Οταν το 2012 η Citibank μεταβίβασε ένα μέρος από το χαρτοφυλάκιο των «κόκκινων» καταναλωτικών της δανείων στην Baupost, η τιμή που πέτυχε ήταν μόλις 1,5%. Αν και το χαρτοφυλάκιο που μεταβιβάστηκε είχε πολύ μικρά περιθώρια ανάκτησης, καθώς επρόκειτο για δάνεια όπου η τράπεζα είχε εξαντλήσει τις προσπάθειες ρύθμισής τους, η τιμή στην οποία τελικώς δόθηκαν δεν είναι παρά ένα ενδεικτικό μέγεθος για τις αξίες στις οποίες μπορούν να πωληθούν τα «κόκκινα» δάνεια των ελληνικών τραπεζών.
Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν και από την κίνηση που είχε κάνει η Eurobank το 2007, δηλαδή πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, πουλώντας ανάλογο χαρτοφυλάκιο στο 7% της αξίας του. Σήμερα, μετά οκτώ έτη κρίσης και με τις επισφάλειες των ελληνικών τραπεζών να έχουν φτάσει τα 110 δισ. ευρώ, η συζήτηση για το ενδιαφέρον που μπορεί να έχει η πώληση μέρους αυτών των δανείων σε ξένα funds χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από υπερβολές και στηρίζεται ίσως και σε μύθους.
Ένας βασικός μύθος είναι ότι η πώληση αποβαίνει εις βάρος των οφειλετών. Στην πραγματικότητα, αυτό που μπορεί να συμβεί είναι το ακριβώς αντίθετο, αφού η πώληση σε funds –ιδίως σε τόσο χαμηλές τιμές– επιτρέπει μεγαλύτερα «κουρέματα». Πρόκειται για συνηθισμένη πρακτική που έχει ακολουθηθεί σε παρόμοιες περιπτώσεις, ευνοώντας δανειολήπτες που έχουν έστω και μικρή δυνατότητα αποπληρωμής και την οποία η τράπεζα δεν μπορεί να αξιοποιήσει, «κουρεύοντας» δραστικά την οφειλή, αφού αυτό θα καταστρατηγούσε τους όρους της τραπεζικής πίστης.
Από την πλευρά των τραπεζών, ο βασικός μύθος είναι ότι οι τράπεζες θέλουν διακαώς να πουλήσουν αυτά τα χαρτοφυλάκια. Αν και το άνοιγμα της σχετικής αγοράς με την οριστικοποίηση του θεσμικού πλαισίου που ανοίγει τον δρόμο της πώλησης για στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια που δεν έχουν ως υποθήκη την πρώτη κατοικία κάτω από 140.000 ευρώ, είναι γεγονός, οι τράπεζες κρατούν μικρό καλάθι για το κατά πόσον θα υπάρξουν ουσιαστικές κινήσεις άμεσα.
Με εξαίρεση τη σύσταση κοινής εταιρείας μεταξύ Alpha Bank και Aktua, γύρω από τη δραστηριότητα της οποίας για τη διαχείριση καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων συνωστίζονται και άλλες τράπεζες, καθώς και τη συνεργασία Eurobank και KKR για την πώληση επιχειρηματικών δανείων, οι εκτιμήσεις που υπάρχουν είναι συντηρητικές. Βασικότερη αιτία είναι οι χαμηλές τιμές που προσφέρονται και είναι συνάρτηση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, που προδιαγράφονται δυσοίωνες.
Οι τράπεζες που δεν έχουν κάνει επαρκείς προβλέψεις στους ισολογισμούς τους για ένα τόσο γενναίο «κούρεμα» –όσο δηλαδή μπορεί να φτάσει το «σκότωμα» του χαρτοφυλακίου τους σε funds– χωρίς να απαιτηθεί νέα κεφαλαιακή ενίσχυση, είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικές και, με εξαίρεση συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια, θα προτιμήσουν τη διατήρηση της διαχείρισής τους από τις ίδιες. Αυτό γιατί εκτιμούν ότι μέσα από μια πιο ενεργητική διαχείριση, που θα πρέπει να γίνει μέσα από αλλαγές στο νομικό και φορολογικό καθεστώς, θα μπορέσουν να ανακτήσουν μεγαλύτερο μέρος των απαιτήσεών τους, από ό,τι μπορεί να κάνει ένα fund, που στόχο έχει να επιτύχει όχι μόνο όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος, αλλά και σε όσο πιο σύντομο χρονικό διάστημα.
Με το βάρος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να πέφτει στην ικανοποίηση των αυξημένων φορολογικών αναγκών τους επόμενους μήνες, στις τράπεζες επικρατεί προβληματισμός για το κατά πόσον ο ιδιωτικός τομέας θα καταφέρει τα προσεχή δύο έτη να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή των οφειλών του προς τις τράπεζες, εκφράζοντας φόβους για νέα αύξηση των «κόκκινων» δανείων. Η ισορροπία είναι αυτό που θα κρίνει την πώληση των δανείων ή όχι.