ετά τις αποφάσεις της πρόσφατης ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής, οι ελληνικές τράπεζες φαίνεται να είναι περισσότερο στριμωγμένες σε σχέση με το παρελθόν.
«Πιστεύουμε πως θα είναι δύσκολο για τις τράπεζες να καλύψουν όλο το κενό» αναφέρει η Merrill Lynch για τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και το ποσό της απαιτούμενης ανακεφαλαιοποίησής τους, συμπληρώνοντας πως σύμφωνα με εκτίμησή της «η κεφαλαιακή ενίσχυση θα γίνει σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τις τρέχουσες χρηματιστηριακές και κυρίως με τη μορφή των κοινών μετοχών. Αυτό θα οδηγήσει κατά πάσα πιθανότητα στο πέρασμα της πλειοψηφίας ολόκληρου του κλάδου σε κρατικά χέρια»…
Ανεξάρτητα πάντως από το τελικό αποτέλεσμα, όλα δείχνουν πως ενόψει του κινδύνου για κρατικοποίησή τους τον προσεχή Ιούνιο, οι ελληνικές τράπεζες θα επιδιώξουν με κάθε τρόπο να βελτιώσουν τους ισολογισμούς τους ανεβάζοντας ρευστότητα, περιορίζοντας «γκρίζα δάνεια» και αυξάνοντας έτσι τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Αν και καμιά σχετική ανακοίνωση δεν υπάρχει, παράγοντες της τραπεζικής αγοράς εκτιμούν πως θα εξεταστούν όλες οι περιπτώσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης μέσα από νέες κοινές μετοχές, ή μέσα από μετατρέψιμα ομόλογα, σε μια περίοδο δύσκολη για τέτοια εγχειρήματα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, γενικότερα.
Ήδη, οι δύο κυπριακές τράπεζες (Κύπρου, Marfin-Λαϊκή) απάντησαν επισήμως για το πώς προτίθενται να περιορίσουν το «άνοιγμα», με την Κεντρική Τραπεζα Κυπρου να θεωρεί πως τελικά το ποσό της απαιτούμενης επανακεφαλαιοποίησης είναι μικρότερο από τα 3,6 δισ. ευρώ που αναφέρθηκε από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών. Και με την κυπριακή κυβέρνηση να έχει φέρει προς ψήφιση στη βουλή σχέδιο νόμου για τη στήριξη των κυπριακών τραπεζών (κεφαλαιακή ενίσχυση μέσω ουσιαστικά κρατικοποίησης, σχέδιο νόμου που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των διοικήσεων των κυπριακών τραπεζών).
Καμιά ελληνική τράπεζα δεν προχώρησε σε τέτοιου είδους επίσημες ανακοινώσεις, προφανώς γιατί πολλά ακόμη πράγματα θα πρέπει να ξεκαθαριστούν γύρω από το πόσο τελικά θα είναι το «κούρεμα» άρα και πόσο θα πρέπει να είναι το ύψος της επανακεφαλαιοποίησης (βλέπε σχετικό δημοσίευμα του Euro2day.gr), ή ακόμη και γύρω από το αν θα εκδοθούν νέες κοινές, ή νέες προνομιούχες μετοχές.
Η αγορά πάντως φαίνεται να πιστεύει πως η Εθνική Τράπεζα θα μπορούσε να βρεθεί πιο κοντά στον στόχο σε σχέση με τις άλλες ελληνικές τράπεζες, μέσα από την πώληση της τουρκικής Finansbank και ποσοστού της θυγατρικής της εταιρείας holding, κάτω από την οποία «κρέμονται» οι άλλες δραστηριότητές της στο εξωτερικό.
Θα «πληρώσει» και… η αγορά
Ανεξάρτητα πάντως απ’ όλα αυτά, όλα δείχνουν πως μέσα στους επόμενους οκτώ μήνες, οι ελληνικές τράπεζες θα προχωρήσουν σε μια σειρά από κινήσεις, οι οποίες θα περιορίσουν ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία.
Και είναι προφανές, πως οι τράπεζες θα ξεκινήσουν από τα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια, αυτά δηλαδή που μπορούν να κάνουν «τη διαφορά» στα νούμερα του ισολογισμού τους μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Κάτι τέτοιο βέβαια, θα προκαλέσει έντονες ανακατατάξεις σε πολλούς και καυτούς κλάδους της οικονομίας… Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι τράπεζες θα μπορούσαν να πιέσουν για αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στις εταιρείες αυτές -έστω και με «κούρεμα» στο δανεισμό- αρκεί ο αγοραστής να είναι σε θέση να καταβάλλει μέρος των δανείων τοις μετρητοίς και να πείσει πως μπορεί να εξυπηρετήσει το υπόλοιπο.
Πέραν όμως αυτών, μεταξύ των κινήσεων που θα συνέφεραν τις τράπεζες, θα μπορούσαν να ήταν και οι ακόλουθες:
Πρώτον, ρευστοποιήσεις ακινήτων και θυγατρικών τους εταιρειών που δεν δραστηριοποιούνται στον τραπεζικό κλάδο (πχ Αστέρας Βουλιαγμένης για την Εθνική, Ιονική Ξενοδοχειακή για την Alpha Bank, κ.ά.). Πωλήσεις επίσης, θυγατρικών τραπεζών στο εξωτερικό.
Δεύτερον, προσπάθεια πώλησης «πακέτων» δανείων σε distress funds του εξωτερικού, έστω και με σημαντικό discount.
Τρίτον, την περαιτέρω μείωση του υπολοίπου των τραπεζικών χορηγήσεων, με τις αποπληρωμές των δανείων να είναι μεγαλύτερες από τις όποιες νέες χορηγήσεις. Να συνεχιστεί δηλαδή -και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό- η τάση που ξεκίνησε από το 2010 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Και τέταρτον, μια γενικότερη πολιτική απομόχλευσης σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού (π.χ. ρευστοποίηση μετοχικού χαρτοφυλακίου, κ.λπ.).
Οι παραπάνω κινήσεις των τραπεζών βέβαια -όπως και οι προσπάθειες κεφαλαιακής ενίσχυσης μέσω της αγοράς- επηρεάζονται ανασταλτικά από την τρέχουσα οικονομική συγκυρία και ζητούμενο παραμένει το πώς θα διαμορφωθεί το κλίμα μέσα στους επόμενους μήνες τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, μετά και από τις αποφάσεις της πρόσφατης ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής.
Αγώνας για ρευστό στις επιχειρήσεις
Διαβάζουμε την ανακοίνωση της εισηγμένης εταιρείας Sciens για την πώληση της θυγατρικής της εταιρείας αντασφαλίσεων Oceanus Reinsurance αντί 4,4 εκατ. ευρώ (λογιστική αξία 4,6 εκατ.) όπου αναφέρεται πως «με την παραπάνω μεταβίβαση η Sciens επικεντρώνεται στις λοιπές επιχειρηματικές της δραστηριότητες, ενώ ενισχύει επιπλέον και τα επίπεδα της ταμειακής της ρευστότητας». Και αν η εισηγμένη εταιρεία δεν συγκαταλέγεται σε αυτές με υψηλό δείκτη δανεισμού προς περιουσιακά στοιχεία, γίνεται αντιληπτό το πόσο σημαντικό θέμα έχει γίνει η ύπαρξη ρευστότητας, ακόμη και για τις… καλύτερες οικογένειες.
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, θα εντείνουν τις προσπάθειές τους για ρευστότητα, τόσο οι αδύναμοι κρίκοι της οικονομίας (προκειμένου να περιορίσουν τον κίνδυνο της χρεοκοπίας), όσο και οι ισχυροί επιχειρηματικοί Όμιλοι, σε μια προσπάθειά τους να ανταπεξέλθουν ακόμη και σε ακραία σενάρια που σχετίζονται με τη ρευστότητα στην οικονομία.
Υπάρχει λοιπόν ο φόβος, ότι θα δούμε να αυξάνεται κατά πολύ ο αριθμός των επιχειρήσεων και των ακινήτων που θα βγουν στο προσεχές διάστημα προς πώληση, με ό,τι αυτό μπορεί να σημάνει για τις αποτιμήσεις και στις δύο παραπάνω αγορές.
Χαρακτηριστική είναι η στάση της MIG που από τη μια πλευρά προχώρησε σε κάποιες επιμέρους ρευστοποιήσεις (Vivartia Cyprus) και από την άλλη πλευρά υλοποίησε αυξήσεις κεφαλαίου σε ορισμένες άλλες θυγατρικές της.
Γενική εντύπωση άλλωστε είναι πως αρκετές δεκάδες εισηγμένες θα πουλούσαν πρόθυμα κάποιες θυγατρικές τους και ορισμένα ακίνητά τους, αρκεί να εμφανιζόταν στον ορίζοντα έστω και μια σχετική πρόταση… Για παράδειγμα, κυκλοφορεί εδώ και λίγους μήνες στην αγορά πως μεγάλη εταιρεία από το χώρο των αυτοκινήτων έχει «βγει στο παζάρι» προκειμένου να ρευστοποιήσει μέρος των δραστηριοτήτων της, χωρίς ωστόσο να έχει φανεί κάτι στον ορίζοντα.
Ενδεικτική επίσης είναι η δήλωση βασικού μετόχου εισηγμένης εταιρείας μικρής κεφαλαιοποίησης, που προσπαθεί να πουλήσει ακίνητο της εταιρείας του: «Δεν χτύπησε το τηλέφωνο, ούτε για να μας κάνουν φάρσα…».
Στις εισηγμένες εταιρείες που -έστω και κάτω από προϋποθέσεις- θα ήθελαν να ρευστοποιήσουν ακίνητά τους είναι, μεταξύ άλλων, οι ΑΓΕΤ Ηρακλής, Alpha Grissin (Βουλγαρία), Fourlis, ΕΛΦΙΚΟ, ΣΑΝΥΟ, Μαθιός Πυρίμαχα, Rilken, Εριουργία Τρία Άλφα, Μουζάκης, Σπύρου, Πετρόπουλος, Μουζάκης, Εδραση, Αφοί Κορδέλλου, Βιοτέρ, κ.α.