Η κυβερνητική πρωτοβουλία για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο και για την αναδιάρθρωση των κόκκινων δανείων με την ψήφιση του Ν.4307/15.11.2014,είναι ασφαλώς θετική. Θα έπρεπε, μάλιστα, να έχει εκδηλωθεί νωρίτερα, καθώς αφθονούσαν οι ενδείξεις ότι το βάρος των φορολογικών και τραπεζικών χρεών δεν ήταν εξυπηρετήσιμο, αλλά προφανώς οι ταμειακές και «ιδεοληπτικές» αντιρρήσεις της τρόικας δυσχέραναν την προσπάθεια. Οι ίδιες, προφανώς, είναι και η αιτία για πολλές ατολμίες και ατέλειες των νέων ρυθμίσεων, που υποσκάπτουν και την μελλοντική αποτελεσματικότητά τους. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι οι τροπολογίες του κ. Σκρέκα επιτείνουν την ατολμία.
– Ήδη σε σχέση με τις ρυθμίσεις οφειλών προς το Δημόσιο είναι σφάλμα ότι οι 100 δόσεις επιφυλάσσονται στους οφειλέτες μέχρι 15.000 ενώ η λογική υποδεικνύει πως οι μεγαλύτεροι διακανονισμοί απαιτούνται ακριβώς όταν είναι μεγαλύτερα τα χρέη. Το δικαίωμα των 100 δόσεων έπρεπε να δοθεί και στους οφειλέτες μέχρι ενός εκατομμυρίου ευρώ, ενώ έπρεπε να προβλεφθεί ρύθμιση και για τους μεγάλους οφειλέτες: θα μπορούσε να έχει πρόσθετες προϋποθέσεις και όρους, αλλά έπρεπε να γίνει. Αν για τη χώρα έχουν καίρια σημασία οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι άξιες υποστήριξης οι μεγάλες, που συνήθως είναι και εκείνες που οφείλουν μεγαλύτερα ποσά. Η εμμονή της τρόικας ότι οι μεγάλοι οφειλέτες δεν πρέπει να διευκολύνονται δεν δικαιώνεται από τον ταμειακό απολογισμό.
– Ως προς τα κόκκινα δάνεια, υπάρχουν ισχυρές επιφυλάξεις για την επιτυχία του σχήματος. Το πρώτο σκέλος, που αφορά τη ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, δεν εισάγει κανένα υποχρεωτικό στοιχείο για τις τράπεζες που μπορούν να δεχθούν ή μη τα αιτήματα των οφειλετών κατά την ελεύθερη κρίση τους. Κατανοεί κανείς ότι η θέσπιση υποχρεωτικών συμβιβασμών είναι και δύσκολη και προβληματική στην ελεύθερη αγορά, χωρίς αυτήν όμως δεν καταλαβαίνει κανείς γιατί θεσπίζεται ειδικός νόμος και δεν αφήνεται η ρύθμιση στη διαπραγμάτευση.
Όπως εισήχθη, η σχετική ρύθμιση είχε μοναδική αξία ότι, αν πετύχαινε κανείς διαγραφή με την τράπεζα, μπορούσε να υπαχθεί στις εκατό δόσεις για τα χρέη προς το Δημόσιο. Με την τροπολογία Σκρέκα, ακόμη και αυτό αναιρέθηκε.
Οι δόσεις δεν είναι εκατό, αλλά οι προβλεπόμενες στον πρόσφατο νόμο 4305/2014 για το δημόσιο, άρα για όσους οφείλουν πάνω από 15.000 οι δόσεις περιορίζονται σε 72. Η μικροψυχία επιτείνεται από το ότι η ρύθμιση του Δημοσίου γίνεται προϋπόθεση για να απευθυνθεί κανείς στις τράπεζες. Με την τροπολογία Σκρέκα, θα πρέπει ο οφειλέτης πρώτα να ρυθμίσει τις οφειλές του στο Δημόσιο, εν συνεχεία να απευθυνθεί στις τράπεζες και, εάν πετύχει τη ρύθμιση με αυτές, να …επιστρέψει στο Δημόσιο με μόνο προνόμιο τη διαγραφή επιπλέον 20% των προσαυξήσεων από τις προσαυξήσεις (πάντα σε 72 δόσεις).
Όπως είπα και αρχικά, όμως, η ρύθμιση στο Δημόσιο έπρεπε να και πολύ πιο «γενναιόδωρη» αλλά και αυτοτελής. Μόνο τότε θα είχε αξία ο συνδυασμός της με τη ρύθμιση των τραπεζικών δανείων, αν η τελευταία είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα για τις τράπεζες.
Σημειώνω ως πρόσθετο πρόβλημα στη ρύθμιση για τις μικρές επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες ότι προϋποθέτει την εκ προοιμίου παραίτηση από τυχόν αιτήσεις υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη ή στις διαδικασίες του πτωχευτικού δικαίου. Πρόκειται, νομίζω, για μία ακόμη «μικρόψυχη» ρύθμιση, αφού ζητάει από τους οφειλέτες να παραιτηθούν από άλλα ένδικα βοηθήματα χωρίς καμία εγγύηση ότι η τράπεζα θα δεχθεί την αίτησή τους. Θα ήταν πολύ λογικότερο να απαιτείται η παραίτηση κατά την υπογραφή της νέας σύμβασης με την τράπεζα και αφού η τελευταία θα είχε αποδεχθεί την αίτηση του οφειλέτη με την αίρεση ότι αυτός θα παραιτούνταν από τα ένδικα βοηθήματα που έχει ασκήσει.
– Το δεύτερο σκέλος της τροπολογίας περί κόκκινων δανείων προβλέπει έκτακτη διαδικασία ρύθμισης χρεών εμπόρων με δέσμευση των πιστωτών που διαφωνούν. Σχετική διαδικασία προβλέπεται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, η νυν θεσπιζόμενη όμως, με χροιά έκτακτου μέτρου, προβλέπει μικρότερη πλειοψηφία πιστωτών: αν το 50,1% του συνόλου των απαιτήσεων –και ίδιο ποσοστό των απαιτήσεων με εμπράγματη ασφάλεια- συμφωνήσει, δεσμεύεται η μειοψηφία που διαφωνεί. Υπάρχει, ωστόσο, ένα κρίσιμο σημείο που μπορεί να αναιρέσει τη χρησιμότητα της διάταξης: οι συμβιβασμοί αυτοί δεν καταλαμβάνουν τον δημόσιο τομέα ούτε τις προνομιακές απαιτήσεις των εργαζομένων. Οι μεν εργασιακές απαιτήσεις διακανονίζονται σε δώδεκα μηνιαίες δόσεις, στον δε δημόσιο τομέα η δικαστική έγκριση του συμβιβασμού απλώς παρέχει το δικαίωμα υπαγωγής σε εκατό δόσεις με πρόσθετη έκπτωση 20% στα πρόστιμα σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται στον γενικό νόμο ρύθμισης του Δημοσίου – τον 4305/2014. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε κατάσταση υπερχρέωσης έχουν συνήθως οφειλές και προς τον δημόσιο τομέα και προς τους εργαζομένους τους, αυτός ο διακανονισμός μπορεί να μην είναι αρκετός για τη διάσωσή τους.
Πρόσθετο σημείο «μικροψυχίας» στο θέμα αυτό είναι ότι, για όσους οφείλουν πάνω από ένα εκατομμύριο και άρα δεν μπορούν να ρυθμίσουν με τον ν. 4305/14, το Δημόσιο έχει δικαίωμα να αρνηθεί την υπαγωγή στις 100 δόσεις ακόμη και αν επικυρωθεί δικαστικά ο συμβιβασμός τους με το 50,1% των πιστωτών. Το Δημόσιο μπορεί πράγματι να απορρίψει την αίτησή τους με αιτιολογημένη απόφαση. Ακόμη και αν η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, η ευόδωση της τελευταίας θα έρθει μετά βεβαιότητας αφού θα έχει ολοκληρωθεί και η …οικονομική νεκροψία στην επιχείρηση λόγω πτώχευσης.
Θα προσθέσω στα προβλήματα την προϋπόθεση του νόμου να συμφωνούν δύο τουλάχιστον χρηματοδοτικοί φορείς που θα έχουν απαίτηση ύψους πάνω από 20% των συνολικών χρεών του οφειλέτη. Η προϋπόθεση αυτή γεννά το ενδεχόμενο μία τράπεζα με δεύτερη προσημείωση υποθήκης (και άρα με ελάχιστη εξασφάλιση) να αξιώνει αναλογικώς μεγαλύτερο μερίδιο προκειμένου να συναινέσει στον συμβιβασμό εάν γνωρίζει ότι χωρίς τη συναίνεσή της δεν βρίσκεται άλλος «δεύτερος» πιστωτής για τη συμπλήρωση του ποσοστού 20% των χρεών του οφειλέτη. Αυτό θα δημιουργεί στρεβλώσεις στη διαπραγμάτευση.
Επίσης, παρότι στη διάταξη προβλέπεται ότι το Δικαστήριο θα επικυρώνει τον συμβιβασμό αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες πλειοψηφίες, θεωρώ βέβαιο ότι τα Δικαστήρια, εφαρμόζοντας τη γενική ρήτρα περί κατάχρησης δικαιώματος, θα ακολουθήσουν την υφιστάμενη νομολογία για υποθέσεις του α. 44 ν. 1892/90 και, πολύ περισσότερο, των α. 99 και 107 του Πτωχευτικού Κώδικα περί ανάλογης μεταχείρισης των όμοιων κατηγοριών πιστωτών, ώστε οι σχετικές δίκες δεν θα είναι τόσο «απλές» όσο εμφανίζονται στη διάταξη.
Σημειώνω ότι η σχετική Νομολογία θα ήταν πολύ καλύτερος οδηγός στην αντιμετώπιση απαιτήσεων συνδεδεμένων επιχειρήσεων ή μετόχων του οφειλέτη απ’ ότι η ολική απαγόρευση συνυπολογισμού τους, που προβλέπεται στο νομοθέτημα. Πολλές φορές οι απαιτήσεις αυτές είναι γνήσιες και αποτυπωμένες στα βιβλία και, αν αντιμετωπίζονται ισόρροπα με άλλες απαιτήσεις, δεν υπάρχει λόγος να μην υπολογίζονται σε έναν συμβιβασμό για τη διάσωση μιας επιχείρησης.
– Το τρίτο σκέλος του νόμου, που αφορά την ειδική διαχείριση, εκτός από διάφορα νομοτεχνικά ζητήματα μάλλον λεπτομερειακά για να ενδιαφέρουν το κοινό, πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν είναι επί της ουσίας διαχείριση, αλλά εκκαθάριση. Ο διαχειριστής δεν διοικεί την επιχείρηση προς όφελος των πιστωτών, αλλά έχει στόχο να εκποιήσει το ενεργητικό της. Το πρώτο ερώτημα στη σχετική διαδικασία έχει να κάνει με τους εργαζόμενους: θα μπορούν να γίνουν ομαδικές απολύσεις ή όχι; Και πώς, με καταβολή της αποζημίωσης ή απλώς με δικαίωμα των εργαζομένων να τη διεκδικήσουν; Το ζήτημα είναι κρίσιμο καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις επιχειρήσεων που φθάνουν σε σημείο υπερχρέωσης παρατηρείται πτώση εργασιών τέτοια, ώστε να πλεονάζει προσωπικό.
Άλλο ερώτημα είναι η προβλεπόμενη δυνατότητα του διαχειριστή να δανείζεται χρήματα για να λειτουργεί η επιχείρηση στο μεσοδιάστημα μέχρι την εκποίησή της με την εξασφάλιση του δανειστή ότι θα έχει πρώτο προνόμιο στην περιουσία της επιχείρησης. Πέραν του ότι, ακόμη και με το προνόμιο αυτό, θα υπάρχει δυσχέρεια εύρεσης δανειακών κεφαλαίων, εγείρεται ζήτημα για το πόση μπορεί να είναι η επιβάρυνση με νέα χρέη, ιδίως ενόψει του ότι αυτή θα γίνεται εις βάρος των παλαιών δανειστών.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η όλη ειδική διαχείριση διέπεται από την άποψη πως οι υφιστάμενες διαδικασίες εκποίησης είναι δήθεν αργές και αυτές ευθύνονται για την καθυστέρηση των πλειστηριασμων, εκποιήσεων κλπ. Η εμπειρία δείχνει, όμως, ότι δεν ευθύνονται οι διαδικασίες, αλλά η ανυπαρξία επενδυτικού και αγοραστικού ενδιαφέροντος που μαστίζει την αγορά τα τελευταία χρόνια. Εξαιτίας αυτής αποβαίνουν άγονοι οι πλειστηριασμοί – και δεν βλέπει κανείς γιατί ο θεσμός του διαχειριστή θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα αυτό το πρόβλημα. Αν πάλι σκοπός της ειδικής διαχείρισης είναι να γίνει η εκποίηση με συνοπτική διαδικασία ακόμη και σε εξευτελιστικές τιμές, τότε αφενός δικαιούται να αμφιβάλλει κανείς για το πόσο δίκαιη είναι μια τέτοια ρύθμιση, αφετέρου μπορεί να προεξοφλήσει ότι τα δικαστήρια θα προστατεύσουν τους δανειστές και τον οφειλέτη..