Τις 100.000 ευρώ προτείνουν οι τράπεζες ως όριο αντικειμενικής αξίας για την προστασία της πρώτης κατοικίας στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη.
Πρόκειται για δραστική μείωση από το σημερινό επίπεδο της προστασίας που ξεκινάει από τις 180.000 ευρώ και μπορεί να φτάσει έως και τις 280.000, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων.Το θέμα συζητήθηκε χθες στη συνάντηση που είχαν οι εκπρόσωποι των τραπεζών με εκπροσώπους των θεσμών, βασικό αντικείμενο της οποίας ήταν η παράταση ισχύος της προστασίας του νόμου Κατσέλη, αλλά και η παράταση του εξωδικαστικού μηχανισμού για ακόμη ένα χρόνο. Η συνάντηση ήταν σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, χωρίς δηλαδή να υπάρξουν αποφάσεις, αλλά σύμφωνα με πληροφορίες το θέμα της μείωσης των ορίων τέθηκε επιτακτικά από την πλευρά των τραπεζών προκειμένου να συναινέσουν στην παράταση της προστασίας για την πρώτη κατοικία που παρέχεται στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη και η οποία βάσει του νόμου λήγει στα τέλη του χρόνου.
Σύμφωνα με στοιχεία από τις τράπεζες, τα σημερινά όρια καλύπτουν το 95% των χορηγηθέντων στεγαστικών δανείων, καθιστώντας ουσιαστικά τα όρια που προβλέπει ο νόμος σε μια οριζόντια και γενικευμένη ρύθμιση για όσους έχουν κάνει αίτηση υπαγωγής στον νόμο. Ηδη στον νόμο Κατσέλη εκκρεμούν περί τις 150.000 αιτήσεις για ρύθμιση οφειλών ή προστασία της πρώτης κατοικίας, και διάχυτη είναι η άποψη ότι μεγάλος αριθμός αυτών που έχουν προσφύγει στον νόμο είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές. Σημειώνεται ότι ο νόμος Κατσέλη επιτρέπει στον οφειλέτη σήμερα να υποβάλει στο δικαστήριο αίτηση και σχέδιο διευθέτησης οφειλών ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία με ή χωρίς προσημείωση ή υποθήκη, με βάση συγκεκριμένες προϋποθέσεις οι οποίες ισχύουν έως τα τέλη του 2018. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι:
• Εφόσον η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας δεν υπερβαίνει τις 180.000 ευρώ για έναν ενήλικο (ποσόν που προσαυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη σε 220.000 για ζευγάρι, 240.000 για οικογένεια με 1 τέκνο, 260.000 για οικογένεια με δύο τέκνα και 280.000 για οικογένεια με τρία τέκνα) και το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα του οφειλέτη δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%, δηλαδή κυμαίνεται μεταξύ 13.906 ευρώ και 40.800 ευρώ ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση.
• Για τις περιπτώσεις που το Δημόσιο παρεμβαίνει πληρώνοντας μέρος της δόσης, εφόσον η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κυμαίνεται μεταξύ 120.000 και 220.000 ευρώ, προσαυξημένη ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη (ένας ενήλικος: 120.000 ευρώ, ζευγάρι: 160.000 ευρώ και 20.000 ανά τέκνο) και το ετήσιο εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, δηλαδή κυμαίνεται από 8.180 έως 24.000 ευρώ.
Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που τελεί υπό καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία, δηλαδή στον νόμο Κατσέλη, ανέρχεται στο 14,4% και αντιπροσωπεύει πάνω από 12 δισ. ευρώ. Το υψηλότερο ποσοστό, που φθάνει το 30%, παρατηρείται στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο όπου οφειλέτες με κόκκινα δάνεια άνω των 8 δισ. ευρώ έχουν κάνει αίτηση για την προστασία του νόμου Κατσέλη.
Εξωδικαστικός
Στη συνάντηση συζητήθηκε επίσης η πορεία του εξωδικαστικού μηχανισμού και η παράταση ισχύος του νόμου, που λήγει επίσης στα τέλη του 2018. Η παράταση θεωρείται αναγκαία προκειμένου, μετά τις βελτιώσεις που έγιναν στον νόμο, να μπορέσει να επωφεληθεί μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων, ελεύθερων επαγγελματιών ή αγροτών. Η σημαντικότερη βελτίωση ήταν η δυνατότητα υπαγωγής στη ρύθμιση και των χρεών που δημιουργήθηκαν εντός του 2017 καθώς και η αυτοματοποίηση μιας σειράς διαδικασιών προκειμένου να απλοποιηθεί η διαδικασία της υποβολής της αίτησης.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, 1.557 επιχειρήσεις έχουν μέχρι στιγμής υποβάλει αίτηση υπαγωγής στον νόμο, αλλά αυτές που έχουν καταλήξει σε ρύθμιση είναι μόλις 75. Συνολικά 37.279 επιχειρήσεις έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία, μεταξύ των οποίων οι 8.399 θεωρούνται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις και είναι επιλέξιμες για να ενταχθούν στη διαδικασία. Επίσης 2.615 ελεύθεροι επαγγελματίες και άλλοι 171 αγρότες έχουν υποβάλει αίτηση, ενώ στην «ουρά» είναι 17.478 ελεύθεροι επαγγελματίες (10.730 είναι επιλέξιμοι) και άλλοι 1.150 αγρότες (821 είναι ήδη επιλέξιμοι).