Γράφει ο Φώτης Γεωργελές
Όταν άρχισε αυτή η περιπέτεια, έγραφα διάφορα αισιόδοξα και αφελή πράγματα. Δεν είχε και καμία σχέση η κατάσταση με ό,τι συμβαίνει σήμερα. Το πρώτο μνημόνιο επέβαλε μια μείωση συντάξεων και μισθών στο Δημόσιο 10-15%, τον ιδιωτικό τομέα ακόμα δεν τον άγγιζε, μιλούσαμε για αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας και ιδιωτικοποιήσεις, για άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, για ταξί και κρουαζιέρες. Κι όμως η Αθήνα είχε παραλύσει, οι συγκοινωνίες δεν λειτουργούσαν μήνες, 3 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Μας φαίνεται σήμερα απίστευτο ότι η Μαρφίν κάηκε Άνοιξη του 2010.
Εγώ έγραφα ότι αυτή η χώρα πρέπει να υποδέχεται τουρίστες όλο το χρόνο, ότι πρέπει να οργανωθούν εβδομάδες Μόδας, μήνες shopping. Ήμουν επηρεασμένος, η Κωνσταντινούπολη είχε οργανώσει τον πρώτο τέτοιο Μήνα με τζίρο 4 δις. Τον διαφήμιζε με το σλόγκαν «Ένα μήνα όλα ανοιχτά 24 ώρες». Ο δεύτερος, τον επόμενο χρόνο, έφτασε τα 8 δις.
Προσγειώθηκα από ένα γράμμα αναγνώστριας. Καλοπροαίρετα, φαινόταν, αλλά απογοητευμένη, έγραφε: Τελικά, και η ATHENS VOICE ένα lifestyle έντυπο είναι. Εδώ έχουμε μνημόνιο και συ γράφεις για ταξιδάκια και ρουχαλάκια. Η αναγνώστριά μας δεν υποψιαζόταν καν ότι μέχρι τώρα από «ταξιδάκια και ρουχαλάκια» ζούσε. Ότι όλη η χώρα απ’ αυτό ζούσε. Τόσες 10ετίες πελατειακού κράτους έχουν κάνει την κοινωνία μας να αγνοεί τις στοιχειώδεις λειτουργίες, αυτές που ξέρει ενστικτωδώς και ένας 16χρονος στο Οχάιο. Δεν ξέρουμε τι είναι η δουλειά, τι είναι παραγωγή, τι είναι έργο, πώς αμείβεται και από ποιον. Η δουλειά είναι κάτι δυσάρεστο συνήθως, που αναγκαστικά πρέπει να το κάνουμε, όσο το δυνατόν λιγότερο και ει δυνατόν στο Δημόσιο. Να διεκδικήσουμε «δικαιώματα», να αποκτήσουμε «κεκτημένα» και να βγούμε στη σύνταξη στα 42 με εθελούσια ή ως μητέρες ανήλικου τέκνου.
Ποιος μας τα «χρωστάει» όλα αυτά; Οι άλλοι, οι «κακοί», το κράτος, οι κυβερνήσεις. Το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα αυτής της μαζικής εξωπραγματικής αντίληψης του κόσμου ήταν τα πανό που στόλιζαν κάθε πανεπιστημιακό μας ίδρυμα: Όχι στη σύνδεση της γνώσης με την παραγωγή. Κι αμέσως, από κάτω, “Δικαίωμα δουλειάς για όλους”. Ποιος τη δίνει αυτή τη δουλειά; Το κράτος. Τι δουλειά θα κάνουμε, ποιος την αγοράζει και πόσο, δεν μας απασχόλησε ποτέ.
Δεν χρειαζόταν να είσαι οικονομολόγος για να καταλάβεις ότι αν μια οικονομία βασίζεται στην κατανάλωση, μια κατανάλωση χρηματοδοτούμενη από δανεικά που το Δημόσιο δανείζεται ασύστολα για να τη συντηρήσει, όταν κοπούν απότομα τα δανεικά αυτή η οικονομία θα πάθει ξαφνικό έμφραγμα. Και δεν κόπηκαν κι απότομα, 4 χρόνια και ακόμα καλύπτουν τα ελλείμματα. Είχαμε δημιουργήσει μια παράλογη φούσκα.
Είχαμε τον υψηλότερο δείκτη κατανάλωσης στην ευρωζώνη και ψωνίζαμε μόνοι μας. Καμαρώναμε ότι η Ερμού είναι από τους ακριβότερους δρόμους στον πλανήτη κι εγώ απορούσα, έγραφα, στη Μάντισον ψωνίζει όλη η υφήλιος, στην Ερμού ψωνίζει το Κουκάκι και η Καλλιθέα. Είχαμε φτιάξει έναν τουρισμό του ενάμιση μήνα, απευθυνόταν στους Έλληνες γιατί αυτοί είχαν λεφτά, δανεικά λεφτά. Περιφρονούσαμε τους ξένους που παίρνουν «μια χωριάτικη». Ακόμη και η φούσκα των ακινήτων ήταν χειρότερη και από της Ισπανίας, απευθυνόταν στους Έλληνες, μέσα σε μια δεκαετία οκταπλασιάστηκαν οι τιμές και αγοράζαμε ο ένας από τον άλλον.
Η μόνη περίπτωση να αποφύγουμε το σίγουρο σοκ, τη δραματική ύφεση, ήταν, μέχρι να αποκτήσουμε εξαγωγές, να μεγαλώσουμε τις εξαγωγές αυτού που ήδη είχαμε. Μας κατηγορούν για café-society, έλεγα, ότι είμαστε η κοινωνία του φραπέ και της κατανάλωσης. Ας κάνουμε τα ελαττώματά μας πλεονεκτήματα. Ας καλέσουμε όλο τον κόσμο εδώ, έχουμε ένα εμπορικό κέντρο που έχουν μόνο 3-4 μεγαλουπόλεις του πλανήτη, έχουμε καλό καιρό 8 μήνες. Ας κάνουμε την Αθήνα παγκόσμιο προορισμό, όπως το προγραμματίζαμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες και γι’ αυτό αναλάβαμε τέτοιες επενδύσεις. Δεν είναι δυνατόν να έχει το Μουσείο της Μπαρτσελόνα περισσότερους επισκέπτες από το Μουσείο της Ακρόπολης. Είναι αδύνατον.
Είχα βρεθεί στη Νέα Υόρκη τα Χριστούγεννα του 2001. Δυο μήνες μετά τους Δίδυμους Πύργους, ακόμα υπήρχε σκόνη στην ατμόσφαιρα. Θρηνούσαν 3.000 νεκρούς, είχε ισοπεδωθεί ένα τεράστιο οικοδομικό τετράγωνο και σε όλη την πόλη, από το αεροδρόμιο μέχρι τα ταξί, τους τοίχους, τα μαγαζιά, την τηλεόραση, υπήρχε ένα σύνθημα: Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, η Νέα Υόρκη είναι ανοιχτή για τις γιορτές. Γιατί ήξεραν ότι έπρεπε να σφίξουν τα δόντια και να ξαναχτίσουν τη ζωή τους. Εμείς δεν είχαμε 3.000 νεκρούς, δεν είχαμε πόλεμο.
Μας κόψανε τα δανεικά. Κι έπρεπε απλώς να βάλουμε το κεφάλι μας να δουλέψει. Να ανοίξουμε τις πόρτες, να στολίσουμε την Αθήνα, να κάνουμε τις πόλεις μας προορισμό για 6 για 8 μήνες, να κάνουμε την Αθήνα citybrake, να υποδεχτούμε τα κρουαζιερόπλοια, να οργανώσουμε γιορτές και bazaar και βδομάδες εκπτώσεων, να έχουμε τα μαγαζιά μέρα νύχτα ανοιχτά. Ένας από τους πιο ελκυστικούς ταξιδιωτικούς προορισμούς του κόσμου, με δεδομένη την εσωτερική υποτίμηση, θα γινόταν ακόμα πιο ελκυστικός.
Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Μια μελέτη δύο ξένων οικονομολόγων που κυκλοφόρησε αυτή τη βδομάδα, λέει: «Οι ελληνικές εξαγωγές τουρισμού είναι χαμηλότερες από το 2008. Αυτό υποδηλώνει ότι υποδομές υπήρχαν. Κάτι άλλο πρέπει να συγκρατεί την ανάκαμψη του τουρισμού στην προηγούμενη κορυφή του».
Αυτό το κάτι άλλο είμαστε εμείς. Ο τρόπος που διαχειριστήκαμε την κρίση. Φοβισμένα, χωρίς δυναμισμό, αυτοκτονικά. Δεν φταίνε τα μνημόνια που κατέρρευσε ο κρατικός μηχανισμός και δεν μπορεί να μαζέψει τους φόρους, να βρει τις μαϊμού συντάξεις. Δεν φταίνε τα μνημόνια που η αδιανόητη ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού οδήγησε τους πολίτες να φυγαδεύσουν τις καταθέσεις τους έξω από ανασφάλεια. Δεν μας φταίει κανείς που κάψαμε την Αθήνα, ερημώσαμε το ιστορικό κέντρο, εξοντώσαμε την εμπορική ζωή, διώξαμε τον τουρισμό. Καμία άλλη χώρα που αντιμετώπισε προβλήματα δεν διαλύθηκε, η Ιρλανδία ήδη ξεπέρασε την ύφεση.
Κάποτε, όπως σε όλο τον κόσμο, όταν βγήκε ο καινούργιος Χάρι Πότερ, στον Παπασωτηρίου στο κέντρο επιχείρησαν να κάνουν ένα χάπενινγκ, να εμφανίσουν το βιβλίο τα μεσάνυχτα. Κάποιοι επιτέθηκαν στις βιτρίνες με αυγά, γιατί «παρέβαινε το ωράριο». Μετά τόσα χρόνια και αφού έχουμε δει όλα αυτά που έχουν συμβεί, συζητάμε ακόμα αν θα είναι 2 ή 6 Κυριακές ανοιχτά τα μαγαζιά.
Δεν είναι τυχαίο, φοβάμαι, πως τώρα που τελείωσε αυτή η χαμένη τριετία και η κοινωνία είναι πιο ώριμη να αντιδράσει, ξαναρχίζει πάλι το γνωστό παιχνίδι. Ξαναπαίζουμε το 2010. Το πολιτικό σύστημα στήνει νέες αποπροσανατολιστικές συγκρούσεις για τον αριθμό των μελών της προανακριτικής, 13 ή 15, για τις κάλπες, αν θα ’ναι 2, 4 ή 7. Οι συγκοινωνίες πάλι είναι ακίνητες, ο εμπορικός κόσμος δηλώνει ότι αυτό θα είναι η χαριστική βολή. Βόμβες σε εμπορικά κέντρα, ταξιδιωτικές οδηγίες για να αποφεύγουν οι τουρίστες την Αθήνα. Στα τηλεοπτικά παράθυρα οι μεν κατηγορούν τους άλλους για «κλέφτες» και οι δε για «αλληλέγγυους της τρομοκρατίας». Η ίδια αυτοκαταστροφική ατμόσφαιρα σκεπάζει πάλι βαριά την πόλη, όπως το νέφος από τα καμένα ξύλα με τις μπογιές και τα καρκινογόνα βερνίκια.
Δεν θα ’ναι εύκολο. Αυτή η χώρα έχει χάσει τη ζωντάνια της. Ξέρει μόνο αυτό το παιχνίδι, της ακινησίας. Βίαιης, θορυβώδους, αλλά ακινησίας. Και δεν φαίνεται ακόμα κανείς που να μπορεί να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού.
Εξαιρετικό άρθρο.