Οι τράπεζες θα αποφασίζουν ποιες επιχειρήσεις θα μπουν σε ρύθμιση και με ποιους όρους. Εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη σε 3 μήνες εάν δεν είναι συνεπής.
Στα χέρια των τραπεζών αφήνει το νομοσχέδιο για τα κόκκινα δάνεια τόσο το μαχαίρι όσο και το πεπόνι. Ουσιαστικά, ταχρηματοπιστωτικά ιδρύματα καθίστανται απόλυτοι ρυθμιστές καθώς μπορούν να αποφασίζουν (με πλειοψηφίες της τάξεως του 40% ή του 50%) ποιες επιχειρήσεις θα ενταχθούν σε ρύθμιση και με ποιους όρους, αν θα υπάρξει κούρεμα και σε ποιο ποσοστό όπως επίσης και το αν θα πρέπει να εγκατασταθεί ειδικός διαχειριστής στις εταιρείες με στόχο την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού, δηλαδή όλων των περιουσιακών στοιχείων.
Ειδικά για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι αποφάσεις των τραπεζών –οι οποίες ουσιαστικά δεν θα ανατρέπονται από τη στιγμή που θα έχουν συγκεντρωθεί οι πλειοψηφίες που προβλέπει ο νόμος- θα επικυρώνονται με δικαστική απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου έτσι ώστε οι όποιες αποφάσεις να δεσμεύουν και πιστωτές που ενδεχομένως διαφωνούν. Με βάση τα χρονοδιαγράμματα που προβλέπει ο νόμος, οι πρώτες ρυθμίσεις ειδικά για τις μεγάλες επιχειρήσεις αναμένονται μετά το πρώτο 4μηνο ή 5μηνο του 2015 εφόσον βέβαια ψηφιστεί το νομοσχέδιο ως έχει και εφόσον δεν υπάρξουν ανατροπές σε πολιτικό επίπεδο.
Το νομοσχέδιο, περιγράφει ουσιαστικά τρεις διαδικασίες:
1. Τη ρύθμιση των χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών με τζίρο έως 2,5 εκατομμυρίων ευρώ. Αν οι τράπεζες το αποφασίσουν, οι οφειλές μπορεί να κουρευτούν ενώ τα χρέη σε ασφαλιστικά ταμεία και εφορίες μπορεί να ρυθμιστούν σε 100 δόσεις με διαγραφή του 20% των προσαυξήσεων.
2. Μια έκτακτη διαδικασία ρύθμισης των οφειλών και των μεγάλων επιχειρήσεων. Η απόφαση θα επικυρώνεται από δικαστήριο και θα δεσμεύει και τις τράπεζες που ενδεχομένως δεν συμφωνούν. Για να φτάσει η υπόθεση στο δικαστήριο, απαιτείται να συμφωνήσει το 50% των πιστωτών.
3. Μια επίσης έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης. Ουσιαστικά είναι μια διαδικασία εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας η οποία για να κινηθεί απαιτείται να συμφωνήσει το 40% των πιστωτών.
Το νομοσχέδιο, περιλαμβάνει και κίνητρα προς όλες τις κατευθύνσεις. Το κίνητρο για τις τράπεζες να κάνουν κούρεμα είναι φορολογικό (εκπτώσεις φόρου σε 10 ετήσιες δόσεις). Το κίνητρο για τις επιχειρήσεις είναι -πέραν του κουρέματος- η δυνατότητα ρύθμισης και των οφειλών στα ασφαλιστικά ταμεία και στην εφορία αλλά και η διαγραφή του 20% των προσαυξήσεων.
Γιατί οι ρυθμίσεις αυτές στην πράξη μπορεί να αποδειχτεί ότι είναι για λίγες επιχειρήσεις;
Πρώτον διότι μπαίνουν πολύ αυστηροί όροι. Αν μια επιχείρησηδεν φανεί συνεπής είτε προς τις τράπεζες είτε προς την εφορία είτε προς το ασφαλιστικό ταμείο για διάστημα μεγαλύτερο τωντριών μηνών, τότε αυτομάτως χάνει όλα τα ευεργετήματακαι ανά πάσα στιγμή μπορεί ο οποιοσδήποτε να την κηρύξει σε πτώχευση. Από την άλλη, το αν θα υπάρξει κούρεμα ή όχι είναι αποκλειστική απόφαση των τραπεζών. Άρα από τις τράπεζες εξαρτάται το ποια χρέη θα ρυθμιστούν, όπως επίσης και το ποιες επιχειρήσεις θα υπαχθούν στο καθεστώς ειδικής διαχείρισης για να εκποιηθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Για ποιες επιχειρήσεις έχει φτιαχτεί η ρύθμιση;
Αρμόδια στελέχη του υπουργείου Ανάπτυξης υποστηρίζουν ότι η ρύθμιση είναι φτιαγμένη για τις επιχειρήσεις οι οποίες θα κριθεί (κατά κύριο λόγο από τις τράπεζες) ότι είναι βιώσιμες. Υποστηρίζουν ότι δεν έχει κανένα νόημα να προχωράς σε ρύθμιση ή και κούρεμα οφειλών για εταιρείες οι οποίες δεν μπορούν να αντέξουν.
Μπορεί η επιχείρηση να χάσει τα πλεονεκτήματα της ρύθμισης;
Ασφαλώς. Αυτό θα συμβεί αν δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις απέναντι στην τράπεζα, στην εφορία ή στο ασφαλιστικό ταμείο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Κάτι τέτοιο προκαλεί αυτομάτως την αναβίωση των οφειλών οι οποίες καθίστανται στο σύνολό τους ληξιπρόθεσμες και απαιτητές.
Τι προβλέπει η έκτακτη διαδικασία ρύθμισης υποχρεώσεων;
Επιχειρήσεις που πληρούν τα κριτήρια που προβλέπει ο νόμος μπορούν να αιτηθούν τη ρύθμιση των υποχρεώσεών τους ενώπιον του δικαστηρίου αρκεί να έχουν εξασφαλίσει τη συναίνεση πιστωτών οι οποίοι εκπροσωπούν το 50,01% των συνολικών απαιτήσεων (σ.σ αρκεί στο ποσοστό αυτό να περιλαμβάνεται το 50,1% των απαιτήσεων που έχουν καλυφθεί με εμπράγματες εξασφαλίσεις). Από τη στιγμή που θα επιτευχθεί αυτή η συναίνεση, η ρύθμιση γίνεται δεσμευτική για όλους τους οφειλέτες. Για να συμβεί αυτό, απαιτείται απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου. Το νομοσχέδιο ορίζει ότι οι αποφάσεις θα πρέπει να εκδικάζονται μέσα σε δύο μήνες από την υποβολή της αίτησης ενώ η απόφαση θα πρέπει να εκδίδεται μέσα σε έναν μήνα. Η απόφαση του δικαστηρίου θεωρείται απαραίτητη προκειμένου η ρύθμιση να είναι δεσμευτική για το σύνολο των οφειλετών. Επίσης, από τη στιγμή που θα βγει η απόφαση, αναστέλλεται για περίοδο τουλάχιστον 12 μηνών η λήψη κάθε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης συμπεριλαμβανομένης της πτώχευσης. Ωστόσο, και η επιχείρηση αναλαμβάνει να εξοφλήσει τις οφειλές προς τους εργαζόμενους μέσα σε 12 μήνες. Από τη στιγμή που η επιχείρηση θα ενταχθεί στη ρύθμιση θα μπορεί να ρυθμίσει τις οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία εξασφαλίζοντας ως «μπόνους» τη διαγραφή του 20% των προσαυξήσεων. Σε ειδικές περιπτώσεις, η διαγραφή επί των προσαυξήσεων μπορεί να φτάσει στο 40% αρκεί η επιχείρηση να είναι σε θέση να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αποπληρώσει τις οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία και την εφορία.
Τι είναι η διαδικασία ειδικής διαχείρισης;
Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι εφόσον συναινέσει το 40% των εχόντων απαίτηση, μπορεί να εγκατασταθεί στην επιχείρηση –εφόσον και πάλι υπάρξει απόφαση δικαστηρίου- ειδικός διαχειριστής με στόχο την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης. Εάν γίνει η εκποίηση σε ποσοστό τουλάχιστον 90% τότε η εταιρεία μπαίνει σε εκκαθάριση. Σε διαφορετική περίπτωση κηρύσσεται σε πτώχευση.