Τον τελευταίο καιρό κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει στο χώρο της Δικαιοσύνης. Είναι η προσπάθεια των δικαστών να πείσουν την κοινωνία ότι κατανοούν τα προβλήματα των συμπολιτών τους και τους συμπαραστέκονται στον αγώνα τους για επιβίωση.
Αυτή η στάση δεν υπήρξε ποτέ αυτονόητη για τη δικαστική εξουσία. Ιδίως αν σκεφθεί κανείς ότι ο βασικός της ρόλος στη λειτουργία του αστικού πολιτεύματος είναι μάλλον υποστηρικτικός και συμπληρωματικός προς τις άλλες δύο κύριες εξουσίες (τη νομοθετική και την εκτελεστική), παρά ελεγκτικός.
Γενικώς η δικαστική εξουσία αποτελεί για πολλούς το μηχανισμό «νομιμοποίησης» της πολιτικής εξουσίας, το χώρο όπου θεσμοποιείται και επιβάλλεται η αυθεντική ηγεμονία πάνω στο κοινωνικό σώμα. Αυτό, βέβαια, έως τη στιγμή που το σύστημα κατανομής των θεσμικών εξουσίων λειτουργεί κανονικά. Εάν αυτή η ισορροπία διαταραχθεί, αλλάζουν και τα δεδομένα.
Είναι χαρακτηριστική η στάση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σωτήρη Ρίζου, που σε πρόσφατη δημόσια ομιλία του έθεσε όρια στις θεσμικές υπερβάσεις της κυβέρνησης και επιτέθηκε στην πολιτική εξουσία γιατί μεταθέτει στη Δικαιοσύνη τα προβλήματα και τις δικές της ευθύνες, βιάζοντας έτσι την ελευθερία της.
Ο ανώτατος δικαστικός λειτουργός, σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα της «Ελευθεροτυπίας», περιέγραψε επίσης τα σημερινά σοβαρά διλήμματα ενός δικαστή, που είναι εγκλωβισμένος ανάμεσα στις δεσμεύσεις της χώρας έναντι των δανειστών, εν μέσω σοβαρής οικονομικής κρίσης, και στην προσπάθειά του να κρίνει την αντισυνταγματικότητα νομοθετικών επιλογών που επηρεάζουν άμεσα την επιβίωση χιλιάδων πολιτών.
Είναι, με άλλα λόγια, η πάλη μεταξύ της έννοιας του δημόσιου συμφέροντος, έτσι όπως την καθορίζει κάθε φορά η πολιτική εξουσία, και των κοινωνικών αναγκών, όπως τις κρίνει ο δικαστής, ο τόπος όπου παίζεται το διακύβευμα της νομιμότητας σήμερα.
Ο κ. Ρίζος δεν έκρυψε τα λόγια του. Θεωρεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να παραμείνει απαθές, αλλά να πάρει αποφάσεις που θα αποτρέψουν τις ακρότητες της εκτελεστικής εξουσίας. Αποφάσεις που θα διορθώσουν τις αδικίες του Μνημονίου σε μια σειρά από τομείς, όπως η δημόσια διοίκηση, αλλά κυρίως τα καυτά προβλήματα των πολιτών, δηλαδή οι περικοπές στις αποδοχές αλλά και στις δαπάνες για υγεία και συντάξεις.
Πρακτικά ο αρχιδικαστής προαναγγέλλει δικαστικές ανατροπές σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα. Ηδη έχει προηγηθεί απόφαση του ΣτΕ για αντισυνταγματικότητα στις περικοπές ειδικών μισθολογίων κι έρχονται αποφάσεις για τη διαθεσιμότητα. Επί της ουσίας επιζητά να ανασυνθέσει και να αποκαταστήσει, όπως λέει ο ίδιος, τα ρήγματα στους συνταγματικούς θεσμούς του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους. Κι αυτό σήμερα είναι μια υψίστης σημασίας προσφορά.