Προτάσεις από τράπεζες που οδηγούν τους δανειολήπτες σε… βέβαιη καταστροφή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα από το Συνήγορο του Καταναλωτή.
Σοβαρές στρεβλώσεις στην εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013) για τη ρύθμιση οφειλών δημιουργούν «τοξικές» προτάσεις που απευθύνουν οι τράπεζες στους δανειολήπτες και συχνά μεταθέτουν το πρόβλημα στο μέλλον, αυξάνοντας το βαθμό υπερχρέωσης του πελάτη.
Οι καταγγελίες στο Συνήγορο του Καταναλωτή έφεραν και το 2016 το χρηματοπιστωτικό τομέα μεταξύ των κορυφαίων σε παράπονα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΣτΚ. Στην έκθεση αναφέρονται ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα καταγγελιών για τις ρυθμίσεις που προτείνουν τράπεζες σε δανειολήπτες, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι η στρεβλή εφαρμογή των κανόνων του Κώδικα Δεοντολογίας.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δανειολήπτριας, η οποία αρχικά δεν κατάφερε να ρυθμίσει το χρέος της, επειδή η τράπεζα πρότεινε ένα σχέδιο που αύξανε υπέρμετρα την επιβάρυνση σε βάθος χρόνου, αλλά τελικά, με την παρέμβαση του Συνηγόρου, πέτυχε μια ρύθμιση που θυμίζει νόμο Κατσέλη (μικρές καταβολές για 20 χρόνια).
Η πρόταση της τράπεζας, σημειώνει ο ΣτΚ, αν και ήταν εύλογη για τα πρώτα τρία (3) χρόνια, δεν ήταν εφαρμόσιμη σε βάθος χρόνου, καθώς πέραν της τριετίας προέβλεπε σημαντική αύξηση στις μηνιαίες καταβολές. Την ίδια στιγμή, η ικανότητα αποπληρωμής της δανειολήπτριας, σύμφωνα με τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένη σε σχέση με το ύψος της οφειλής της.
Η Αρχή έκρινε ότι η πρόταση της τράπεζας δεν ήταν βιώσιμη με βάση ρεαλιστικές εκτιμήσεις, μετέφερε ουσιαστικά για το μέλλον την οριστική διευθέτηση της οφειλής, συγκαλύπτοντας, παράλληλα, τα πραγματικά επίπεδα κινδύνου της συγκεκριμένης χρηματοδότησης.
Κατόπιν τούτων, ο Συνήγορος του Καταναλωτή απηύθυνε Σύσταση στο τραπεζικό ίδρυμα να προχωρήσει: (α) σε οριστική διευθέτηση της οφειλής της δανειολήπτριας σε βάθος εικοσαετίας, με καταβολές που θα λάμβαναν υπόψη την ικανότητά της για αποπληρωμή, σε συνδυασμό με τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, (β) σε επανεξέταση του καταβαλλόμενου ποσού ανά τριετία, (γ) σε διαγραφή του εναπομείναντος, μετά το πέρας της ως άνω περιόδου, υπολοίπου.
Σε άλλη περίπτωση, η Αρχή κάλεσε την εμπλεκόμενη τράπεζα σε συνάντηση για διεξοδικότερη συζήτηση της υπόθεσης, στην οποία, ωστόσο, η τελευταία αρνήθηκε να παραστεί. Αντ’ αυτού, περιορίστηκε στην επανάληψη παλαιότερης πρότασής της προς τον οφειλέτη, χωρίς καμία αλλαγή ή βελτίωση.
Διερευνώντας την εν λόγω υπόθεση, ο Συνήγορος του Καταναλωτή διαπίστωσε τα εξής:
1. Ο αναφέρων πληρούσε τις προϋποθέσεις του συνεργάσιμου δανειολήπτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας.
2. Η πρόταση της τράπεζας δεν λάμβανε υπόψη τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης του δανειολήπτη, τον οδηγούσε σε μεγαλύτερη υπερχρέωση, ενώ δεν συνεκτιμούσε ούτε την τρέχουσα ούτε την, επί τη βάσει συντηρητικών και αξιόπιστων παραδοχών, εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητά του για αποπληρωμή.
Η Αρχή διαβίβασε την παραπάνω υπόθεση και τις συνοδευτικές διαπιστώσεις της στην Τράπεζα της Ελλάδας για τις δικές της, κατά νόμο και αρμοδιότητα, ενέργειες, με έμφαση στον έλεγχο του βαθμού συμμόρφωσης του πιστωτικού φορέα προς τις υποχρεώσεις του Κώδικα Δεοντολογίας.
Τέλος, όπως σημειώνεται στην έκθεση, σε άλλη ανάλογη περίπτωση, η Αρχή δέχτηκε την αναφορά δανειολήπτη, τον οποίο η τράπεζα είχε χαρακτηρίσει ως μη συνεργάσιμο, παρότι εκείνος είχε ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην προσκόμιση όλων των στοιχείων που του είχαν ζητηθεί.
Μετά τη διαμεσολάβηση του Συνηγόρου του Καταναλωτή, η τράπεζα αναθεώρησε τον παραπάνω χαρακτηρισμό, προτείνοντας παράλληλα μερική διαγραφή της οφειλής κατά 60% (που αντιστοιχούσε σε ποσό ύψους 13.200 ευρώ), παρά το ότι διέθετε ακίνητη περιουσία.