Δ’ Τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου για αντισυνταγματικότητα του Ν. 3296/2004

Πριν από μερικούς μήνες το Δ’ Τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με πρόεδρο τον Σωτήρη Ρίζο πρότεινε την αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης. Αυτή την εβδομάδα το θέμα συζητείται στην Ολομέλεια της οποίας πρόεδρος είναι πλέον ο ίδιος δικαστικός

Η αγωνία χιλιάδων φορολογουμένων κορυφώνεται όσο πλησιάζει η μέρα που οι δικαστές της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας θα αποφανθούν οριστικά και αμετάκλητα για το ακατάσχετο ή μη από το ΣΔΟΕ των πάσης φύσεως τραπεζικών λογαριασμών, τραπεζικών θυρίδων και άλλων περιουσιακών στοιχείων των πολιτών.

Ηδη, στο πρόσφατο παρελθόν, με μια απόφαση-«βόμβα μεγατόνων» όπως χαρακτηρίστηκε από νομικούς και οικονομικούς κύκλους, το Δ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με τον τότε πρόεδρο του και σημερινό πρόεδρο του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κ. Σωτήρη Ρίζο είχε κρίνει αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) τη νομοθετική ρύθμιση που παρέχει τη δυνατότητα στο ΣΔΟΕ να προβαίνει σε δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ.

Πάντως, δικηγόροι, οι οποίοι για ευνόητους λόγους κρατούν την ανωνυμία τους, μάς εξέφρασαν τη βεβαιότητα ότι στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σε μία εβδομάδα οπότε θα συζητηθεί η υπόθεση αυτή στο ακροατήριο, οι δικαστές, θα ακολουθήσουν στο επίμαχο αυτό θέμα τις απόψεις και την κρίση του Δ’ Τμήματος.

Μάλιστα, έλεγαν με νόημα ότι θεωρούν αδιανόητο ο κ. Ρίζος, μέσα σε οκτώ μήνες να έχει αλλάξει τις νομικές του θέσεις και απόψεις επειδή στο μεσοδιάστημα αναδείχθηκε στην κορυφή της ιεραρχίας του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Ειδικότερα, ο κ. Ρίζος ως πρόεδρος του Δ’ Τμήματος, με εισηγήτρια την πάρεδρο κυρία Ουρανία Νικολαράκου και μέλη τους κυρίους Ευθύμιο Αντωνόπουλο, Κωνσταντίνο Πισπιρίγκο και Νικόλαο Μαρκόπουλο, το δεύτερο δεκαήμερο του περασμένου Μαρτίου έκριναν αντίθετη στα άρθρα 5 (δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική κ.λπ. ζωή της χώρας), 17 (προστασία της ιδιοκτησίας) και 25 (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου) του Συντάγματος τη διάταξη του άρθρου 30 (παράγραφος 5) του Ν. 3296/2004 που προβλέπει δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων σε περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας.

Επίσης, την ίδια νομοθετική διάταξη την έκριναν αντίθετη και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ το οποίο προστατεύει την περιουσία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνονται και οι τραπεζικές καταθέσεις.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας έχουν αποφανθεί ότι η επίμαχη διάταξη του Ν. 3296/2004, που προβλέπει τη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και οποιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων, συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά. Δεδομένου, υπογραμμίζουν οι δικαστές, ότι όσο χρόνο διαρκεί η δέσμευση ο ελεγχόμενος φορολογούμενος στερείται της δυνατότητας χρήσης και διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων, και μάλιστα ρευστού χρήματος και κινητών αξιών φυλασσόμενων σε πιστωτικά ιδρύματα.

Σε άλλο σημείο αναφέρουν οι δικαστές ότι το μέτρο της δέσμευσης συνεπάγεται σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του φορολογουμένου. Δηλαδή της προστασίας αγαθών τα οποία κατοχυρώνονται και προστατεύονται με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 5 του συνταγματικού χάρτη.

Το μέτρο αυτό, τονίζουν οι δικαστές του ΣτΕ, μπορεί μεν να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, και συγκεκριμένα στη διασφάλιση της διατήρησης των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχόμενου φορολογούμενου ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση αξιώσεων του Δημοσίου κατ’ αυτού, ωστόσο ο σκοπός και μόνον αυτός δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει από συνταγματικής άποψης την επίμαχη ρύθμιση του Ν. 3296/2004.

Το Σύνταγμα επιτάσσει, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, οι προϋποθέσεις επιβολής του μέτρου της δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών κ. ά. να διαγράφονται στον νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό, σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και την αρχή του κράτους δικαίου.

Αντίθετα από τις συνταγματικές επιταγές σε διατάξεις του νόμου 3296/2004 γίνεται χρήση αόριστων εννοιών, με αποτέλεσμα να παραχωρείται «ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη διοίκηση, χωρίς να καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο οι προϋποθέσεις επιβολής του μέτρου της δέσμευσης».

Εξάλλου, με τον νόμο αυτό, σημειώνουν οι δικαστές, δεν τίθεται κάποιος περιορισμός ούτε ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να τεθούν υπό δέσμευση, ούτε κυρίως ως προς τη χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως, ενώ δεν ρυθμίζεται η διαδικασία επιβολής και άρσεως του μέτρου της δεσμεύσεως, «με την πρόβλεψη σχετικών διαδικαστικών εγγυήσεων αναλόγων προς τη σοβαρότητα του λαμβανομένου μέτρου».

Το δικαστήριο το απασχόλησε περίπτωση καταγγελίας στην Περιφερειακή Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας του ΣΔΟΕ η οποία αφορούσε επιχειρηματία που διατηρεί ατομική επιχείρηση εισαγωγής από τις ΗΠΑ και την πώληση στη χώρα μας βαμβακοσυλλεκτικών μηχανών.

Από τον έλεγχο των οργάνων του ΣΔΟΕ προέκυψαν ενδείξεις για φοροδιαφυγή και λαθρεμπορία μεγάλης έκτασης, με χρήση τεχνασμάτων όπως οι υποτιμολογήσεις κατά την εισαγωγή των μηχανημάτων.
Με τις ενδείξεις που υπήρχαν αποφασίστηκε η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών του εισαγωγέα και η απόφαση κοινοποιήθηκε στην αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών, η οποία διενεργεί προκαταρκτική εξέταση για την εν λόγω υπόθεση.

www.newmoney.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *