Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά τη διάσωση της Wall Street, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δέχτηκαν τη στήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης δεν στέκονται ακόμα στα πόδια τους και σίγουρα δεν είναι δημοφιλή, αλλά εξακολουθούν να λειτουργούν. Εν τω μεταξύ, οι ρυθμιστικές αρχές που τα έσωσαν βρίσκονται και αυτές σε δύσκολη θέση.
Η υπόθεση των επιτοκίων Libor είναι το πιο πρόσφατο σκάνδαλο που επηρεάζει την ήδη άσχημη φήμη των μεγάλων τραπεζών. Προσθέτει στην αίσθηση των φορολογουμένων ότι αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν μια σειρά από θεσμούς που δεν το αξίζουν. «Θα πρέπει να έχουν εξοργιστεί με τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις προς το λαό και την ατέλειωτη προστασία που παρέχεται στη Wall Street,» γράφει ο Neil Barofsky, ο πρώην ειδικός γενικός επιθεωρητής του Προγράμματος Ανακούφισης Προβληματικών Περιουσιακών Στοιχείων.
Η κατάχρηση στο Libor, συγκλονίζει ακόμη και εκείνους που έχουν ακολουθήσει τον τραπεζικό κλάδο επί σειρά ετών. Θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε ποινικές διώξεις των εμπλεκόμενων – και ακόμη και σε ένα κατηγορητήριο των ΗΠΑ προς μια ευρωπαϊκή τράπεζα. Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, με τη Fed να δυσανασχετεί στο περιθώριο.
Η Fed ήδη ανησυχεί για την επίδραση που θα έχει στην οικονομική σταθερότητα η σοβαρή διαταραχή της λειτουργίας τραπεζών που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των αγορών των ΗΠΑ – η Barclays, για παράδειγμα, είναι ένας μεγάλος διαχειριστής αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Αν μια μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα κατέρρεε, θα προκαλούσε χάος στις αμερικάνικες αγορές κεφαλαίων και αναταράξεις σε όλο το σύστημα.
Δεν είναι ανάγκη να πιστέψουμε την άποψη του κ. Barofsky ότι η σχέση μεταξύ Fed, Υπουργείου Οικονομικών ,- και κεντρικών τραπεζών και ρυθμιστικών αρχών αλλού – και οικονομικής βιομηχανίας είναι εγγενώς διεφθαρμένη για να προσδιορίσει το πρόβλημα. Κάθε εποπτική αρχή που κλίνει περισσότερο προς τη διατήρηση της σταθερότητας θα αποφεύγει συχνά να κάνει δύσκολη τη ζωή για τις τράπεζες.
Θεωρητικά, δεν υπάρχει σύγκρουση: είναι απλώς θέμα χρόνου. Ενώ ένας ρυθμιστής πρέπει να πάει μαλακά στις τράπεζες κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης για το φόβο μη κάνει τα πράγματα χειρότερα, μπορεί – και πρέπει – να πάρει σκληρά μέτρα πριν και μετά την κρίση.
Στην πράξη, το τελευταίο δεν γίνεται. Αυτή η κρίση ποτέ δεν μας εγκαταλείπει καθώς φαίνεται, μετακινείται από τις προβληματικές υποθήκες των ΗΠΑ στην αργή διάλυση του ευρώ. Οι μεγάλες τράπεζες εξακολουθούν να είναι υπερβολικά μεγάλες για να καταρρεύσουν. Ο μόνος τρόπος για να περιοριστεί η σύγκρουση σε μακροπρόθεσμη βάση θα ήταν οι εποπτικές αρχές να αποτρέψουν τις τράπεζες από την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων και την υιοθέτηση ανεπαρκών τα επιχειρηματικών μοντέλων.
Οι περισσότερες εποπτικές αρχές παραδέχονταν ότι ήταν πάρα πολύ χαλαρές στο παρελθόν, βλέποντας τον τραπεζικό τομέα μέσα από το πρίσμα των αγορών και μόνο. Η δουλειά τους ήταν να εντοπίσουν τους κινδύνους, και να τους γνωστοποιήσουν στα στελέχη των τραπεζών, αλλά όχι και να τους υποδείξουν τι να κάνουν. «Δεν μπορείτε να στέκεστε απλά στην ανάλυση των κινδύνων,» λέει ένας Ευρωπαίος επόπτης. «Πρέπει να αναλάβουμε δράση.»
Εκτός από μια γενική απροθυμία από την πλευρά των κακοπληρωμένων εποπτικών αρχών να τα βάλουν με τους πλούσιους, διεκδικητικούς τραπεζίτες, επικρατούσε και η φιλοσοφία, ότι το trading ήταν μια αγορά που διαμορφώνεται από επαγγελματίες, όπου ο καθένας ήξερε πώς να φροντίζει τον εαυτό του. Διάφορα σκάνδαλα έχουν διαψεύσει την άποψη αυτή.
Όπως δήλωσε αυτή την εβδομάδα ο Adair Turner, πρόεδρος της Βρετανικής Αρχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών, είναι δυνατό για έναν τραπεζίτη «να βγάλει τεράστια χρηματικά ποσά μέσα από ένα πολύπλοκο μονοπάτι που συνδέει κακά πληροφορημένους επενδυτές σε μια χώρα με κακά πληροφορημένους δανειολήπτες σε μια άλλη, και να πάει στο σπίτι πιστεύοντας ότι είναι έντιμο μέλος της κοινωνίας.»
Ένα καλό σημείο, αλλά πόση εμπιστοσύνη μπορούμε να έχουμε ότι οι εποπτικές αρχές θα είναι αισθητά πιο αποτελεσματικές στο μέλλον;
«Η πραγματικότητα είναι ότι οι ρυθμιστικές αρχές ελέγχουν συνεχώς τις τράπεζες αυτή τη χρονική στιγμή, όπως θα περίμενε κανείς», λέει ένα στέλεχος. «Αλλά ούτε οι Διευθύνοντες Συμβούλοι των τραπεζών ούτε οι εποπτικές αρχές, δεν έχουν φανεί ικανοί να προλάβουν το επόμενο πρόβλημα.»
Ορισμένες ρυθμιστικές συζητάνε την αλλαγή των δικών τους κινήτρων – επιβολή κανόνων και εναυσμάτων που θα τις εμποδίζει να κωλυσιεργούν, και αντίθετα να αναλαμβάνουν δράση άμεσα όταν κρίνεται απαραίτητο. Αλλά πάντα θα είναι λιγότεροι – η Fed έχει μόνο περίπου 50 επί τόπου επόπτες σε μια τράπεζα που απασχολεί περισσότερα από 100.000 άτομα και διαχειρίζεται τρισεκατομμύρια.
Ενώ οι επόπτες καταπιάνονται με τους μεγάλους, πολύπλοκους παίκτες πάντα θα έχουν ένα αγώνα μπροστά τους για να αποτρέπουν τους τραπεζίτες από το να αναλαμβάνουν υπερβολικούς κινδύνους.. Κάθε τόσο, η προτεραιότητα των θεσμικών οργάνων, όπως η Fed θα είναι η κατάσβεση των πυρκαγιών που θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί.
Δυστυχώς δεν παίζει ρόλο μόνο η επιλογή προσωπών αλλά και η θέσπιση νέων κανόνων και θεσμών.
www.banksnews.gr