Από το τότε που βγήκε η συγγνώμη χάθηκε το φιλότιμο έλεγε ένα παλιό ρητό. Στην περίπτωση του ΔΝΤ μαζί με το φιλότιμο χάθηκαν μερικά εκατομμύρια ζωές και ορισμένα τρισεκατομμύρια δολάρια. Κι’ όμως κατά την ταπεινή μας άποψη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα έπρεπε να ακολουθήσει μια παλιά συμβουλή του Μαχάτμα Γκάντι: «Ποτέ μην απολογείσαι αν είχες δίκιο».
Φανταστείτε έναν μάγειρα ο οποίος όποτε μπαίνει στην κουζίνα ακολουθεί κατά γράμμα μια αποδεδειγμένα αποτυχημένη συνταγή. Οι πελάτες του υποφέρουν από διάρροια και ορισμένοι πεθαίνουν. Αυτός, κάθε φορά, βγάζει μια ανακοίνωση στην οποία αναφέρει τα λάθη της συνταγής του, ζητά ταπεινά συγγνώμη και ξαναμπαίνει στην κουζίνα για να προετοιμάσει ένα ακόμη θανατηφόρο γεύμα.
Κάπως έτσι επιχειρούν να παρουσιάσουν το ΔΝΤ αρκετοί από τους θιασώτες αλλά και τους επικριτές του – σαν μια εκδοχή, δηλαδή, του Σουηδού μάγειρα από το Μάπετ Σόου, ο οποίος όμως τυχαίνει να κρατά στα χέρια του τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Το περίφημο λάθος του «πολλαπλασιαστή» το οποίο παραδέχθηκε το ΔΝΤ (όχι όμως και οι έμμισθοι υπαλληλίσκοι του στα πολιτικά και δημοσιογραφικά γραφεία της Ελλάδας) αποτελεί απλώς το τελευταίο παράδειγμα σε μια μακροσκελέστατη λίστα με τα mea culpa του διεθνούς οργανισμού.
Δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς έστω και μια περίπτωση στην οποία η παρέμβαση του ταμείου δεν είχε τρομακτικές συνέπειες για την πραγματική οικονομία και δεν ακολουθήθηκε από μια δημόσια ή μυστική αποδοχή ευθύνης από αναλυτές του οργανισμού.
Στο απόγειο της «αποτυχίας» του το ΔΝΤ παραδέχθηκε δημοσίως ότι η Ισλανδία κατάφερε να ξεφύγει από την κρίση επειδή δεν ακολούθησε ούτε έναν από τους κανόνες που θα έθετε το ιερατείο του νεοφιλελευθερου καπιταλισμού – για την ακρίβεια πραγματοποίησε όλα τα « προπατορικά» αμαρτήματα: από τη στάση πληρωμών και την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος μέχρι την εθνικοποίηση τραπεζών και την απαγόρευση της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων.
Παλαιότερα με εκθέσεις του το ταμείο είχε περιγράψει ένα προς ένα τα λάθη που πραγματοποίησε στην περίπτωση της Αργεντινής, οδηγώντας τη χώρα στην οικονομική κατάρρευση. Πρόκειται για τα ίδια ακριβώς «λάθη» τα οποία επιβλήθηκαν και στην Ελλάδα με την πολιτική λιτότητας, την άρνηση να προχωρήσει η χώρα σε στάση πληρωμών και την εμμονή σε μια νομισματική ένωση η οποία είχε σχεδόν πανομοιότυπα αποτελέσματα με την πρόσδεση του αργεντίνικου πέσο στο αμερικανικό δολάριο.
Είναι όμως αυτοί λόγοι για να ζητούν συγγνώμη τα μεγαλοστελέχη του οργανισμού; Η απάντηση μας είναι κατηγορηματικά όχι. Γιατί σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη περί του «αποτυχημένου μάγειρα» το ΔΝΤ είναι ένας εξαιρετικός δολοφόνος κατά συρροή. Το γεγονός ότι κάθε φορά περιγράφει το πως σκότωσε το θύμα του δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι απέτυχε στην αποστολή του.
Δυο είναι τα μεγάλα ανομολόγητα μυστικά των βαρύγδουπων mea culpa του ΔΝΤ. Καταρχάς, δεν στοιχίζουν τίποτα. Το να αναφωνήσεις «ουπς» αφού έχεις μειώσει το προσδόκιμο ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων κατά δέκα χρόνια, όπως συνέβη στη Ρωσία, έχεις οδηγήσει χιλιάδες στην αυτοκτονία, όπως στην Ελλάδα, έχεις στείλει εκατοντάδες παιδιά στην επαιτεία, όπως στην Αργεντινή και δεκάδες γυναίκες στην πορνεία, όπως στη Ρουμανία δεν συνιστά ειλικρινή συγγνώμη. Στην πραγματικότητα είναι σαν να φτύνεις τα θύματά σου καταπρόσωπο δηλώνοντάς τους ευγενικά ότι είχαν την ατυχία να βρεθούν στο διάβα της κρεατομηχανής σου.
Η σημαντικότερη παρανόηση όμως, σχετικά με τις συγγνώμες του ΔΝΤ, αφορά το περιεχόμενο των ζητημάτων για τα οποία ζητείται άφεση αμαρτιών. Ο διεθνής οργανισμός μπορεί με μεγάλη άνεση να απολογείται γιατί δεν διέσωσε τις οικονομίες των χωρών που ζήτησαν τη βοήθειά του γιατί πολύ απλά δεν είχε ποτέ πρόθεση να το κάνει. Όπως μου εξηγούσε ο Αργεντίνος οικονομολόγος, Κλαούντιο Κατς, «το ΔΝΤ είναι ένα εργαλείο των τραπεζών και όσο δεν αλλάζει η στάση των τραπεζών δεν αλλάζει και η στάση του συγκεκριμένου οργανισμού».
Η σχετική «παρανόηση», ότι δηλαδή ρόλος του ΔΝΤ είναι η διάσωση χωρών, έχεις τις ρίζες της στο 1944 όταν οι νικητές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου σχεδίασαν τη νέα οικονομική αρχιτεκτονική με τις συμφωνίες του Μπρέτον Γούντς. Αντικατοπτρίζοντας τις νέες ισορροπίες, που διαμορφώνονταν με την ουσιαστική κατάρρευση της βρετανικής αυτοκρατορίας, η νέα αρχιτεκτονική θεσμοθετούσε την κυριαρχία του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος. Το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, που γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, θα λειτουργούσαν σαν ρυθμιστές και θεματοφύλακες του νέου συστήματος παρεμβαίνοντας για να καλύπτουν ανωμαλίες στις συναλλαγματικές σχέσεις των χωρών και να βοηθούν την Ευρώπη να ενταχθεί ομαλά στο γενναίο νέο κόσμο του αμερικανικού καπιταλισμού.
Η λογική αυτή όμως κατέρρευσε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 μαζί με το πνεύμα του Μπρέτον Γουντς. Από εκείνη τη στιγμή το ταμείο σταμάτησε να ασχολείται με θέματα όπως η συναλλαγματική σταθερότητα και στράφηκε στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ο οποίος έπεσε αίφνης στην παγίδα του δημοσίου χρέους. Το ΔΝΤ μετατράπηκε μέσα σε λίγα χρόνια σε «δοσατζή» των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του πλανήτη. «Ήταν ένα διαρκές πλιάτσικο από τις χώρες του Βορρά», μας εξηγούσε παλαιότερα ο Ούγκο Αρίας, επικεφαλής της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του Ισημερινού και στενός συνεργάτης του προέδρου Ραφαέλ Κορέα.
Από αυτή τη στιγμή και μετά στόχος του ΔΝΤ δεν ήταν να βοηθά τις εθνικές οικονομίες να ξεφύγουν από την κρίση αλλά να τις κρατά σε μια διαρκή κατάσταση φθοράς και αφθαρσίας επιτρέποντας στις ξένες τράπεζες να απομυζούν την υπεραξία από την εργασία των πολιτών τους. Αν η χώρα κατέρρεε οικονομικά – εάν δηλαδή προχωρούσε σε αναγκαστική αθέτηση πληρωμών – οι τράπεζες έχαναν τα χρήματά τους. Εάν πάλι ανέκαμπτε, θα ξέφευγε από τον έλεγχο των τραπεζών. Οποιαδήποτε από τις δυο καταστάσεις θα αποτελούσε αποτυχία για το ΔΝΤ, το οποίο θα έχανε αυτομάτως την αξία χρήσης του για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
To παράδειγμα της Νότιας Κορέας είναι χαρακτηριστικό για τον τρόπο με τον οποίο το ΔΝΤ οδήγησε τη χώρα σε βαθύτερη ύφεση μετά την οικονομική κρίση του 1997 προκειμένου να βοηθήσει συγκεκριμένες τράπεζες-δανειστές όπως οι αμερικανικές Citibank και Chase Manhattan. Παρόμοια ήταν όμως η κατάσταση και στην Ινδονησία. Όπως προέκυψε από τη διαρροή απόρρητης έκθεση του ΔΝΤ στους New York Times, το ταμείο επιδείνωσε την τραπεζική κρίση της χώρας μπλοκάροντας τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης του χρέους που θα έβλαπταν τα συμφέροντα ξένων δανειστών – αυτό δηλαδή που έκανε στα πρώτα χρόνια της κρίσης η κυβέρνηση Παπανδρέου, με εντολές του ΔΝΤ και τη θεωρητική και μιντιακή στήριξη καλοπουλημένων ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων.
Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα ήταν η περίπτωση της Τουρκίας η γεωπολιτική σημασία της οποίας δεν επέτρεπε στην Ουάσιγκτον να τη θυσιάσει στο βωμό του άμεσου τραπεζικού κέρδους. «Την Τουρκία δεν την αντιμετωπίσαμε ποτέ με αμιγώς οικονομικά κριτήρια», μου είχε εκμυστηρευτεί πριν από χρόνια Έλληνας οικονομολόγος που βρέθηκε για χρόνια στο στρατηγείο του ΔΝΤ δίπλα σε ανώτατα στελέχη. Ήταν η εποχή λίγο μετά την οικονομική κρίση του 2001, όταν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα προσέφεραν απλόχερα 20 δις δολάρια.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μπορούσε να μοιράζει απλόχερα «συγγνώμες» για την κατάσταση στην οποία άφηνε την εθνική οικονομία γνωρίζοντας όμως ότι έχει εκπληρώσει την αποστολή. Όπως ακριβώς συνέβη δηλαδή με την Ελλάδα: οι δανειστές πρόλαβαν να ξεφορτωθούν τα τοξικά ομόλογα του χρέους, η εργατική νομοθεσία επέστρεψε στις συνθήκες του 19ου αιώνα, η δημόσια περιουσία εκποιείται προς τέρψιν ελληνικών και ξένων οικονομικών ελίτ και οι αντιδράσεις καταστέλονται είτε από την επίσημη αστυνομία ή τις παρακρατικές φασιστικές οργανώσεις που υπέθαλψαν οι εντεταλμένοι υπάλληλοι του ΔΝΤ από το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ. Η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί ίσως την μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία του ΔΝΤ. Και όσες συγγνώμες και αν ζητήσει δεν μπορεί να κρύψει τον απόλυτο θρίαμβό του.
Άρης Χατζηστεφάνου
Unfollow Μάρτιος 2013