Το ΔΝΤ έχει φυτέψει εδώ και περίπου ένα χρόνο τον σπόρο της αμφιβολίας για την κεφαλαιακή ευρωστία των ελληνικών τραπεζών και πλέον τον καλλιεργεί εντατικά ενόψει της επερχόμενης τρίτης και κρισιμότερης αξιολόγησης που ξεκινά το φθινόπωρο. Όλα δείχνουν πως με επίκεντρο τις τράπεζες στήνεται στο παρασκήνιο μεθοδικά ένα ακόμη σκληρό πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι που δεν αφορά μόνο τις τράπεζες αυτές καθ’ αυτές ή τους μετόχους τους, αλλά ολόκληρη τη χώρα.
Ένας βάσιμος λόγος προβληματισμού για τις ατραπούς στις οποίες θα οδηγήσει η επίσκεψη Lagarde τον Σεπτέμβριο στην Αθήνα, συνδέεται ακριβώς με τις απαιτήσεις του Ταμείου να διεξαχθεί έλεγχος ποιότητας ενεργητικού στις τράπεζες ενόψει των stress tests του 2018, με γνώμονα την πάγια εκτίμησή του ότι χρειάζονται τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ «απόθεμα» από τα δάνεια του ESM για να ενισχύουν τα κεφάλαιά τους στο άμεσο μέλλον. Νούμερα ακούγονται πολλά και έχουν τη σημασία τους. Είναι διαφορετικό να μιλάμε λ.χ. για μια ανακεφαλαιοποίηση 3-4 δισ. ευρώ που μπορεί να καλυφθεί εύκολα και με πολλούς τρόπους, και διαφορετικό για ανάγκες 15-17 δισ. ευρώ που εκ των πραγμάτων θα ανοίξουν την κερκόπορτα για ανεπιθύμητες λύσεις που φτάνουν ως το κούρεμα ομολογιούχων και καταθετών και την πλήρη κρατικοποίηση των τραπεζών.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα από τώρα τι είναι αυτό που θα συμβεί. Δεν υπάρχει, όμως, καμία αμφιβολία πως η άβολη συζήτηση για τις ενδεχόμενες ανάγκες μιας τέταρτης ανακεφαλαιοποίησης θα γίνεται όλο και πιο ζωηρή όσο πλησιάζουμε στις μέρες των κρίσιμων αποφάσεων μετά τις γερμανικές εκλογές. Η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδας έχουν λάβει από νωρίς το μήνυμα και γνωρίζουν πως όταν ανοίγει μια τέτοια σημαντική συζήτηση που αφορά συνολικά τη χώρα και τα συμφέροντά της, δύσκολα κλείνει χωρίς επιπτώσεις.
Γνωρίζουν επίσης πως με πολλές από τις δύσκολες θέσεις που διατυπώνει ανοιχτά το ΔΝΤ συμπαρατάσσεται διακριτικά το Βερολίνο, οι σχεδιασμοί του οποίου ειδικά σε ότι αφορά τη διαχείριση των προβλημάτων του χρηματοπιστωτικού κλάδου στην ευρωζώνη διαφέρουν σημαντικά από τους σχεδιασμούς του M. Draghi της ΕΚΤ, ή του Γ. Στουρνάρα της ΤτΕ. Τη διάσταση αυτή, της σκληρής κόντρας μεταξύ των γερμανών κεντρικών τραπεζιτών της Bundesbank και της σημερινής ηγεσίας της ΕΚΤ, δεν την υποτιμούν όσοι αντιλαμβάνονται σε πόσο μεγάλο βαθμό το ελληνικό πρόβλημα έχει επηρεάσει συνολικά την άσκηση νομισματικής και οικονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια.
Τα προβλήματα των ελληνικών τραπεζών είναι υπαρκτά, αντικειμενικά και πολυσύνθετα. Ήταν όμως πάντα εκεί από την πρώτη στιγμή που η κρίση αποκάλυψε όλες τις διαστάσεις της. Αυτό που μένει να αποφασιστεί είναι πόσο γρήγορα και με ποια μέθοδο θα επιχειρηθεί πλέον να αντιμετωπιστούν ενόψει της «εξόδου» από το Μνημόνιο το 2018. Τα τρία τελευταία χρόνια οι τράπεζες δεν έχουν καταφέρει να προσελκύσουν πίσω παρά απειροελάχιστο μέρος των καταθέσεων που έκαναν φτερά ιδιαίτερα κατά την επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, η χρηματοδοτική τους ισχύς στηρίζεται ακόμη σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό από τον ELA (38,9 δισ. ευρώ), υπάρχουν βάσιμοι λόγοι προβληματισμού ως προς τη δυνατότητα τους να μειώσουν κατά 40 δισ. ευρώ τα κόκκινα δάνεια ως το 2019 σύμφωνα με τους στόχους του SSM, ενώ ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κεφαλαιακής τους επάρκειας στηρίζεται στο ευρωπαϊκό λογιστικό τρικ της αναβαλλόμενης φορολογίας ύψους 19,8 δισ. ευρώ που ακολουθούν και άλλες τράπεζες στον ευρωπαϊκό Νότο.
Το ερώτημα είναι αν οι παραπάνω αδυναμίες θα αξιοποιηθούν πλέον από το ΔΝΤ και το Βερολίνο ώστε να οδηγηθούν προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση τα πράγματα. Μια τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση μπορεί να προκαλέσει σημαντική αναστάτωση στην Ελλάδα και να επηρεάσει την Ευρώπη, να μας οδηγήσει σε νέο βαρύ μνημόνιο, να εξωθήσει την κυβέρνηση σε πρόωρες εκλογές, ή ακόμη και να δοκιμάσει την κοινωνική συνοχή αν πρόκειται να πλήξει τις τις καταθέσεις επιχειρήσεων και πολιτών.
Αν μπορεί κανείς να διακινδυνεύσει μια πρόβλεψη είναι πως η διελκυστίνδα για το αν οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν νέα κεφάλαια, πόσα και από ποιες πηγές, θα χρησιμοποιηθεί σε κάθε περίπτωση ως μοχλός πίεσης για όλες τις υπόλοιπες ανοιχτές εκκρεμότητες της χώρας με τα μνημόνια και τους δανειστές.
Υπό το πρίσμα αυτό, είτε μας αρέσει είτε όχι, οι αποφάσεις που θα ληφθούν στο τέλος αυτού του έργου, δεν μπορεί παρά να είναι κατά βάση πολιτικές. Και θα απαντήσουν με μεγάλη ευκρίνεια στο ερώτημα για το τι εν τέλει θέλουν να συμβεί με την Ελλάδα οι Γερμανοί και το ΔΝΤ ως οι διαχειριστές της ελληνικής κρίσης.