Ποιος θα κλάψει για μένα; – Εξαιρετικό κείμενο

Ο Σταμάτης είναι αυτό που ονομάζουμε “σπουδαίο μυαλό”.

Και είναι “δεινός”. Με ότι κι αν καταπιαστεί, τα καταφέρνει καλά.

Αυτό όμως για το οποίο τον θαυμάζω πιο πολύ, είναι το ήθος του, το οποίο δεν έχω συναντήσει σε πολλούς ανθρώπους.

Eίναι καλός φίλος. Και ωραίος τύπος. Πολύ καλαμπουρτζής. Και έξω καρδιά. Γνωριζόμαστε από παιδιά. Η τύχη το έφερε και περάσαμε στην ίδια σχολή. Μηχανολόγοι μηχανικοί. Αυτός στην Αθήνα, εγώ στη…….
Θεσσαλονίκη.

Εκείνη την εποχή, όταν είμασταν ακόμα πρωτοετείς, γελούσαμε και πειράζαμε το Σταμάτη με το πάθημα του που μας διηγήθηκε με το δικό του στυλ:

“Μόλις μπήκα στη σχολή, με πλεύρισε ένα απίστευτο μωρό με φοβερό κορμί, ατέλειωτο πόδι, μίνι καυτό και πρόσωπο αγγελικό”. 
“Η γυναίκα των ονείρων μου”.
“Πρωτοετής”; ρώτησε το μωρό.
“Ναι” απάντησα και σκέφτηκα “ω, ρε μάνα μου, καλά περνάνε οι φοιτητές εδώ”.
“Να βοηθήσω στην αίτηση”;
“Οπωσδήποτε”;
“Εδώ που γράφει “όνομα”, θα γράψεις το όνομα σου” μου είπε το μωρό.
“Ετσι υπέθεσα κι εγώ” σκέφτηκα. Αλλά δεν είπα τίποτα.
“Εδώ που γράφει “επώνυμο”, συνέχισε το μωρό, 
“θα γράψω το επώνυμο μου;” τη ρώτησα με αγωνία. 
“Αχ ναι” απάντησε το μωρό. 
“Με πέρασε για χαζό το κουκλί” ξανασκέφτηκα, αλλά αποφάσισα να μην το κάνει θέμα, ένεκα του κορμιού.
Οταν μου είπε τι να γράψω εκεί που λέει διεύθυνση, τηλέφωνο και τα λοιπά, της είπα ευγενικά ότι θα συμπληρώσω την αίτηση και θα πάω να τη βρω όπου μου πει.
“Θα είμαι εκεί” μου είπε το μωρό και έδειξε τον πάγκο της ΚΝΕ.
Σε λίγο την είδα να βοηθάει άλλο πρωτοετή”. 

Ο Σταμάτης, δεν είχε σχέση με αυτά. Ομως κάποια φορά μετά από καιρό, ξαναδείδε το μωρό, που τον αναγνώρισε και του έχωσε ένα χαρτί στη μούρη:

“Πάρε και διάβασε αυτό στο έτος σου” του είπε με φωνή γεμάτη υποσχέσεις που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Πήρε ο καημένος το χαρτί και άρχισε να απαγγέλει στην αίθουσα δυνατά, έναν λόγο που μιλούσε για την κοινωνική αδικία, για τους κοινωνικούς αγώνες και για τον κοινωνικό ξεσηκωμό. Της εργατικής τάξης. Οσο διάβαζε, από κάτω ακούγονταν σχόλια διάφορα στα οποία δεν έδωσε σημασία.
Οταν τελείωσε με την απαγγελία, το μωρό μαζί με ακόμα τέσσερις συντρόφους της ΚΝΕ, τον υποδέχθηκαν με αγκαλιές και φιλιά.
“Αχ, σύντροφε” του είπε το μωρό. “Τι ωραία τα είπες. Και τι φωνή! καμπάνα σκέτη! και δεν κώλωσες πουθενά! και παρά τα σχόλια το διάβασες μέχρι το τέλος!”, “αχ, είσαι πολύ καλός!”
“Σύντροφε Σταμάτη, πρέπει να γίνεις ένας από εμάς” του είπε ο σύντροφος – συνοδός του μωρού.
Ο Σταμάτης αρνήθηκε ευγενικά και τους είπε ότι δεν έχει σχέση με αυτά.
Ομως το άλλο πρωϊ, όταν ξύπνησε για να πάει στη σχολή, στη γωνία στην κολώνα της ΔΕΗ, τον περίμενε ένας από τους συντρόφους.
“Αντε ρε σύντροφε” του είπε. “Μου’ βγαλες την Παναγία. Τέσσερις ώρες είμαι στημένος εδώ”.
Ο Σταμάτης τον ρώτησε έξαλλος που ήξερε τη διεύθυνση του και πως είχε βρει το σπίτι του και τι γύρευε έξω από το σπίτι του ο “σύντροφος”, αλλά απάντηση δεν πήρε.
Αντί για απάντηση, πήρε έναν “σύντροφο” που τον συντρόφεψε μέχρι τη σχολή και στο δρόμο του έπρηξε τον εγκέφαλο για τη σημασία των αγώνων, για την άδικη ζωή, για τη φτώχεια των εργατών και των αγροτών και ότι αυτός, τέτοιο μυαλό, έπρεπε να μπει στις γραμμές της ΚΝΕ.
Κατά το μεσημέρι τον ξεφορτώθηκε, αλλά την άλλη μέρα, ο σύντροφος ήταν πάλι εκεί.
Από το πρωϊ.
Και την άλλη μέρα τα ίδια.
Και την άλλη και κάθε μέρα, μέχρι που ο Σταμάτης έγινε έξω φρενών και τον απείλησε ότι αν τον πλησιάσει ξανά, θα του έκανε ζημιά.
Ομως ο “σύντροφος” ήταν εκεί. Μετά την απειλή (ο Σταμάτης ήταν και νταγλαράς), δεν πλησίαζε, αλλά παρακολουθούσε από απόσταση κάθε βήμα του και τον “συντρόφευε” διακριτικά.
Και μια φορά που είχα πάει να τον επισκεφτώ, μας είχε πάρει από πίσω και κατηφόριζε μαζί μας το δρόμο για τη σχολή. Γυρνούσαμε και του κάναμε μουτς μουτς τρίβοντας τα χέρια όπως κάνει κανείς με τα σκυλάκια και όταν καθίσαμε να φάμε στο βρωμερό σουβλατζίδικο του “κόκκορα”,  μόλις  τελειώσαμε, μαζέψαμε όλα τα κόκαλα και πήγαμε να ταϊσουμε το περίεργο αυτό σκυλί που δεν έλεγε να σταματήσει να μας ακολουθεί.
Στο τέλος και αφού αυτό συνεχίστηκε για καιρό, ο Σταμάτης μάζεψε τους κνίτες και τους είπε ότι ήταν αναρχικός και πως ανήκε στην οργάνωση “φλόγες της φωτιάς” και πως αν δεν σταματούσαν να τον ακολουθούν θα έβαζε βόμβα στα γραφεία της οργάνωσης τους.

Δε νομίζω ότι φοβήθηκαν τη βόμβα αλλά από τότε κανείς δεν τον ακολούθησε ξανά. Μόνο μετά από χρόνια έμαθε για τον κνίτη που τον ακολουθούσε. Τον είχε συναντήσει στη σχολή. Ο κνίτης φορούσε άσπρο πουκαμισάκι, γραβατούλα, κρατούσε τσάντα delsey και φορούσε γυαλιά Rayban. Τον ρώτησε για τη θεαματική αλλαγή. Ο κνίτης απάντησε ότι “μπήκε στις γραμμές της ΔΑΠ/ΝΔΦΚ” και ότι “αποφάσισε να ασχοληθεί με τις σπουδές και τον εαυτό του” μιας και “είχε κάνει τα πάντα για την ΚΝΕ, αλλά η ΚΝΕ δεν είχε κάνει τίποτε γι αυτόν”.

Ο Σταμάτης δεν ασχολήθηκε ποτέ τελικά με την πολιτική:

“Θα χάσουμε το εξάμηνο” μου είπε μια φορά το ’87 που τα πανεπιστήμια έκαναν καταλήψεις γιατί η τότε πολιτική ηγεσία ήθελε να σταματήσει την παροχή δωρεάν βιβλίων. “Ναι, το ίδιο και μεις”. του απάντησα.
“Την περασμένη βδομάδα” συνέχισε, “μετά τους συνεχείς μας αγώνες, διοργανώθηκε ένα press-conference και ήρθαν στη σχολή δημοσιογράφοι, να ακούσουν επιτέλους γιατί κάνουμε τόση φασαρία και δεν κοιτάμε τη δουλειά μας”.
“Καθόμουν στο αμφιθέατρο με κάτι φίλους, περήφανος και γω που με τον αγώνα μου είχα καταφέρει να κάνω το σύστημα να υποκύψει και να έρθει σε μένα να με ακούσει και αισιόδοξος ότι μετά την προβολή των αιτημάτων μας στην Ελληνική κοινωνία, θα νικούσαμε”.
“Το αμφιθέατρο ήταν γεμάτο με φοιτητές και ορδές ολόκληρες από δημοσιογράφους είχαν συνωστιστεί σε θρανία στο έδρανο στη θέση του καθηγητή, όλοι μαζί στη σειρά, με κάμερες, φλας και φωτογραφικές  μηχανές.”
“Αρχίζουμε παιδιά”, ρώτησε ο αρχιδημοσιογράφος και πριν απαντήσουμε έθεσε το ερώτημα:
“Ποιοι είναι οι λόγοι των κινητοποιήσεων σας”; ρώτησε.
“Οι λόγοι των κινητοποιήσεων κύριοι,” σηκώθηκε ένας σύντροφος της ΠΑΣΠ, “είναι οι Α, Β, Γ, Δ” 
Αμέσως σηκώθηκε ο πρόεδρος της ΔΑΠ και φανερά εκνευρισμένος είπε απευθυνόμενος στον σύντροφο της ΠΑΣΠ: “Τι λέτε κύριε συνάδελφε;  Οι λόγοι της κατάληψης όπως πολύ καλά γνωρίζουμε όλοι, είναι οι Ζ, Η, Θ, Ι και παρακαλώ να σταματήσετε την προβοκάτσια και το λαϊκισμό και να συνέλθετε”.
Οταν τα άκουσε αυτά ο σύντροφος πρόεδρος της ΚΝΕ, πετάχτηκε έξαλος και ούρλιαξε προς τους δυο: “Είστε και οι δύο εκτός πραγματικότητας κύριοι συνάδελφοι. Γνωρίζετε πολύ καλά, ότι τα προβλήματα στη σχολή είναι αυτά (και τα παρέθεσε) και οι λόγοι για την κατάληψη είναι οι Κ,Λ,Μ,Ν και παρακαλώ να πάρετε τα ξυρισμένα κεφαλάκια σας και να αποχωρήσετε από την αίθουσα γιατί διασπάτε τον αγώνα του φοιτητικού κινήματος”.
Ενας σύντροφος της ΔΑΠ, πήρε ένα χοντρό βιβλίο (Στοιχεία μηχανών Ι – πάνω από 400 σελίδες) και το εκσφεντόνισε στο κεφάλι του προέδρου της ΚΝΕ.
Μέσα σε πέντε λεπτά, το αμφιθέατρο είχε γίνει γαλατικό χωριό. Ολοι έπαιζαν σφαλιάρες με όλους. Βιβλία δωρεάν σαν κι αυτά που δε θέλαμε να σταματήσουν να μας δίνουν εκσφεντονίζονταν προς πάσα κατεύθυνση, ενώ οι δημοσιογράφοι έντρομοι παρακολουθούσαν τη σκηνή με γουρλωμένα μάτια. 
Εκείνη την ώρα, αποφάσισα ότι ποτέ δε θα ασχοληθώ με τα κόμματα και την πολιτική.”

Εργάζονταν από φοιτητής. Τον καιρό που εγώ σέρβιρα καφέδες, ο Σταμάτης δούλευε ήδη σαν μηχανικός σε τεχνική εταιρία. Ενα βράδυ μου εκμυστηρεύτηκε το εξής:

“Πήγα χτες στη Διεύθυνση τεχνικών υπηρεσιών. Τρεις μηχανολόγοι όλοι κι όλοι για μια ολόκληρη διεύθυνση που επιβλέπει έργα δισεκατομμυρίων δραχμών.  Υπέβαλα λογαριασμό.  Εκατόν πέντε εκατομμύρια δραχμές. Τον υπέβαλα στο γραφείο του επιβλέποντος μηχανικού. Μπροστά του είχε μια στοίβα πιστοποιήσεις και λογαριασμούς. Πρέπει να ήταν πάνω από εκατό.  Τους έπιασε με τα δυο του χέρια, σήκωσε τον πάκο, τον κόλλησε στο πηγούνι του και μου έκανε νόημα με τα μάτια να βάλω το λογαριασμό στη βάση του πάκου.
Τον έβαλα.
Σκέπασε το λογαριασμό με τον πάκο. Ο λογαριασμός που μου είχε πάρει πάνω από είκοσι ώρες να συντάξω, βρίσκονταν στη βάση του πάκου.
Ο επιβλέπων που έκλεισε το μάτι πονηρά. “Πες στο αφεντικό σου”, (ξανάκλεισε το μάτι) “αν θέλει να προχωρήσει γρήγορα ο λογαριασμός” (ξανάκλεισε το μάτι) “να κάνει ότι πρέπει” (ξανάκλεισε το μάτι). “Ξέρει αυτός”.
Εκείνη την ώρα, είδα ταινία.
Με πρωταγωνιστή εμένα. Δέκα χρόνια μεγαλύτερο. Να έχω να πληρώσω προσωπικό, υποχρεώσεις και προμηθευτές και ο επιβλέπων να μου κλείνει το μάτι. Το σενάριο έλεγε, ότι άρπαξα τον επιβλέποντα από το λαιμό, του έβγαλα με το δάχτυλο το μάτι που έπαιζε συνέχεια και τον πήρα και τον πέταξα με λύσσα από το παράθυρο.
Η συνέχεια της ταινίας ήταν αστυνομική. Χειροπέδες, δικαστήρια, φυλακή, γυναίκα και μάνα να κλαίνε και παιδιά να ζητιανεύουν.
Το πήρα απόφαση.
Δε θα ασχοληθώ με τα δημόσια έργα.
Θα ασχοληθώ με τα ιδιωτικά.
Γύρισα στην εταιρία και διηγήθηκα την ιστορία στον υπεύθυνο μηχανικό.
Χωρίς το αστυνομικό μέρος.”

Πράγματι, ο Σταμάτης ασχολήθηκε με έργα ιδιωτικά. Οταν έφυγε από την εταιρία που δούλευε, έφτιαξε ένα μικρό γραφείο και άρχισε στην αρχή με μελέτες. Ηταν καλός. Και μερακλής. Και ευγενικός. Και τίμιος. Και δουλευταράς. Δεν καταλάβαινε ούτε από καιρό, ούτε από ήλιο, ούτε από λάσπες. Ετρεχε όλη μέρα στα γιαπιά. Δούλευε μαζί με τους τεχνίτες και δεν έφευγε από εκεί, μέχρι να γίνει η δουλειά. Ολημερίς και ολονυχτίς. Και η μια μελέτη έφερε την άλλη και οι μελέτες φέραν τις κατασκευές, και το γραφείο ήταν πια μικρό και ήρθε η ώρα ο Σταμάτης να κάνει το μεγάλο βήμα.

Και το έκανε. Εφτιαξε μια ανώνυμη εταιρία κατασκευών. Από το μηδέν. Χωρίς να τον βοηθήσει κανείς. Χωρίς να χρωστάει χάρη πουθενά. Από τους γονείς του μόνο χρέη βρήκε. Βοήθεια καμιά. Ούτε μια επιδότηση δεν πήρε. Τη μια η εταιρία του ήταν μικρή, την άλλη το προσωπικό πολύ.  Αλλά ο Σταμάτης ήταν αγωνιστής. Και η μια δουλειά έφερε την άλλη και οι δουλειές μεγαλώνανε και η εταιρία αναπτύχθηκε και έφτασε ο Σταμάτης να έχει εκατό άτομα προσωπικό και τριάντα αυτοκίνητα να αλωνίζουν την πόλη και φήμη και δόξα και χρήμα πολύ.
Επαιζε με τα εκατομμύρια σαν να ήτανε στραγάλια.

Αυτό που θαύμαζα όμως πιο πολύ, δεν ήταν η πρόοδος του. Ηταν κατά κάποιον τρόπο αναμενόμενη. Οταν ένας άνθρωπος με ήθος και εξαιρετικό μυαλό καταπιάνεται με κάτι, το κάνει καλά. Το πιο εντυπωσιακό, ήταν ότι ο χαρακτήρας του δεν είχε αλλάξει. Ο τρόπος που μιλούσε και φερόταν ήταν ο ίδιος, όπως και τότε που βρισκόμασταν φοιτητές και μαζεύαμε τα φραγκοδίφραγκα να πάρουμε τα βρωμερά σουβλάκια του κόκκορα που μας κατέστρεφαν το στομάχι.

Για να είμαι ειλικρινής, τον ζήλευα και εγώ. Δεν τον φθονούσα, αλλά τον ζήλευα. Ηθελα να είμαι σαν κι αυτόν.

“Δεν μπορώ να μαζέψω λεφτά” μου είπε μια φορά. 
“Εσύ; με τόση δουλειά”;
“Ναι ρε μαλάκα. Δεν μπορώ. Φαίνεται απίστευτο, αλλά δεν μπορώ. Με πληρώνουν όλοι με επιταγές. Κανείς δε δίνει μετρητά. Ολη η αγορά το κάνει αυτό. Ή θα πρέπει να το κάνω και εγώ, ή θα πρέπει να μείνω εκτός αγοράς.  Και έτσι έφτιαξα πλαφόν. Για να “σπάω” τις επιταγές.  Και σε κάθε επιταγή η τράπεζα μου κρατάει 10% και πληρώνω κόστος 8%. Οταν τα κέρδη μου είναι 5.” 
“Και μόλις μαζέψω κάποια λεφτά, έρχεται η εφορία και μου ζητάει έκτακτη εισφορά, έρχεται η τράπεζα και μου αυξάνει το επιτόκιο, έρχεται ο εργαζόμενος και ζητάει αύξηση, έρχεται ο πελάτης και ζητάει έκπτωση, έρχεται το εταιρικό αυτοκίνητο και ζητάει σέρβις, έρχεται ο προμηθευτής και ανεβάζει τις τιμές, έρχεται ο έλεγχος και ζητάει κλείσιμο, έρχεται το λαμόγιο και δεν πληρώνει τις επιταγές, και κάθε φορά που λέω: “ουφ, τώρα θα μαζέψω μερικά λεφτά να μου φύγει το άγχος”, κάποιος έρχεται και μου τα παίρνει”.
“Χρειάζομαι σαράντα χιλιάδες το μήνα για εισφορές ίκα. Εκατό χιλιάδες για φπα. Τριακόσιες χιλιάδες για επιταγές. Και κάθε μήνα έχω να βρω για εκατό άτομα δουλειά, και κάθε μήνα παίρνω έργα πολλά και τρέχω σαν τον τρελό να βρω λεφτά να πληρώσω όλα αυτά, έχω φτιάξει έναν ποταμό με λεφτά και δεν μπορώ να γεμίσω το ποτηράκι μου να πιω.”

Εκτός από φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, δεν ήξερα τι άλλο να πω. Είχε πέσει σε χοντρή λούμπα. Εκανε επιχείρηση σε μια χώρα όπου το επιχειρείν είναι ποινικό αδίκημα. Ετσι έλεγε και είχε δίκιο. Οι άλλοι τον ζηλεύανε, αλλά δεν ξέρανε τι περνάει. Τον ζηλεύανε και αυτός είχε χάσει τον ύπνο του. Η αγωνία του μη μείνει κανένα ίκα ή κανένα φπα απλήρωτο και πάει φυλακή, μη μείνει πίσω κανένας προμηθευτής και του κόψει την πίστωση δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Η αβεβαιότητα για το μέλλον τον είχε κάνει να χάσει το χρώμα του. Είχε παραμελήσει τον εαυτό του. Και η λούμπα που έπεσε ήταν τρομερή. Εκατό άτομα δεν τα απολύεις σε μια μέρα. Χρειάζονται πολλά λεφτά. Και πρέπει να τους βρεις δουλειά. Πρέπει να συνεχίσεις. Μπροστά.

Και το 2009, όταν άρχισε η κρίση να δείχνει τα δόντια της και οι δουλειές έκοψαν απότομα, ο Σταμάτης πήρε δουλειές που δεν έπρεπε να πάρει, για να εξασφαλίσει δουλειά για το προσωπικό. Κάθε πρωϊ, μαζευόταν έξω από το μαγαζί του ένα κοπάδι που απαιτούσε δουλειά. Ενα κοπάδι για το οποίο είχε ευθύνη αυτός.  Και πήρε δουλειές. Δουλειές που δεν έπρεπε να πάρει. Και πήρε επιταγές. Και οι επιταγές δεν πληρώθηκαν. Οχτακόσιες χιλιάδες ευρώ.

Πήγε στο δικηγόρο. Πλήρωσε και εκεί λεφτά. Πολλά. Αλλά δεν ήξερε τα γράμματα καλά. Οι αετονύχηδες τα ξέρουν τα κόλπα. Και έμπλεξε με τα δικαστήρια. Αλλά τα δικαστήρια αργούν. Ο καθένας μπορεί να έρθει να σου δαγκώσει ένα κομμάτι ψαχνό και πρέπει να περιμένεις πέντε χρόνια το λιγότερο για να δικαιωθείς. Και οι υποχρεώσεις τρέχουν. Οι τράπεζες ζητάνε να πληρώσεις τις επιταγές. Δίνουνε μπλοκ σε απατεώνες γνωρίζοντας το ποιον τους, σου τις προεξοφλούν, αλλά όταν οι επιταγές δεν πληρωθούν, πρέπει να τις πληρώσεις εσύ. Και μπορεί να μην εισέπραξες ΦΠΑ, γιατί το λαμόγιο που του έκανες δουλειά δε σε πλήρωσε, αλλά το ΦΠΑ πρέπει να το πληρώσεις εσύ. Και μπορεί στα χρήματα που δεν πληρώθηκες να περιέχονται και οι εισφορές, αλλά το ΙΚΑ θα το πληρώσεις εσύ. Και αν ποτέ αποδειχθούν όλα αυτά, το κράτος θα σου χρωστάει λεφτά, αλλά δε θα στα δώσει, γιατί δεν έχει. Και αν έρθει έλεγχος, θα σου βάλει κανονικά πρόστιμο, ακόμα και όταν δεν υπάρχει λόγος, και το πρόστιμο θα το πληρώσεις εσύ.

Μπορεί η δικαιοσύνη να μη λειτουργεί όταν πρέπει να βρεις το δίκιο σου, η αστυνομία να μην σε προστατεύει όταν σε κλέβουν, το ίκα να μην παρέχει τις παροχές, η εφορία να μην διαθέτει τα χρήματα για κοινωφελείς σκοπούς, η τράπεζα να μην κυκλοφορεί τα λεφτά, αλλά εσύ, θα πρέπει να συνεχίσεις να πληρώνεις για όλα αυτά.

Κι αν δεν έχεις, θα την πληρώσεις εσύ. Εσύ. Ο φοροφυγάς. Που τολμάει να μην έχει άλλα λεφτά.

Παρ’ όλα αυτά, ο Σταμάτης δεν το έβαλε κάτω. Εκανε αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99. Η αγορά τον στήριξε. Ηξερε ποιος ήταν. Και συνέχισε να του πουλάει. Και ο Σταμάτης συνέχισε να δουλεύει. Πιο πολύ από πριν. Μέσα σε φοβερό κλίμα, όπου όλοι τον θεωρούσαν τελειωμένο και κατά βάθος το ήξερε κι αυτός, ότι ο δρόμος αυτός δεν έχει σωτηρία, αλλά παρ’ όλα αυτά συνέχιζε.

“Πάρε ρε μαλάκα τα λεφτά” του λέγανε όλοι.
“Πάρε τα λεφτά και τρέχα”.
“Κανείς δεν θα μπορεί να σου κάνει τίποτα”.
“Τα είδες και μόνος σου με τα λαμόγια που έμπλεξες”.
“Μπορείς να φύγεις με μισό εκατομμύριο ευρώ.”
“Δε θα χρειαστεί να ξαναδουλέψεις”

Ομως ο Σταμάτης, δεν ήταν τέτοιος τύπος. Δεν υπήρχε περίπτωση να ανεχθεί να συναντήσει κάποιον στο δρόμο που θα του πει:  “Ατιμε, με κατέστρεψες”.

Και έτσι συνέχισε να πληρώνει. Πλήρωσε όλους τους μικρούς προμηθευτές, πλήρωσε τους εργαζόμενους του, πλήρωσε, πλήρωσε, πλήρωσε. Ομως δεν υπήρχε πια τόση δουλειά. Και τα λεφτά όλο και λιγοστεύανε.

Στην αρχή σταμάτησε να πληρώνει τις τράπεζες. Μετά σταμάτησε να πληρώνει το ίκα. Μετά σταμάτησε να πληρώνει ΦΠΑ.

Οταν εξόφλησε και τους προμηθευτές και το προσωπικό και αφού έφτασε να χρωστάει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στην εφορία και το ίκα, σήκωσε τα χέρια ψηλά και είπε το “δυστυχώς επτωχεύσαμεν”.

Οι εργαζόμενοι του που πήραν όλα τους τα λεφτά, σήμερα τον κατηγορούν ότι τους ταλαιπώρησε μέχρι να ξοφληθούν και ότι έκλεισε την επιχείρηση του και μείναν από δουλειά μέσα σε δύσκολους καιρούς. Και κανείς δεν τον πήρε ένα τηλέφωνο να δει αν ζει, πως την βγάζει βρε αδερφέ, δε δικαιούται ταμείο ανεργίας αυτός, γιατί είναι επιχειρηματίας. Ο νούμερο ένα εχθρός του κράτους.

“Και φταίω εγώ”. μου είπε προχτές. “Ασχολήθηκα με την ιδιωτική μου ζωή. Αλλά δεν καταλάβαινα τότε ότι δεν μπορώ να έχω ιδιωτική ζωή σε μια κοινωνία που δεν ευημερεί. Οταν αποφάσισα να μην ασχοληθώ με τα δημόσια έργα, την κοινωνία και την πολιτική, νόμιζα ότι ήμουν επαναστάτης. Το πρόβατο που δεν μπαίνει στο μαντρί. Αλλά δεν ήταν έτσι. Εξυπηρέτησα τους σκοπούς των ανίκανων άχρηστων σκύλων που δεν έχουν πρόβλημα να κάνουν οτιδήποτε για ένα κομμάτι ψωμί. Και άφησα να μας κυβερνούν αυτοί.” 

Δε μίλησα.

Ο Σταμάτης θα μπει φυλακή.

Γιατί είναι φοροφυγάς.

Δεν έχει σημασία αν έχει μυαλό εξαιρετικό. Δεν έχει σημασία αν είναι εργατικός. Αν είναι τίμιος. Αν έχει ήθος. Αν μέχρι πέρυσι είχε πληρώσει εκατομμύρια ευρώ σε φόρους, ίκα και φπα.

Σήμερα είναι απλώς ένας αλήτης που δεν πληρώνει φόρους.

Ενας αποτυχημένος φοροφυγάς.

Κανείς δεν θα κλάψει γι αυτόν.

ΘΑΛΑΜΟΦΥΛΑΚΑΣ

8 σχόλια σχετικά με το “Ποιος θα κλάψει για μένα; – Εξαιρετικό κείμενο”

  1. Η ιστορία του Σταμάτη είναι αντιπροσωπευτική της σημερινής πραγματικότητας για πολλούς από εμάς που παλέψαμε να δημιουργήσουμε, που ιδρώσαμε για να επιτευχθούν οι στόχοι και τα όνειρα μας…. Μας περιμένει κι εμάς ένα μέρος στη “στενή”. Γιατί οι τράπεζες μεν “αργούν”, τα ΙΚΑ ΕΤΑΜ, ΟΑΕΕ και ΔΟΥ δε σπεύδουν, κοινοποιούν εκθέσεις αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων και πως να τους σταματήσεις;;;  
    Και ο Θεός βοηθός…. 

  2. Γι’ αυτό το λόγο το χαρακτήρισα ως «εξαιρετικό κείμενο». Περιγράφει την ιστορία του μέσου έντιμου επιχειρηματία, τον οποίο τιμωρεί για την εντιμότητά του το ελληνικό κράτος.

  3. Είδος προς εξαφάνιση τα τελευταία 40 χρόνια στην Ελληνική επικράτεια.
    ”Μέσος έντιμος επιχειρηματίας”

    1. Ας μην είμαστε απόλυτοι. Εγώ γνωρίζω ανθρώπους που διατηρούν καταστήματα, τηρούν νόμους, κόβουν αποδείξεις και είναι γενικά αυτό που λέμε “έντιμοι επιχειρηματίες”.

  4. Σταματησαν τα οργανα και τελειωσε το γλεντι.
    Ο ιδιωτικος τομεας υπηρξε υπο διωγμο απο τη δεκαετια του ’80 ακομα και σημερα απλα δεν υφισταται.
    Αν σημερα φτασαμε στο σημειο να θεωρουμε επιχειρηματια τον ψιλικατζη, τον καφετζη η τον περιπτερα … απλα και μονο επειδη ανηκουν στον ιδιωτικο τομεα … τοτε μαλλον εχουμε μπερδεψει πολλα πραγματα μεσα στο μυαλο μας.
    Οταν θα γινουν κι αυτοι ανεργοι … τοτε θα θεωρουμε επιχειρηματια και τον πλανοδιο πωλητη που πουλαει λουκουμαδες στην παραλια γιατι δεν θα υπαρχει αλλος αντιπροσωπος του ιδιωτικου τομεα γυρω μας.
     
    Οι Ελληνες παιξανε το χαρτι τους για δεκαετιες τωρα και αυτο που θελανε ητανε να μην υπαρχει ιδιωτικος τομεας στη χωρα γιατι οι επιχειρηματιες ειναι πλουτοκρατες που μονο στην εκμεταλευση των αλλων πιστευουν.
    Αντ’ αυτου στηριξανε ενα Τιτοικο μοντελο οικονομιας με προεξαρχοντα πυλωνα ενα υδροκεφαλο δημοσιο το οποιο για να συντηρηθει εκανε αφαιμαξη του ιδιωτικου τομεος …. αλλα κυριως δανειζοτανε.
    Το αποτελεσμα ολων αυτων των επιλογων του παρελθοντος ζουμε σημερα γιατι συνεχιζουμε να λειτουργουμε σαν οικονομια κατω απο τις αρχες του καπιταλισμου και χασαμε διοτι δεν ειμασταν καλοι παιχτες.
    Ο καπιταλισμος για να λειτουργησει βασιζεται στο κερδος …
    Ως χωρα δεν ειχαμε ποτε πλεονασμα οσο θυμαμαι εγω τον εαυτο μου τουλαχιστον.
    Αυτο συνεβηκε διοτι οι δραστηριοτητες στην Ελλαδα ειναι αποκλειστικα και μονο υπηρεσιες … συμπεριλαμβανομενου και του δημοσιου τομεα.
     
    Αν θελουμε να ειμαστε σοβαροι στην αντιμετωπιση του ελληνικου προβληματος λοιπον, θα πρεπει να βρουμε εναν τροπο να εχουμε κερδη μεσα στο πλαισιο των αγορων στο οποιο θελουμε να συνεχισουμε να υπαρχουμε.
    Ο καφετζης, ο ψιλικατζης, ο περπτερας και ο δημοσιος τομεας ως εχει σημερα … δεν εχουν να πουλησουν τιποτα στις αγορες για να φερουν κερδη στην ελληνικη οικονομια.
     
     
     
     

    1. Να υποθέσω δηλαδή πως όσα γράφετε έχουν άμεση σχέση με το άρθρο   Ποιος θα κλάψει για μένα; 
      Τι να πω; Ίσως εσείς δεν αντιμετωπίζετε τα προβλήματα που εμάς μας καίνε και μας τσουρουφλίζουν αυτήν ακριβώς τη στιγμή…  Γιατί διαφορετικά δε θα έγραφες για τους μελλοντικούς επιχειρηματίες της Ελλάδας. Οι σημερινοί (ΠΟΛΥ) ΜΙΚΡΟΊ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ την πληρώνουν τη νύφη όπως πάντα…. 

       

      1. Όχι, το σχόλιο μου αφορά την ατάκια ‘έντιμος μεσαίος επιχειρηματιας’ του begar και μόνο.
        Φυσικά και αναφέρομαι στον κανόνα ( όπως τον αντιλαμβάνομαι εγώ) και όχι στις εξαιρέσεις.
        Δεν διάβασα το άρθρο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *