Με νέο μοντέλο proactive μοντέλο διαμοιρασμού κινδύνου (risk sharing) επιχειρούν κυβέρνηση, Τράπεζα της Ελλάδας, ΤΧΣ και τραπεζίτες να διαχειριστούν τις διαφαινόμενες επιπτώσεις της βαθιάς ύφεσης που ακολουθεί την υγειονομική κρίση του κορονοϊού, στην Ελλάδα.
Με τους διεθνείς οργανισμούς και οίκους αξιολόγησης να προβλέπουν ιδιαίτερα μεγάλη ύφεση στην Ελλάδα, λόγω της μεγάλης εξάρτησης της χώρας από τον τουρισμό τόσο σε επίπεδο θέσεων εργασίας και εσωτερικής αγοράς, όσο και σε όρους συναλλάγματος και ισοζυγίου πληρωμών, κυβέρνηση και παράγοντες του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επιχειρούν να εκμεταλλευτούν την χαλάρωση των κανόνων περί δημοσιονομικής ευελιξίας και κρατικών εγγυήσεων, καθώς και τη ρευστότητα της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα αναμένεται να επιβαρυνθεί με νέα κόκκινα δάνεια από 6,4 έως 18,1 δισ., ήτοι 4-11% του συνόλου των χαρτοφυλακίων που διαθέτουν οι τράπεζες, αντιστρέφοντας την τάση αποκλιμάκωσης που είχε αρχίσει να εμπεδώνεται.
Για τα νέα αυτά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPE’s) ξεδιπλώνεται ένας πολυεπίπεδος σχεδιασμός, στο πλαίσιο του οποίου:
- Σε πρώτη φάση δίδεται περίοδος χάριτος, ώστε να μην αναγκαστούν άμεσα οι τράπεζες να προβούν σε σχηματισμό προβλέψεων, στο πλαίσιο της αυτοματοποιημένης διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου.
- Εν συνεχεία η κυβέρνηση επιδοτεί το επιτόκιο, ενώ οι τράπεζες αναστέλλουν την καταβολή χρεολυσίων και
- Στο τέλος θα πραγματοποιήσουν αναλύσεις βιωσιμότητας σε κλαδικό και ad hoc επίπεδο, ώστε να διερευνήσουν λύσεις.
- Παράλληλα, η κυβέρνηση επεξεργάζεται και σχέδιο για τη δημιουργία ειδικού φορέα διαχείρισης προβληματικών εταιριών
Προβληματισμό, ωστόσο, προκαλεί η αδυναμία εκκίνησης του προγράμματος “Ηρακλής”, καθώς πολλά deals μεταβίβασης δανειακών χαρτοφυλακίων που έχουν συναφθεί περιλαμβάνουν ειδικούς όρους αιρεσιμότητας, στους οποίους κεντρικός είναι η λειτουργία του σχήματος εγγυήσεων και η προσφορά καλύψεων.
Συνεπώς, οι τράπεζες και η κυβέρνηση είναι πολύ πιθανό να κληθούν να διαχειριστούν και “επαναπατρισμό” δανειακών χαρτοφυλακίων, ή σχετικές επιπλοκές που μπορεί να εγείρουν οι καθυστερήσεις.
Τα μέτρα που λαμβάνει, όμως, η κυβέρνηση σε αυτή τη φάση περνάνε από τις ελεγκτικές και εποπτικές αρχές, ωστόσο, σε επόμενο στάδιο θα ζητηθεί χρονοδιάγραμμα roll back, κι εκεί αναμένεται νέο squeeze στις τράπεζες και το Δημόσιο.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την άμεση επαναλειτουργία των υποθηκοφυλακίων, πρωτοδικείων, ειρηνοδικείων, τα οποία διεκπεραιώνουν τον βασικό όγκο υποθέσεων για τα κόκκινα δάνεια, τα εισπρακτικά μέτρα και με τις μεταβιβάσεις ακινήτων, στέλνοντας σαφές μήνυμα στην αγορά.
Τα λεφτά και οι κίνδυνοι
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι μείζον είναι το ζήτημα της λογιστικής καταγραφής των μέτρων στήριξης οικονομίας, επιχειρήσεων και τραπεζών, καθώς και η συνεπακόλουθη διαδικασία διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος. Η λογιστική καταγραφή των κονδυλίων και των εγγυήσεων, αναμένεται επηρεάσει καταλυτικά τη δημοσιονομική εικόνα της χώρας και τη δυναμική του χρέους. Το θέμα αυτό αν και ακόμα προσεγγίζεται μικροπολιτικά, σε επίπεδο χρήσης ή μη των κεφαλαίων του αποθεματικού, εν τούτοις θα πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστεί τεχνικά, ώστε να αποφευχθεί αυξημένη αβεβαιότητα.
Τα κεφάλαια στήριξης επιχειρήσεων και τραπεζών, που αποτιμώνται στα αρχικά μέτρα περίπου στα 8-11 δισ., εφόσον καταγραφούν ως πιστώσεις έναντι του προϋπολογισμού θα μπορούσαν να εκτινάξουν το έλλειμμα στο 8,5%, εκτροχιάζοντας de fact την ανάλυση βιωσιμότητας τους χρέους. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε ex post επαναδιαπραγμάτευση των όρων της μεταμνημονιακής περιόδου και να προκαλέσει την επιβολή νέου πλαισίου για την αποκατάσταση της κανονικότητας.