Θετική για τους προσφεύγοντες δανειολήπτες που είχαν πάρει δάνεια σε ελβετικό φράγκο, είναι πρώτη εφετειακή απόφαση από το Τριμελές Εφετείο του Πειραιά (791/2017) η οποία είναι άμεσα εκτελεστή, υποχρεώνοντας την τράπεζα να δέχεται την εξόφληση των δανειακών υποχρεώσεων των πελατών της με την παλιά ισοτιμία.
Οι δικαστές του Εφετείου, μελετώντας τους όρους της δανειακής σύμβασης των δύο προσφευγόντων έκριναν στην απόφαση τους ότι ο επίμαχος όρος της ισοτιμίας αντίκειται στην αρχή της διαφάνειας, αφού δεν “περιείχε το σ’ αυτόν καμία κρούση για τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου που αναλάμβαναν αποκλειστικά και μόνο οι εφεσίβλητοι και τούτο διότι, δεν αποκαλύπτει στους εφεσίβλητους τον ακριβή τρόπο λειτουργίας του ως άνω μηχανισμού συναλλαγματικής ισοτιμίας, τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής ξένου νομίσματος καθώς και τη σχέση του μεταξύ του μηχανισμού αυτού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε οι εφεσίβλητοι να μπορούν να προβλέψουν βάσει ευδιάκριτων κριτηρίων τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου που συνοδεύει τις ένδικες δανειακές συμβάσεις, που έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια. Επομένως ο όρος αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αρχή της διαφάνειας”.
Σύμφωνα μάλιστα με το σκεπτικό της απόφασης, οι επιστολές που εστάλησαν από την τράπεζα προς τους δανειολήπτες (σ.σ κάνοντας αναφορά στον συναλλαγματικό κίνδυνο) εστάλησαν μετά την υπογραφή των συμβάσεων, και συνεπώς οι οφειλέτες δεν είχαν την δυνατότητα να αντιληφθούν την επικινδυνότητα του εν λόγω προϊόντος, “δεδομένου ότι η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας εξαρτάται από σειρά απρόβλεπτων προσδιοριστικών παραγόντων (κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, πληθωρισμός, ισοζύγιο πληρωμών, τον τρόπο δράσης και τις πολιτικές ενός κράτους, αλλά και της Κεντρικής Τράπεζας του)…Οι εφεσίβλητοι αγνοούσαν ανυπαιτίως ότι ήδη από το έτος 2007 ελλόχευε ο συναλλαγματικός κίνδυνος υποτίμησης του ευρώ σε ποσοστό 30%, γεγονός, που από τότε είχε πληροφορηθεί η Τράπεζα από την έκθεση του ιδίου έτους του ΔΝΤ, αναφέρεται στη μείζονα σκέψη της εφετειακής απόφασης.
Απαντώντας στους βασικούς ισχυρισμούς της τράπεζας ότι οι δανειολήπτες θα έπρεπε να έχουν αντιληφθεί τους κινδύνους που αναλαμβάνουν, παίρνοντας τα επίμαχα δάνεια, το Εφετείο αποφαίνεται, ότι τα εν λόγω δάνεια δεν ήταν απλά δάνεια, αλλά ευθέως συνδεδεμένα με την αγορά συναλλάγματος. Συνεπώς η ενημέρωση τους θα έπρεπε να ήταν επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να λάβουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις και έπρεπε κατ’ ελάχιστον να περιλαμβάνει τις επιπτώσεις που θα είχε όχι μόνο στις δόσεις αλλά και στο κεφάλαιο του δανείου, μία σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του ελβετικού φράγκου. ” Πολύ δε περισσότερο στην συγκεκριμένη περίπτωση, στην οποία οι επίδικες δανειακές συμβάσεις, δεν αποτελούσαν απλές συμβάσεις στεγαστικού δανείου, αλλά στην ουσία ένα πολυσύνθετο χρηματοοικονομικό προϊόν”.
Μάλιστα, για τους εφέτες δικαστές, η τράπεζα όφειλε να είχε αναθέσει σε ειδικούς συμβούλους την ενημέρωση των δανειοληπτών. Σύμφωνα με την ίδιες αναφερόμενες σκέψεις, το πιστωτικό ίδρυμα είχε στους κόλπους του υπάλληλο, ο οποίος είχε βραβευθεί για τις επιτυχείς προβλέψεις του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ήταν γνώστης της λειτουργίας και του μηχανισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας, “κατά συνέπεια η τράπεζα γνώριζε πολύ καλά ότι επέκειτο μεγάλη υποτίμηση του ευρώ και τέτοια μεταβολή που θα ανέτρεπε τις δικαιολογημένες προσδοκίες των εφεσιβλήτων”.
Κατά την κρίση του δικαστή που μειοψήφισε, η έφεση της τράπεζας πρέπει να γίνει δεκτή, καθώς ο επίμαχος όρος της σύμβασης δεν συγκαλύπτει ούτε διαστρεβλώνει το περιεχόμενο του, το οποίο οι δανειολήπτες ήταν σε θέση να αντιληφθούν, ώστε να εκτιμήσουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο.
Η επίμαχη απόφαση συνιστά ένα ισχυρό νομολογιακό προηγούμενο για τον πληρεξούσιο δικηγόρο των δύο δανειοληπτών, κ. Γ. Καλτσά, καθώς αφορά 70.000 καταναλωτές που έχουν πάρει δάνεια με ρήτρα αποπληρωμής σε ελβετικό φράγκο.
“Οι παραδοχές της υπ’ αριθμ. 791/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά είναι αποκαλυπτικές για τη συνθετότητα των συγκεκριμένων προϊόντων, τα οποία εμπεριέχουν σαφή επενδυτικά χαρακτηριστικά, την έλλειψη προσυμβατικής ενημέρωσης των δανειοληπτών για τους κινδύνους που ελλοχεύει η επιλογή τέτοιου είδους δανείων, αλλά και για την αδιαφάνεια που ενέχει ο συγκεκριμένος επίμαχος Γενικός Όρος Συναλλαγών, δηλαδή ο ΓΟΣ αποπληρωμής με βάση την τρέχουσα ισοτιμία και όχι την ισοτιμία της εκταμίευσης. Περαιτέρω γίνεται σαφής μνεία ότι η Τράπεζα γνώριζε ότι επίκειται ραγδαία υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού νομίσματος, ωστόσο επέλεξε να προωθήσει μαζικά στην αγορά τη χορήγηση των εν λόγω προϊόντων”.
ΠΗΓΗ: news247.gr