Απόφαση-σταθμός του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, φέρνει μεγάλη ανατροπή στο σύστημα με το οποίο η Εφορία ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς και χαρακτηρίζει «φοροδιαφυγή» κάθε απλή φορολογική διαφορά μόνο και μόνο για να επιβάλει φόρους.
Οι αποφάσεις, σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα, προκαλούν πονοκέφαλο στο υπουργείο Οικονομικών καθώς τινάζουν στον αέρα τους ελέγχους στις λίστες Λαγκάρντ και εμβασμάτων εξωτερικού, περιορίζοντας το πεδίο δράσης των φορολογικών ελεγκτών από την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 και μετά. Ουσιαστικά δηλαδή επιτρέπουν ελέγχους των τραπεζικών καταθέσεων μόνο για τα τελευταία πέντε χρόνια, στα οποία όμως τα χρήματα είχαν ήδη φύγει στο εξωτερικό ή είχαν κρυφτεί στα στρώματα, λόγω του κινδύνου χρεοκοπίας προτού η χώρα μπει στο μνημόνιο (τον Μάιο του 2010).
Ωστόσο η Εφορία ξετινάζει ήδη εκατοντάδες χιλιάδες φορολογουμένους με αναδρομικούς ελέγχους, είτε επειδή είναι στη λίστα Λαγκάρντ, είτε επειδή είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, είτε απλώς επειδή έχουν μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία. Επιπλέον το υπουργείο Οικονομικών προετοιμάζει εδώ και μήνες όλους τους φορολογουμένους για τους περίφημους «αλγεβρικούς ελέγχους καταθέσεων και εισοδημάτων» που αποτελούν την… κληρονομιά Βαρουφάκη.
Με βάση τα νέα δεδομένα, όμως, η Εφορία δεν θα μπορεί να αγγίξει κάποιον για τα λεφτά που είχε στις τράπεζες πριν από το 2010, ενώ ο φορολογούμενος θα μπορεί να τα επικαλεστεί (αν, π.χ., θέλει να τα επιστρέψει στην τράπεζα όταν ξεπεραστεί ο κίνδυνος του Grexit) για να αποδείξει ότι τα είχε και δεν είναι μαύρο χρήμα που δεν το έχει δηλώσει.
Με τρεις νέες αποφάσεις του, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών (η τελευταία και καθοριστική αναρτήθηκε στις 21 Ιουλίου) έρχεται να βάλει τέλος στην παράνοια του να βγάζει η Εφορία φοροφυγά όποιον δεν έχει κρατήσει σημειώσεις (αφού δεν είχε καν τέτοια υποχρέωση) για να δώσει μετά από δεκαετίες εξηγήσεις για τον τρόπο προέλευσης κάθε κατάθεσης που είχε κάνει στο παρελθόν. Τα δικαστήρια πετάνε έτσι στον κάλαθο των αχρήστων τις εντολές του υπουργείου Οικονομικών και ορίζουν πως οι αναδρομικοί έλεγχοι της Εφορίας σε τραπεζικούς λογαριασμούς και εμβάσματα μπορούν να γίνονται μόνο από την ημερομηνία-ορόσημο της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 και μετά! Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όλοι οι έλεγχοι σε τραπεζικές καταθέσεις, εμβάσματα κ.λπ. που έγιναν στα έτη από το 2001 και μετά -καθώς και όλα τα πρόστιμα που επεβλήθησαν- ήταν έωλοι και λειτούργησαν κατά παράβαση του ίδιου του νόμου που τους καθιέρωσε, οπότε ανοίγει ο δρόμος ακόμα και για επιστροφή χρημάτων από το Δημόσιο σε όσους πλήρωσαν άδικα τη νύφη.
Οι τρεις αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου ξεκαθαρίζουν ότι:
■ Ο χρόνος έναρξης ισχύος του ν.3888/2010 είναι οι 30.9.2010. Η Εφορία δεν μπορεί να επικαλείται τις τραπεζικές καταθέσεις ως κατηγορία για προσαύξηση περιουσίας ώστε να τη φορολογήσει, εφόσον προέκυψαν σε χρόνο πριν από την ημερομηνία κατά την οποία δεν ίσχυε ακόμη η συγκεκριμένη διάταξη.
■ Η δημόσια διοίκηση προέβη σε παράβαση ουσιαστικής διάταξης του νόμου, προσδίδοντας άλλη έννοια και άλλη χρονική έκταση στις διατάξεις του, αφού θεωρούσε την κατάθεση χρημάτων προσαύξηση της περιουσίας του φορολογουμένου, άσχετα αν αφορούσε σε διάστημα πριν από τις 30-9-2010.
■ Δεν μπορεί να νοηθεί και να χαρακτηριστεί αυτομάτως «προσαύξηση περιουσίας», κατά την προσφιλή τακτική της Εφορίας, κάθε τραπεζική συναλλαγή (π.χ. κατάθεση ποσού 100.000 ευρώ στην τράπεζα) μόνο και μόνο επειδή δεν δικαιολογείται από το δηλωθέν εισόδημα του φορολογουμένου, χωρίς να έχει συγκριθεί πρώτα με την προηγούμενη πραγματική ταμειακή κατάστασή του. Χωρίς να εξετάζει δηλαδή αν είχε πράγματι τα χρήματα σε μια τράπεζα και τα μετάφερε σε άλλη, οπότε δεν στοιχειοθετείται προσαύξηση περιουσίας, όπως αυθαίρετα θεωρούσαν πολλοί ελεγκτές. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι, εκτός από την απόφαση Κουσελά (ΠΟΛ 1095), ούτε ο νόμος 3888, ούτε άλλη διάταξη νόμου επέτρεψαν ποτέ να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
■ Αντιθέτως, τα δικαστήρια δέχονται ότι μπορεί να αποτελούν πράγματι προσαύξηση περιουσίας οι καταθέσεις και τα εμβάσματα που ελέγχονται από την έναρξη της επίμαχης διάταξης, δηλαδή από τις 30-9-2010 και μετά, κατά το μέρος όμως που δεν καλύπτονται και δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα. Εφόσον παρατηρείται τέτοια διαφορά, τότε θα πρέπει να κληθεί από τη φορολογική αρχή να τη δικαιολογήσει ο φορολογούμενος, ο οποίος έχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι τα χρήματα είναι νόμιμα και φορολογημένα.
■ Για να δικαιολογήσει κάποια κατάθεση ως νόμιμη προσαύξηση περιουσίας και να μη φορολογηθεί, ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί, εκτός άλλων, και ποσά που εισέπραξε πριν από την κατάθεση ή την αποστολή του εμβάσματος, από την πώληση περιουσιακών του στοιχείων, υπό την προϋπόθεση ότι ήταν δηλωμένα και πως η εκποίηση αυτή αποδεικνύεται από νόμιμα παραστατικά.
■ Σε περιπτώσεις χρημάτων που προέρχονται από κοινούς λογαριασμούς, ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί (και η Εφορία να δεχτεί) πως ήταν όλα δικά του. Ενώ δηλαδή, καταρχήν, η εφορία θα κάνει ισομερή επιμερισμό των χρημάτων μεταξύ των συνδικαιούχων του λογαριασμού προέλευσης του εμβάσματος, ο ελεγχόμενος μπορεί να ζητήσει να ισχύσει διαφορετική αναλογία των χρηματικών αυτών ποσών (π.χ. ότι όλα τα χρήματα ανήκουν στον σύζυγο που εργάζεται και έκανε την κατάθεση ή, αλλιώς, στον πατέρα και όχι στα παιδιά που έχουν κοινό λογαριασμό μαζί του), αλλά οφείλει να αποδείξει με κάθε μέσο τον ισχυρισμό του.