Ποιο είναι το πρόβλημα με τις τράπεζες της Ευρώπης; Η σύντομη απάντηση είναι ότι ο τομέας είναι πολύ μεγάλος, έχει πολύ λίγα κεφάλαια και περιέχει πάρα πολλούς παίκτες που δεν έχουν ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο. Ο συνδυασμός των δύο τελευταίων παραγόντων – η υπεραφθονία των τραπεζών χωρίς βιώσιμο τρόπο για να βγάλουν κέρδος – αποτελεί το πιο σοβαρό και πιο δύσκολο πρόβλημα, σύμφωνα με τους αναλυτες. Το μέγεθος του τραπεζικού τομέα είναι μια αιτία ανησυχίας, διότι, με το σύνολο των υποχρεώσεων να ανέρχονται σε πάνω από 250% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, κάθε σοβαρό πρόβλημα θα μπορούσε να επιβαρύνει υπερβολικά τους δημόσιους προϋπολογισμούς. Με λίγα λόγια, ο τραπεζικός τομέας στην Ευρώπη μπορεί να είναι πολύ μεγάλος για να σωθεί.
Η διατήρηση ενός αδύναμου τραπεζικού συστήματος έχει υψηλό οικονομικό κόστος. Οι τράπεζες με πολύ μικρό κεφάλαιο, ή εκείνες που δεν έχουν ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο, έχουν την τάση να συνεχίσουν να δανείζουν στους υπάρχοντες πελάτες τους, ακόμη και αν αυτά τα δάνεια είναι αμφίβολο, καθώς και να περιορίζουν τα δάνεια στις νέες επιχειρήσεις ή έργα. Αυτή η εσφαλμένη κατανομή των κεφαλαίων εμποδίζει οποιαδήποτε ανάκαμψη και μειώνει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
Αυτό που πρέπει να γίνει είναι αρκετά σαφές: ανακεφαλαιοποίηση μεγάλου τμήματος του κλάδου και αναδιάρθρωση αυτών των τμημάτων που δεν έχουν ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο. Αλλά αυτό είναι απίθανο να συμβεί σύντομα.
Πάντως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες εξακολουθούν να αποτελούνσοβαρό κίνδυνο για την οικονομία ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία αυτό το διάστημα σε συνεργασία με τις χώρες-μέλη της καταβάλλει προσπάθειες ώστε να αυξηθεί η εποπτεία τους και να θωρακιστούν όσο γίνεται περισσότερο από τυχόν μελλοντικά σοκ.
Η χρηματοπιστωτική κρίση έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα στον δανεισμό των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία παρά τη βοήθεια των 3 τρισ. ευρώ που έλαβαν από το 2008 έως το 2014, κυρίως με τη μορφή εγγυήσεων, είναι πολύ πιθανό να χρειαστούν και νέα στήριξη εάν δεν προχωρήσουν σε εκτεταμένη αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων τους.
Τα κακά δάνεια μολύνουν τους ισολογισμούς
Ένα χρόνο μετά τα stress tests των τραπεζών, τα κακά δάνεια αξίας 826 δισ. ευρώ εξακολουθούν να «μολύνουν» τους ισολογισμούς τους, έχοντας μειωθεί μόλις κατά 2% τους τελευταίους 12 μήνες, σύμφωνα με έρευνα του δικηγορικού γραφείου Linklaters.
Τον περασμένο Οκτώβριο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα των stress tests 120 τραπεζών. Η διαδικασία είχε δύο κύριους στόχους: Να εξυγιανθούν οι τράπεζες, πριν η ΕΚΤ αρχίσει να τις επιβλέπει, και να πειστούν οι επενδυτές πως το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης επιτέλους ανακάμπτει και μπορείνα τροφοδοτήσει με πίστωση την οικονομία.
Τα stress tests οδήγησαν σε μία σειρά ανόδων των μετοχών, γεγονός που οι αξιωματούχοι ήλπιζαν πως θα βοηθήσει τις τράπεζες να απαλλαγούν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ώστε να απελευθερωθεί κεφάλαιο και να χρηματοδοτηθούν νέα δάνεια. Ωστόσο η διαδικασία είναι δαπανηρή, καθώς οι τράπεζες θα πρέπει να υποστούν στο μεταξύ μεγάλες απώλειες.
Όπως τονίζει το δημοσίευμα, παρά το έξτρα κεφάλαιο, η εξυγίανση δεν έχει πραγματοποιηθεί. Η επιβραδυμένη οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια συνεχίζουν να επηρεάζουν τα κέρδη.
Τη στιγμή που οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες πρέπει να συγκεντρώσουν 14,4 δισ. ευρώενόψει της τρίτης ανακεφαλαιοποίησής τους από το 2010, οι αμερικανικές, οι οποίες ανακεφαλαιοποιήθηκαν «επιθετικά» μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, και επωφελήθηκαν από την ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη και κατάφεραν να εξυγιανθούν γρηγορότερα.
Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα πρέπει να «ξεφορτωθούν» 400 δισ. κακών δανείων, ώστε να αγγίξουν τα επίπεδα των αμερικανικών, σύμφωνα με την έρευνα. Μεγάλοι όγκοι τέτοιων δανείων παραμένουν σε Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Ελλάδα.
Όπως τονίζει το δικηγορικό γραφείο, οι επενδυτές αγοράζουν δάνεια από τους ισολογισμούς ευρωπαϊκών τραπεζών, ενώ funds έχουν συγκεντρώσει τουλάχιστον 40 δισ. ευρώ για τον σκοπό αυτό. Ευκαιρίες αναμένεται να προκύψουν καθώς οι τράπεζες προχωρούν με σχέδια ευρείας αναδιάρθρωσης. Μόνο την περασμένη εβδομάδα, η Deutsche Bank ανακοίνωσε πως θα συρρικνώσει το προσωπικό της κατά 35.000 ανθρώπους.
Η έκθεση της FSB δίνει το στίγμα της επόμενης ημέρας του τραπεζικού συστήματος
Παράλληλα το Financial Stability Board δημοσίευσε τις προηγούμενες ημέρες μια έκθεση-βόμβα για τις μεγαλύτερες τράπεζες του πλανήτη, ζητώντας από τις συστημικές να αντλήσουν περί τα 1,2 τρισ. δολάρια από τις αγορές, ως capital buffer, προκειμένου να αποφευχθούν νέα φαινόμενα τύπου Lehman Brothers. Αυτό που στην ουσία πιστοποιεί η έκθεση της ανεξάρτητης αρχής, στην οποία συμμετέχουν 20 χώρες είναι ότι το τραπεζικό σύστημα δεν είναι ασφαλές, ότι παρά την πλημμυρίδα ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και το χαμηλό κόστος του χρήματος δεν διαθέτει αρκετά χρηματικά διαθέσιμα, ή ότι έχει αναλάβει ρίσκα μεγαλύτερα από αυτά που μπορεί να διαχειριστεί.
Συνεπώς η έκθεση της FSB δίνει με σαφήνεια το στίγμα της επόμενης ημέρας του τραπεζικού συστήματος. Οι τράπεζες θα αναγκαστούν είτε να βρουν τεράστια κεφάλαια από τις αγορές, στραγγίζοντας κυριολεκτικά το σύστημα και προκαλώντας ραγδαία άνοδο των επιτοκίων, είτε θα οδηγηθούν σε αναδιαρθρώσεις και πωλήσεις θυγατρικών εταιριών, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα στον χρηματοοικονομικό κλάδο.
Στην ουσία η FSB επαναφέρει από το παράθυρο τον αμερικανικό τραπεζικό νόμο του 1932 και τη μετεξέλιξή του το 1933, γνωστό ως Glass-Steagal act, ο οποίος διαχώριζε πλήρως την εμπορική από την επενδυτική τραπεζική, ακολουθώντας το κραχ του 1929.
Αν και η FSB δεν θέτει περιορισμούς στην άσκηση δραστηριότητας εν τούτοις με τα stress tetsts που διεξάγει και τα μοντέλα που χρησιμοποιεί αναγνωρίζει μεγάλο ρίσκο σε επενδυτικές υπηρεσίςε και στα Παράγωγα, απαιτώντας πολύ περισσότερα εποπτικά κεφάλαια από τις τράπεζες που έχουν ευρύ επιχειρηματικό μοντέλο.
Πλήρης μετάλλαξη ή αργός θάνατος
Η έκθεση-εισήγηση του FSB είναι δεσμευτική και προβλέπει αύξηση του Total Loss Absorbing Capital (δηλαδή του κεφαλαιακού αποθέματος για έκτακτες καταστάσεις) στο 16% των risk weighted assets μέχρι το 2019. Συνεπώς οι τράπεζες καλούνται είτε να αντλήσουν τεράστια κεφάλαια από τις αγορές, οδηγούμενες σε ανακατατάξεις μετοχικών ισορροπιών, είτε να αλλάξουν επιχειρηματικό μοντέλο και να διασπαστούν, πουλώντας στοιχεία του ενεργητικού τους και αλλάζοντας τη δομή του παθητικού τους.
Αν σε αυτά προστεθούν και οι κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ καθώς και το πιο σφιχτό θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις τραπεζικές εργασίες, τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι το τραπεζικό σύστημα οδηγείται σε πλήρη μετάλλαξη ή σε αργό θάνατο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της FSB υπό το σενάριο της αύξησης του TLAC στο 18% οι 30 μεγαλύτερες παγκοσμίως τράπεζες αντιμετωπίζουν κεφαλαιακό κενό από 457 δισ. δολάρια έως 1,1 τρισ. δολάρια, ανάλογα με τα κεφάλαια που θα προσμετρώνται τελικά στον υπολογισμό.
Εξαιρουμένων των τεσσάρων κινεζικών τραπεζών το κενό αυτό περιορίζεται αισθητά από τα 107 δισ. έως τα 776 δισ. δολάρια, ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί στην Κίνα. Αναλυτές επιχειρούν διαφορετική ανάγνωση της έκθεσης με την Credit Suisse να εστιάζει στην ανάγκη δημιουργίας ενός ναυαγοσωστικού fund με κεφάλαια 4-5 τρισ. δολαρίων ώστε να υπάρξει η απαιτούμενη ομπρέλα.
Ο Mark Carney, κεντρικός τραπεζίτης της Αγγλίας και επικεφαλής του FSB επισημαίνει ότι με τον τρόπο αυτό ενδεχόμενες καταρρεύσεις τραπεζών θα έχουν μικρότερο αντίκτυπο καθώς όσοι δανείζουν λεφτά στις τράπεζες θα έχουν ξεκάθαρη εικόνα για το ρίσκο που αναλαμβάνουν.