Οι οδηγίες της ΤτΕ για το πώς θα χειρίζονται οι τράπεζες τα κόκκινα δάνεια

Τη μεγαλύτερη πρόκληση για τις τράπεζες και κορυφαία προϋπόθεση για την επάνοδο της Οικονομίας σε ανάπτυξη, συνιστά η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. 

Πλέον, και ενώ αναμένεται η ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου για τη διαχείριση των “κόκκινων” δανείων, έχει γίνει αντιληπτό από όλους ότι το υψηλό ποσοστό µη εξυπηρετούµενωνδανείων των ελληνικών τραπεζών – πολλαπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου –, έχει σημαντικές παρενέργειες που “υποθηκεύουν”την ανάπτυξη της χώρας:

α)  περιορίζει τους διαθέσιμους πόρους για την εκταµίευση νέων δανείων, 
β) αυξάνει το περιθώριο επιτοκίου που πρέπει να χρεώνουν οι τράπεζες ώστε να αντισταθμίσουν τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν, δηλαδή τις ενδεχόμενες απώλειες εσόδων ή και κεφαλαίου, και 
γ) προκαλεί ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης που απορροφούν δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους.

Ακολουθώντας την εμπειρία της υπόλοιπης Ευρώπης, όπου όπως είχε γράψει το Capital.gr, επικρατεί “πυρετός” στις συναλλαγές που αφορούν διαχείριση “κόκκινων” δανείων, στην  Ελλάδα οι προσπάθειες εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων προβληματικών δανείων θα συνδεθούν µε τη δραστηριοποίηση εξειδικευμένων εταιριών που είτε κατέχουν (AssetManagementCompanies – AMC) είτε απλώς διαχειρίζονται προβληματικά δάνεια (ServicingCompanies). 

Όπως αναφέρεται στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2015της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά το παρελθόν πολλές χώρες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν αντίστοιχο πρόβλημα µε το ελληνικό όσον αφορά το υψηλό ποσοστό µη εξυπηρετούμενων δανείων (π.χ. η Σουηδία, η Ινδονησία, η Μαλαισία, η Κορέα, η Ταϊλάνδη, αλλά και πιο πρόσφατα η Ιρλανδία, µε την περίπτωση της ΝΑΜΑ, και η Ισπανία, µε την περίπτωση της SAREB),  προέκριναν τη λύση δημιουργίας AMC. Άλλες χώρες (όπως π.χ. η Ρουμανία)επέλεξαν να δημιουργήσουν θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία ServicingCompanies. 

Ως διαχείριση από αυτές τις εταιρίες νοείται ενδεικτικά:

1) η νομική και λογιστική παρακολούθηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, 
2) η εκχώρηση απαιτήσεων σε τρίτους ή εξουσιοδότηση τρίτων προς είσπραξη αυτών, 
3) η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων µε τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων, και 4) η σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών, καθώς και κάθε άλλη πράξη ενεργητικής διαχείρισης στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας. 
Ανάλογη λύση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα αφού, όπως εκτιμά η ΤτΕ,  ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες των χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών, δηλαδή: 

α) ο μεγάλος αριθμός δανείων µε σχετικώς μικρά υπόλοιπα, 
β) η διαφορά της σύνθεσης των µη εξυπηρετούµενων δανείων, τα οποία χαρακτηρίζονται από ανομοιογένεια σε σύγκριση µε τις προαναφερθείσες χώρες, καθώς υψηλά ποσοστά µη εξυπηρετούμενων δανείων καταγράφονται σε όλες τις κατηγορίες δανείων και σχεδόν σε όλους τους κλάδους της Οικονομίας. 
Σημειώνεται ότι η επιλογή σύστασης AMC στην Ιρλανδία και την Ισπανία προκρίθηκε λόγω της συγκέντρωσης σε δάνεια μεγάλου ύψους και ενός ουσιαστικά κλάδου (επαγγελματικά ακίνητα), καθώς η αποτελεσματικότητα τέτοιων σχημάτων απαιτεί μεγάλο όγκο ομοιογενών χαρτοφυλακίων. 
γ) είναι αναγκαίο να εξεταστεί ο τρόπος τιμολόγησης στην περίπτωση τυχόν μεταφορών δανείων σε κάποιο σχήμα διαχείρισης προβληματικών δανείων,
δ) πρέπει να αντιμετωπιστεί το θέμα εξεύρεσης χρηματοδότησης. Αν απαιτείται κρατική συμμετοχή (διεθνώς υπάρχουν ελάχιστα παραδείγματα αμιγώς ιδιωτικών AMC ως προς τη χρηματοδότηση), αυτή υπόκειται σε αυστηρό θεσμικό πλαίσιο και έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού. 

Η ΤτΕ εκτιμά ότι η Πολιτεία πρέπει να επισπεύσει τις ενέργειες που απαιτούνται για τη δημιουργία μιας ενεργού δευτερογενούς αγοράς µη εξυπηρετούμενων δανείων. Εκτός από τη βελτίωση της ποιότητας χαρτοφυλακίου των τραπεζών και την ανάκτηση πόρων µέσω της πώλησης υφιστάμενων απαιτήσεων, που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε νέες πιστώσεις, η ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς µη εξυπηρετούμενων δανείων θα προσέλκυε ένα ευρύτερο φάσμα επενδυτώνόπως π.χ. ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και διαχειριστές κεφαλαίων. Οι επενδυτές αυτοί θα μπορούσαν να βοηθήσουν παράλληλα, ενδεχομένως παρέχοντας χρηματοδότηση, στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και γενικότερα θα συνέβαλλαν στη σταδιακή ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης πέρα από τις τράπεζες. 

Αυτονόητα, η ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς µη εξυπηρετούμενων δανείων θα πρέπει να περιβληθεί με το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο αδειοδότησηςκαι εποπτείας των εταιριών που θα δραστηριοποιηθούν σε αυτήν. Στην κατεύθυνση αυτή, η ΤτΕ επισημαίνει ότι θα πρέπει να καθοριστούν άμεσα οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την απόκτηση άδειας, ενώ θα πρέπει να γίνεται σαφές ότι οι εταιρίες που θα επιλέξουν να δραστηριοποιηθούν στην αγορά δανείων θα υπόκεινται σε κανόνες όσον αφορά την προστασία του καταναλωτή όπως αυτοί που διέπουν και τις τράπεζες, συµπεριλαµβανοµένου και του Κώδικα ∆εοντολογίας. Το πλαίσιο θα πρέπει να προβλέπει επίσης αυστηρές ποινές, περιλαµβανοµένης της ανάκλησης αδείας, σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης των κανόνων λειτουργίας όπως αυτοί θα προβλέπονται κατά την αδειοδότηση.

www.capital.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *