Στην αναζήτηση λύσεων για να μειωθεί σημαντικά το βουνό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που απειλεί τη δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να χορηγήσουν νέα δάνεια, έχει επιδοθεί η κυβέρνηση. Μέρα με την μέρα διογκώνεται η τάση δημιουργίας μιας νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων.
Οι τράπεζες ανησυχούν ότι η οικονομία θα καθηλωθεί σε «χαμηλή πτήση», συμπιέζοντας τα έσοδα και αυξάνοντας τα «κόκκινα» δάνεια με τελικό αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της κεφαλαιακής βάσης.
Οι προσδοκίες που δημιουργούνται τόσο για την παύση καταδιωκτικών μέτρων όσο και το ενδεχόμενο διαγραφών με βάση συγκεκριμένα κριτήρια στρέφουν μερίδα των νοικοκυριών σε αναστολή των αποφάσεων για ρύθμιση του δανείου τους.
Σύμφωνα με στοιχεία από τις τράπεζες, οι προσδοκίες αυτές ανέτρεψαν την τάση μηδενισμού της δημιουργίας νέων δανείων που είχε καταγραφεί ήδη τον Δεκέμβριο, με αποτέλεσμα τον Ιανουάριο, και κυρίως τον Φεβρουάριο, να εμφανίζονται νέα δάνεια σε καθυστέρηση, συνολικού ύψους 500 εκατ. ευρώ, περίπου. Πρόκειται για οφειλέτες που ήταν στο στάδιο της ρύθμισης με την τράπεζα και οι οποίοι ανέβαλαν τις αποφάσεις τους, ενώ μικρές καθυστερήσεις εμφανίζουν και όσοι πλήρωναν μέχρι σήμερα τη δόση του δανείου που είχαν ρυθμίσει.
Την ίδια στιγμή, προβληματισμός επικρατεί και στην Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία το μεγάλο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) είναι μία από τις βασικότερες αιτίες για τη διαπιστούμενη αδυναµία πιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα, παρά την οικονοµική ανάκαµψη που σημειώθηκε το 2014.
Η ΤτΕ πάει ένα βήμα παραπέρα σημειώνοντας ότι «απαιτείται η λήψη συγκεκριµένων µέτρων πολιτικής που να µπορούν να προσαρµοστούν στην ελληνική πραγµατικότητα, προκειµένου να µειωθεί σηµαντικά ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση».
Ως παραδείγματα παρατίθεται η εμπειρία χωρών όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία. Στις δύο αυτές χώρες δημιουργήθηκαν εταιρείες ειδικού σκοπού (SPV) για τη διαχείριση προβληματικών στεγαστικών δανείων.
Η υλοποίηση βέβαια ενός τέτοιου εγχειρήµατος στην Ελλάδα θα απαιτούσε, σύμφωνα με την ΤτΕ, χρηµατοδότηση, ιδανικά από πηγές εκτός των τραπεζικών ισολογισµών και του κρατικού προϋπολογισµού και πρέπει να έχει ως γνώμονα την αποφυγή δημιουργίας νέων κεφαλαιακών αναγκών για τις τράπεζες.
Πρόθεση της κυβέρνησης είναι να βασίσει τις ρυθμίσεις για τα «κόκκινα» δάνεια στο λεγόμενο «ιρλανδικό μοντέλο», κύρια στοιχεία του οποίου είναι η διευθέτηση των δανείων μέσω των επιλογών που παρέχει ο Κώδικας Δεοντολογίας για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών οφειλών, ο οποίος ήδη υπάρχει, η χρήση των λεγόμενων εύλογων δαπανών διαβίωσης, προκειμένου να προσδιορίζεται το ύψος της δόσης, αλλά και η δυνατότητα αναστολής της πληρωμής μέρους του δανείου (π.χ. 30% έως 50%) για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το μέρος του δανείου που θα «παγώνει» δεν θα διαγράφεται από τις απαιτήσεις της τράπεζας, αλλά θα επανεξετάζεται η δυνατότητα και ο τρόπος αποπληρωμής του όταν θα βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη.
Τελικώς η ρύθμιση των «κόκκινων» ενυπόθηκων δανείων – κυρίως των στεγαστικών που αφορούν την πρώτη κατοικία – θα κριθεί στις Βρυξέλλες. Και αυτό διότι εξαρτάται από το αποτέλεσμα της συμφωνίας της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές της η αξιοποίηση των κεφαλαίων του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Πρόκειται για το «μαξιλάρι» που μέρος του οποίου σκοπεύει να αξιοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση για την ελάφρυνση των κατεστραμμένων οικονομικά δανειοληπτών.
Μόνο αν απελευθερωθούν περί τα 3 δισ. ευρώ από τα 11,4 δισ. ευρώ που «λιμνάζουν» στο ΤΧΣ, πρόκειται να δημιουργηθεί Ταμείο Προστασίας Κατοικίας για τα «κόκκινα» δάνεια που έχουν ως υποθήκη την πρώτη κατοικία.
Εφόσον λοιπόν καταλήξουν αισίως οι διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση σκοπεύει να δημιουργήσει «ενδιάμεσο φορέα διαχείρισης των “κόκκινων” δανείων», το Ταμείο Προστασίας Κατοικίας, ο οποίος με βάση τις ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών – οι οποίες έχουν ήδη καθοριστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση – και έπειτα από λεπτομερή έρευνα των χαρτοφυλακίων των δανείων των τραπεζών, θα αναλάβει την εποπτεία του νέου πλαισίου που θα διαμορφωθεί.
Σε αυτή τη ρύθμιση θα ενταχθούν όσα «κόκκινα» δάνεια έχουν ως υποθήκη την πρώτη κατοικία, αγροτικές ιδιοκτησίες μικροκαλλιεργητών και φυσικά αφορούν φυσικά πρόσωπα, εμπόρους, ελεύθερους επαγγελματίες, μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις.