% της εμπορικής αξίας έντοκα σε διάρκεια 20 ετών. Από τις πληρωμές αυτές ικανοποιούνται προνομιακά οι ενυπόθηκοι δανειστές.
Ο νόμος αφορά υπερχρεωμένους καταναλωτές
Η διαδικασία για τη ρύθμιση χρεών προς τις τράπεζες
Μπορεί οι τράπεζες να διαμορφώνουν προγράμματα αναδιάρθρωσης δανείων που έχουν χορηγήσει, με αντικειμενικό στόχο την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής και την ουσιαστική μείωση της μηνιαίας δόσης, ωστόσο δεν δείχνουν ικανά να αποτρέψουν το κύμα αιτήσεων πτώχευσης.
Για παράδειγμα, καθηγητής Λυκείου υπέβαλε αίτηση πτώχευσης με μηνιαίο εισόδημα 2.000 ευρώ. Είναι επιβαρημένος με ένα στεγαστικό δάνειο ύψους 60.000 ευρώ, ένα καταναλωτικό δάνειο ύψους 16.000 ευρώ και τέσσερις πιστωτικές κάρτες με χρέος ύψους 40.000 ευρώ.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τραπεζικού υπάλληλου με μισθό 1.950 ευρώ, οι δανειακές υποχρεώσεις του οποίου ανέρχονται σε 144.000 ευρώ. Οφείλει στεγαστικό ύψους 80.000 ευρώ, τρία καταναλωτικά δάνεια 24.000 ευρώ, ενώ έχει δύο πιστωτικές κάρτες με χρέη 10.000 ευρώ και 30.000 ευρώ σε άλλον πιστωτή.
Ο νόμος αφορά φυσικά πρόσωπα, δηλαδή υπερχρεωμένους καταναλωτές, και ρυθμίζει χρέη τα οποία δεν προέρχονται από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας και «χρέη που προέρχονται από περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα που δεν προσδίδει στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα».
Προϋπόθεση για να ενταχθεί ένας υπερχρεωμένος καταναλωτής στις διατάξεις αυτού του νόμου «είναι η οριστική ή επαπειλούμενη μη δόλια μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του». Και η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του -σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου- μπορεί να γίνει μόνο μία φορά.
Η διαδικασία βάσει του νόμου προβλέπει σε πρώτη φάση την αποστολή μιας επιστολής στην οποία ο δανειολήπτης ζητεί να μάθει το ακριβές ύψος των οφειλών του.
Στη συνέχεια αποστέλλει μία αίτηση εξωδικαστικού συμβιβασμού, προτείνοντας κάποιο συγκεκριμένο τρόπο διευθέτησης της οφειλής του. Σε αυτήν τη φάση, συνήθως, απορρίπτονται οι αιτήσεις που ζητούν απαλλαγή και όχι ρύθμιση χρεών.
Αν και εφόσον απορριφθεί η συγκεκριμένη αίτηση, ο δανειολήπτης προχωρεί στην αποστολή νέας αίτησης για δικαστικό πλέον συμβιβασμό. Εκεί εφόσον υπάρξει συμφωνία, υπογράφεται ένα πρακτικό το οποίο και αποτελεί σύμβαση ρύθμισης. Αν δεν υπάρξει και σε αυτήν την περίπτωση, τότε ακολουθεί το τρίτο στάδιο, όπου πλέον εκδικάζεται η απόφαση που θα είναι εκτελεστή από όλες τις πλευρές.
Κώστας Νάνος στο ΕΘΝΟΣ