Τελευταία ενημέρωση την 17 Μαρ 2014 — 13:09
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ 3499/2008
TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 13°
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Στυλιανό Βουγιούκαλο, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Γκανιάτσου, Παναγιώτα Καρυστινού – Πανάρα – Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Στυλιανή Τζανιδάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 24 Ιανουαρίου 2008 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ (πιν. 41): Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Λαδά.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Δημήτριο Σπυράκο και Ιάκωβο Βενιέρη.
Β. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ (πιν. 68): Σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Δημήτριο Σπυράκο και Ιάκωβο Βενιέρη.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Λαδά.
Το ενάγον και ήδη εκκαλούν – εφεσίβλητο (Σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»), με την από 11 Δεκεμβρίου 2006 αγωγή του προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 2900/2006, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 961/2007 οριστική του απόφαση με την οποία δέχτηκε μερικά την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ανωτέρω διάδικοι με τις από 28 Αυγούστου 2007 και 8 Οκτωβρίου 2007 αντίθετες εφέσεις τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχουν κατατεθεί με αριθμούς 7316/2007 και 8164/2007 αντίστοιχα.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις, κατά της υπ’ αρ. 961/2007 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (αρθρ. 10 παρ. 12 του Ν. 2251/1994, 739 επ. ΚΠολΔ) αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (αρθρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθούν ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (αρθρ. 513, 516, 522, 532, 533 ΚΠολΔ), εκτός από τους υπό στοιχ. IV, V, ΥΙΙΙ και XI λόγους της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», ως προς τους οποίους, με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου (αρθρ. 294, 297, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), η εν λόγω εκκαλούσα παραιτήθηκε και συνεπώς δεν θα χωρήσει έρευνα αυτών.
Με την από 1 1-12-2006 ένδικη αγωγή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το ενάγον εξέθετε ότι έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα ως Ένωση Καταναλωτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 και ότι η εναγομένη Τράπεζα, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της, στις συναλλαγές της με τους καταναλωτές και ιδίως στις σχετικές με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου, με τη χορήγηση δανείων και με τη χορήγηση πιστωτικών καρτών, διατυπώνει γενικούς όρους (ΓΟΣ), όπως αυτοί αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή, οι οποίοι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή είναι καταχρηστικοί και συνεπώς άκυροι. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, με απειλή χρηματικής ποινής, να απαγορευθεί στην εναγομένη να διατυπώνει και να χρησιμοποιεί τους εν λόγω καταχρηστικούς, παράνομους και άκυρους γενικούς όρους συναλλαγών, να υποχρεωθεί η εναγομένη να ενημερώσει με κάθε πρόσφορο τρόπο και με έξοδα της τους συμβαλλομένους της ότι οι όροι αυτοί δεν ισχύουν και, μετά περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, με τις προτάσεις, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει το ποσό των 2.000.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υφίσταται το καταναλωτικό κοινό από την ως άνω παράνομη συμπεριφορά της, νομιμοτόκως κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στην αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το δεύτερο από τα πιο πάνω αιτήματα, δέχτηκε κατά τα λοιπά την αγωγή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και απαγόρευσε στην εναγομένη, με απειλή χρηματικής ποινής 3.000 ευρώ, για κάθε παράβαση, να χρησιμοποιεί στις συμβάσεις, που συνάπτει με τους καταναλωτές, τους αναφερόμενους στην εκκαλουμένη όρους, εκτός από τρεις όρους, για τους οποίους έκρινε ότι δεν είναι καταχρηστικοί και περαιτέρω αναγνώρισε ότι η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στο ενάγον το ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα ο διάδικοι για τους λόγους που αναφέρονται στις εφέσεις τους και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε, κατά μεν το ενάγον να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολο της κατά δε την εναγομένη να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την ως άνω παραίτηση της εκκαλούσας, από τους υπό στοιχ. IV, V, VIII και XI (ήτοι τέταρτο, πέμπτο, όγδοο και ενδέκατο) λόγους της έφεσης, που αφορούν κεφάλαια της εκκαλουμένης σχετικά με ισάριθμους γενικούς όρους συναλλαγών (ΓΟΣ) της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας; Τράπεζας και συγεκριμένα: α) τον όρο που αφορά την είσπραξη από την εναγομένη του ποσού των 50 ευρώ για έξοδα βεβαίωσης οφειλών, β) τον όρο που αφορά την είσπραξη δαπανών για εξέταση αιτήματος δανειοδότησης και προέγκρισης δανείων, γ) τον όρο σχετικά με τη valeur διαθεσιμότητα ταμιευτηρίου (όρος 4 του βιβλιαρίου καταθέσεων ταμιευτηρίου) και δ) τον όρο περί της δυνατότητας μονομερών τροποποιήσεων των όρων κατάθεσης (όρος 10 του βιβλιαρίου καταθέσεων ταμιευτηρίου), οι οποίοι με την εκκαλουμένη είχαν κριθεί καταχρηστικοί, ως προς τα κεφάλαια της αυτά, δεν μεταβιβάζεται η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και συνεπώς οι εν λόγω Γ.Ο.Σ. δεν θα κριθούν εκ νέου από το παρόν Δικαστήριο.
Στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2251/1994 περί «προστασίας των καταναλωτών» ορίζεται ότι: «όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων (γενικοί όροι συναλλαγών) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, αν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή τους στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. 2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπομένων συμφωνιών, που καταρτίζονται στην Ελλάδα, διατυπώνονται στην ελληνική γλώσσα. Εξαιρούνται οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών. 3. Έντυποι γενικοί όροι συναλλαγών εκτυπώνονται ευανάγνωστα σε εμφανές μέρος της σύμβασης. 4. Όροι, που συμφωνήθηκαν ύστερα από διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων (ειδικοί όροι), είναι επικρατέστεροι από τους αντίστοιχους γενικούς όρους». Και στην παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, όπως είχε πριν την αντικατάσταση της με το άρθρο 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999, ορίζεται ότι «Γενικοί όροι συναλλαγών( που έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή> απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». Ο Ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι: «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας «τα Κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Με τους Γενικούς Όρους των Συναλλαγών (ΓΟΣ), είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις του ενδοτικού δικαίου. Η ρύθμιση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχόμενου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του πιο πάνω άρθρου 281 ΑΚ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, είναι κάθε ΓΟΣ , ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν, με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης ελέγχεται, για καταχρηστικότητα, ρύθμιση ενός ΓΟΣ; με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο; ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της (ΑΠ 1987/2006 ΕΕμπΔ 2008, σελ. 105, ΑΠ 1219/2001 ΕλλΔνη 42. 1603, ΑΠ 296/2001 ΔΕΕ 2001, σελ. 1112). Το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 στην αρχική διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων», πράγμα που. όχι μόνο περιόριζε σημαντικά τον έλεγχο του περιεχομένου των ΓΟΣ, αλλά και δεν ήταν σύμφωνος με τη διαληφθείσα διατύπωση του άρθρου 3 παρ.1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών». Η ανάγκη, σύμφωνης με την οδηγία, ερμηνείας του εθνικού δικαίου, επιβάλλει όπως ο όρος «υπέρμετρη διατάραξη» ερμηνευθεί συσταλτικά ως ουσιώδης ή σημαντική μόνο διατάραξη, που φανερά διαφέρει από την υπέρμετρη διατάραξη και δεν αποτελεί λεκτικά ισοδύναμη έκφραση της προηγούμενης διατύπωσης του Ν. 2251/1994. Για τους ίδιους ως άνω λόγους, δηλαδή προς το σκοπό ερμηνείας του εθνικού δικαίου, σύμφωνης με τη διαληφθείσα Οδηγία, η πιο πάνω ερμηνεία πρέπει να συνεχισθεί και σήμερα, μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη» με το άρθρο 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999. Έτσι, μετά την τελευταία αυτή τροποποίηση, η διάταξη της παραγρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, με τη νέα διατύπωση της, πρέπει να ερμηνεύεται μέσω τελολογικής συστολής του γράμματος της προς την κατεύθυνση της «ουσιώδους διατάραξης» της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 15/2007 Νόμος, ΟλΑΠ 6/2006 ΕλλΔνη 47.419). Αυτή ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από τις καθοδηγητικού και μόνου χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ή από τις ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και διατήρηση της φύσης της σύμβασης, με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών. Έτσι, κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότηταςΓΟΣ, πρέπει πρώτα να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια, να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει, κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα; που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994, ο οποίος περιέχει «per se» καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1987/2006, ΑΠ 1219/2001 ό.π.). Εξάλλου, οι ΓΟΣ πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 430/2005 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΕΑ 2386/2006 αδημ. ΕΑ 5253/2003 ΑρχΝ 2004 σελ. 201).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ένορκα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δκαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως, από τις υπ’ αρ. 1306 και 1307/19-1-2007 ένορκες βεβαιώσεις στον Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκομίζει με επίκληση η εκκαλούσα Τράπεζα και ελήφθησαν μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου της (βλ. 3920β/12-1-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Αθανασίου Νίκα), καθώς και από τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το ενάγον σωματείο αποτελεί Ένωση Καταναλωτών και είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο Ενώσεων Καταναλωτών της Νομαρχίας Αθηνών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του Ν. 2251/1994. Η εναγομένη Τράπεζα, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της, ως ανώνυμη τραπεζική εταιρία, χορηγεί στους καταναλωτές – πελάτες της πιστωτικές κάρτες, μετά την υπογραφή σχετικών συμβάσεων. Στις συμβάσεις αυτές, στο έντυπο της με τίτλο «ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ», μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνεται και ο με αριθ. 13 Γ.Ο.Σ., στον οποίο αναφέρεται ότι « α) Ο κάτοχος, ο οποίος εξοφλεί εμπρόθεσμα ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό, όπως αναγράφεται στους λογαριασμούς του άρθρου 18 πιο κάτω (με την επιφύλαξη του επομένου εδαφίου β) δεν οφείλει τόκο. Ο κάτοχος ο οποίος εξοφλεί μέρος του λογαριασμού του ή την ελάχιστη καταβολή (άρθρ. 18), χρεώνεται με τον συμβατικό τόκο επί του εκάστοτε οφειλομένου ποσού, από την ημερομηνία εγγραφής κάθε συναλλαγής στα βιβλία της Τράπεζας και χρέωσης του λογαριασμού της κάρτας, όπως αυτή εμφανίζεται στους λογαριασμούς του άρθρου 18, μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του, β) Τα ποσά, που προέρχονται από αναλήψεις μετρητών κατά το άρθρο 6 πιο πάνω, εκτοκίζονται με το συμβατικό επιτόκιο από την ημερομηνία της ανάληψης…». Στο όρο αυτόν σαφώς ορίζεται ότι ο κάτοχος ο οποίος έχει εξοφλήσει μέρος της οφειλής του ή την ελάχιστη καταβολή χρεώνεται με συμβατικό τόκο και ουδόλως αναφέρεται ότι χρεώνεται με τόκο υπερημερίας. Πρόκειται δε για διαφορετικούς τόκους, εφόσον “συμβατικός” είναι ο τόκος που καθορίζεται από τη σύμβαση, ενώ “υπερημερίας” είναι τόκος, που οφείλεται από τον οφειλέτη λόγω της υπερημερίας του και αφού προηγηθεί “όχληση” αυτού, εκτός εάν για την υπερημερία δεν απαιτείται όχληση (Γεωργιάδης-Σταθόπουλος Γεν. Ενοχικό, αρθρ. 293, σελ. 52). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, αφού στον πιο πάνω όρο γίνεται λόγος για “συμβατικό” τόκο και όχι για τόκο “υπερημερίας” δεν τίθεται θέμα προηγούμενης “όχλησης” του οφειλέτη για την καταβολή του, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τους βάσιμους ισχυρισμούς της εκκαλούσας Τράπεζας, κρίνοντας καταχρηστικό τον όρο ως προς το σημείο αυτό. Ο όρος όμως αυτός, ως προς τον ορισμό του, ότι ο κάτοχος χρεώνεται με τον πιο πάνω συμβατικό τόκο «…από την ημερομηνία εγγραφής κάθε συναλλαγής στα βιβλία της Τράπεζας»; είναι καταχρηστικός, καθόσον αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994 περ. ια. Και τούτο διότι η αναφορά αυτή ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της τοκοφορίας είναι αόριστη, εφόσον δεν προσδιορίζεται με ευκρίνεια και χωρίς αμφιβολία ο ακριβής χρόνος, από τον οποίο και στο εξής ο κάτοχος της κάρτας οφείλει τόκους, η ημερομηνία δε εγγραφής της συναλλαγής στα βιβλία της εναγομένης, που κατά τα προαναφερόμενα αποτελεί την αφετερία της τοκοδοσίας, είναι γεγονός, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει ο συναλλασσόμενος. Και ναι μεν, όπως υποστηρίζει η εναγομένη, ο κάτοχος της κάρτας γνωρίζει την ημέρα της συναλλαγής του, που διενήργησε μέσω της κάρτας του, η αναφορά όμως ότι η τοκοφορία αρχίζει από την ημερομηνία εγγραφής αυτής στα βιβλία της είναι πράγματι αόριστη και αδιευκρίνιστη για τον πελάτη της. Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αν και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, έκρινε, για τον τελευταίο αυτό λόγο, τον όρο αυτόν καταχρηστικό, δεν έσφαλε ως προς την κρίση του αυτή και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της εναγομένης Τράπεζας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη στις ίδιες ως άνω συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών, χρησιμοποιεί και τον όρο με αρ. 14 στον οποίο ορίζεται ότι: «Το ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο της σύμβασης (συμβατικό επιτόκιο) συμφωνείται κυμαινόμενο, το δε ακριβές ύψος αυτού, κατά την υπογραφή της παρούσας, ορίζεται στην Πρόσθετη Πράξη. Η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο σε χρονικά διαστήματα όχι μικρότερα του μήνα , οποτεδήποτε μεταβάλλεται το Βασικό Παρεμβατικό Επιτόκιο για Πράξεις Κυρίας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και μέχρι του 200% του ποσού της διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου ως άνω παρεμβατικού επιτοκίου. Έχοντας υπόψη την αόριστη διάρκεια της σύμβασης αυτής, η Τράπεζα, εκτιμώντας τον κίνδυνο που αναλαμβάνει έναντι του κατόχου, αλλά και τον γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο και τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, διατηρεί το δικαίωμα, είτε να μην μεταβάλλει το συμβατικό επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού Επιτοκίου, είτε να μην εξαντλήσει το προαναφερόμενο ανώτατο όριο μεταβολής. Κάθε απόφαση της Τράπεζας για τη μεταβολή ή μη του συμβατικού επιτοκίου ουδέποτε τη δεσμεύει, ούτε προδικάζει τη διαμόρφωση την απόφασης της, σε περίπτωση επόμενης μεταβολής οποτεδήποτε και αν συμβεί». Ο όρος αυτός, ως προς τη δυνατότητα μεταβολής του συμβατικού επιτοκίου έως και 200% σε σχέση με τη μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς, εμφανίζει αοριστία, καθόσον δεν ορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το συμβατικό επιτόκιο θα μεταβληθεί έως και το ως άνω ποσοστό, σε σχέση με το επιτόκιο αναφοράς ούτε και οι λόγοι, οι οποίο καθιστούν αναγκαία ή δικαιολογούν τη μεταβολή αυτού του ύψους, πράγμα που αντίκειται στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια’ του Ν. 2251/1994 (βλ. και ΕΑ 776/2006 ΕλλΔνη 47.1492). Ο ίδιος όρος όμως αντίκειται και στη γενική ρήτρα της παραγρ. 6 του ίδιου ως άνω άρθρου, δεδομένου ότι το προαναφερόμενο ύψος αναπροσαρμογής του επιτοκίου οδηγεί σε σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εις βάρος του καταναλωτή, ο οποίος παρότι μπορεί να θεωρηθεί ότι με την αναφορά στο επιτόκιο αναφοράς, εξασφαλίζεται από αυθαίρετες αυξήσεις του συμβατικοί επιτοκίου, εν τούτοις είναι πιθανό να ευρεθεί προ μια5 αυξήσεως του συμβατικού επιτοκίου ύψους έως και 200% σε σχέση με τη μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς, με αποτέλεσμα να διαψεύδονται έτσι και οι δικαιολογημένες προσδοκίες του από τη σύμβαση. Το γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, ο εν λόγω όρος είναι σύμφωνος με την υπ’ αρ. 178/19-7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, δεν ασκεί επιρροή, εφόσον ο συγκεκριμένος όρος ελέγχεται για καταχρηστικότητα στα πλαίσια των διατάξεων του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν. Περαιτέρω, η εναγομένη χρησιμοποιεί ως κριτήρια στον εν λόγω όρο, που θα τις επιτρέψουν να μη μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου τον “κίνδυνο που αναλαμβάνει έναντι του κατόχου”, το “γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο” και τις “συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού”. Η διατύπωση των κριτηρίων αυτών, κατά το μέρος που η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να μη μεταβάλει το επιτόκιο, ακόμη και αν μειωθεί το επιτόκιο αναφοράς, υπάγεται στις περιπτώσεις των καταχρηστικών όρων που περιλαμβάνονται στην παραγρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ε’ και ια’ , εφόσον παρέχουν στην εναγομένη το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης των όρων της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο^ λόγο και υπάρχει αοριστία του καθορισμού του τιμήματος, καθώς επίσης, η εν λόγω διατύπωση παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Και τούτο διότι τα αναφερόμενα κριτήρια είναι αόριστα, εφόσον γενικά αναφέρονται στον “κίνδυνο της αγοράς”, στον “γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο” και στις “συνθήκες της αγορά και του ανταγωνισμού”, χωρίς καμία εξειδίκευση και επί πλέον δεν αναφέρεται καμία αιτιολογία για ποιο λόγο τα κριτήρια αυτά επιτρέπουν την εναγομένη να ενεργήσει μονομερώς. Ενόψει αυτών, ο όρος αυτό) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον συναφή δεύτερο λόγο της έφεσης της εναγομένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Για τον ίδιο όρο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε ότι τούτος είναι σύμφωνος με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, η οποία στο κεφάλαιο Β παρ. 2 περ. iv προβλέπει ότι η ελάχιστη ενημέρωση, που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στους συναλλασσόμενους, πριν από τη σύναψη κάποιας σύμβασης και συγκεκριμένα ως προς τις δανειακές συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο, αφορά το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και την πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντιστοίχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) και συνεπώς τα προβαλλόμενα με τον ίδιο ως άνω λόγο της έφεσης, ότι το εν λόγω Δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι ο επίμαχος όρος είναι σύμφωνος με την ως άνω ΠΔ/ΤΕ, αλυσιτελώς προβάλλονται. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις προαναφερόμενες συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών, η εναγομένη περιλαμβάνει και τον με αρ. 12 Γ.Ο.Σ, σύμφωνα με τον οποίο « Η πραγματοποίηση συναλλαγών με κάρτα γίνεται με ευθύνη του κατόχου πάντοτε μέσα στο πιστωτικό όριο το οποίο καθορίζεται από την Τράπεζα και γνωστοποιείται στον κάτοχο κατά τη χορήγηση της κάρτας…Σε οποιαδήποτε περίπτωση υπέρβασης του εκάστοτε ισχύοντος πιστωτικού ορίου, ο κάτοχος υποχρεούται να εξοφλήσει ολόκληρο το ποσό της υπέρβασης …όπως και το εφάπαξ ποσό που προσδιορίζεται στην Πρόσθετη Πράξη λόγω αυθαίρετης αύξησης του αναλαμβανομένου από την Τράπεζα Πιστωτικού κινδύνου…», στην Πρόσθετη δε Πράξη που επισυνάπτεται στις εν λόγω συμβάσεις, το ποσοστό αυτό ορίζεται σε 3%. Ο όρος αυτός, ο οποίος πλήττεται από το ενάγον ως προς το τελευταίο αυτό ποσοστό της εφάπαξ χρέωσης, εφόσον δεν καθορίζει δυσανάλογο υψηλό εφάπαξ ποσοστό χρέωσης, δηλαδή δεν είναι υψηλότερο από το σύνηθες ποσοστό τόκου, δεν είναι καταχρηστικός, αφού η πίστωση με υπέρβαση του καθοριζομένου ανωτάτου ορίου, κατά κανόνα, αποτελεί για την Τράπεζα αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο και υψηλότερη δαπάνη. Το συγκεκριμένο ποσοστό ύψους 3%, ως εφάπαξ χρέωση επί του ποσού της υπέρβασης, δεν κρίνεται καταχρηστικό και δεν αποτελεί ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή (ΑΠ 1219/2001 ό.π., ΕΑ 6291/2000 ΔΕΕ 2000/1122). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε τα ίδια ως προς τον όρο αυτόν, δεν έσφαλε ως προς την κρίση του αυτή και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του εκκαλούντος (ενάγοντος) σωματείου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ με αριθμό 7 των εν λόγω συμβάσεων αναφέρει ότι «Σε περίπτωση ανάληψης μετρητών από κατάστημα της Τράπεζας ή από ATM της Τράπεζας, ο κάτοχος επιβαρύνεται με τα ποσά που αναφέρονται στην Πρόσθετη Πράξη, που αποτελεί ουσιώδες αναπόσπαστο μέρος της παρούσας (εφεξής Πρόσθετη Πράξη), για τη μερική κάλυψη των σχετικών λειτουργικών εξόδων της Τράπεζας, που στην περίπτωση των ΑΤΜς αφορούν την τροφοδοσία τους και τη διατήρηση και ανάπτυξη του δικτύου. Σε περίπτωση ανάληψης μετρητών από ATM άλλης Τράπεζας, ο κάτοχος επιβαρύνεται και με το κόστος της διατραπεζικής συναλλαγής που αναφέρεται στην Πρόσθετη Πράξη». Στην Πρόσθετη αυτή Πράξη περιλαμβάνεται πίνακας (στον οποίο αναφέρονται τα ως άνω έξοδα ανάληψης μετρητών ως εξής: 1) για ποσό ανάληψης έως και 100 ευρώ καθορίζεται πρόσθετη επιβάρυνση ύψους 3 ευρώ όταν η ανάληψη γίνει από ATM της εναγομένης και 5 ευρώ όταν η ανάληψη γίνει από τα καταστήματα της εναγομένης ή από ATM και καταστήματα τρίτων Τραπεζών εσωτερικού και εξωτερικού, 2) για ποσό ανάληψης από 100,01 ευρώ έως και 250 ευρώ, η επιβάρυνση ορίζεται σε 5 και 7 ευρώ, αντίστοιχα, 3) για ποσό ανάληψης από 250,01 ευρώ έως και 500 ευρώ, η επιβάρυνση ορίζεται σε 10 και 12 ευρώ, αντίστοιχα και 4) για ποσό ανάληψης πάνω από 500,01 ευρώ, η επιβάρυνση ορίζεται σε 20 ευρώ. Η είσπραξη από την εναγομένη των πιο πάνω χρηματικών ποσών δεν δικαιολογούνται από τη φύση και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας αυτής, όπως επιτάσσει η υπ’ αρ. 178/19-7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, δεδομένου ότι η αιτιολογία επιβάρυνσης του κατόχου πιστωτικής κάρτας με τα ποσά αυτά, είναι τελείως αόριστη, εφόσον η εναγομένη απλώς επικαλείται έξοδα για την τροφοδοσία των ATM, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη και εξειδικευμένη αναφορά ως προς τα έξοδα αυτά, ώστε να κριθεί αν το ύψος αυτών δικαιολογεί τη συγκεκριμένη χρέωση και επί πλέον προβάλλεται ως λόγος χρέωσης οι τελείως αόριστες έννοιες της διατήρησης και ανάπτυξης του δικτύου. Σε κάθε όμως περίπτωση, η συνεχής τροφοδοσία των ATM, αποτελεί υποχρέωση της εναγομένης έναντι του καταναλωτικού κοινού, εφόσον αυτή τα εκμεταλλεύεται ως μέσον συναλλαγής, ώστε να αποσυμφορούνταιτα ταμεία της και τη συνακόλουθη εξοικονόμηση δαπανών από αυτή, ο δε κάτοχος της πιστωτικής κάρτας βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, με την καταβολή τόκων για κάθε συναλλαγή στην οποία τη χρησιμοποιεί. Έτσι, ο ΓΟΣ αυτός δεν είναι σύμφωνος, ούτε με την πιο πάνω απόφαση, με αποτέλεσμα η χρέωση αυτή να αποτελεί προμήθεια, αφού έχει προκαθορισθεί το ύψος της, χρεώνεται εφάπαξ σε κάθε συναλλαγή του κατόχου και είναι ανεξάρτητη από τους τόκους και τα άλλα έξοδα που επιβάλλονται στους χρήστες πιστωτικών καρτών, ως προμήθεια δε απαγορεύεται ρητά από την υπ’ αρ. 2501/31-10-2002 ΠΔ/ΤΕ. Επί πλέον, με το να επιβάλλεται στους κατόχους πιστωτικών καρτών η πιο πάνω επιβάρυνση, παραβιάζεται και η γενική ρήτρα της παραγρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο διαταράσσεται ουσιωδώς η ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε βάρος του καταναλωτή, ενώ διαψεύδονται και οι δικαιολογημένες προσδοκίες του, αφού εύλογα θεωρεί ότι η μόνη επιβάρυνση από τη χρήση της πιστωτικής του κάρτας (στις δυνατότητες δε που παρέχει η εν λόγω χρήση είναι και η ανάληψη μετρητών μέσω ATM), είναι η καταβολή τόκων επί των συναλλαγών που πραγματοποιεί με αυτή. Επομένως ο πιο πάνω ΓΟΣ (αρ. 7), σε συνδυασμό και με τα αναφερόμενα σχετικά με αυτόν στην Πρόσθετη Πράξη, είναι άκυρος ως καταχρηστικός και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, σχετικά με τον όρο αυτόν, έκρινε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την κρίση του αυτή, τα αντίθετα δε, που υποστηρίζονται με τον συναφή τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, η εναγομένη σε σχετικό έντυπο της με τίτλο «ΟΡΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ» και στο κεφάλαιο III αυτού με τίτλο «ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΣΕ ΕΥΡΩ» αναφέρεται ότι γίνεται χρέωση σε ακίνητους λογαριασμούς καταθέσεων ως εξής: α) όταν ο λογαριασμός είναι ακίνητος για χρονικό διάστημα έως και 18 μηνών , ανέξοδα, β) για χρονικό διάστημα 19 έως 30 μηνών, 0,60 ευρώ ανά μήνα και γ) για χρονικό διάστημα 31 μηνών και άνω, 1 ευρώ ανά μήνα. Το ενάγον, κατά την προσβολή του όρου αυτού ως καταχρηστικού, παραθέτει στην αγωγή αυτούσιο το περιεχόμενο αυτού και συνεπώς δεν τίθεται θέμα αοριστίας της αγωγής ως προς το σημείο αυτό, όπως αβάσιμα υποστηρίζει και με τον σχετικό λόγο της έφεσης της η εναγομένη. Ο ΓΟΣ αυτός είναι καταχρηστικός, για το λόγο ότι δεν αναφέρεται καν ο λόγος, για τον οποίο επιβάλλεται η συγκεκριμένη χρέωση σχετικά με τους λογαριασμούς, οι οποίοι δεν κινούνται ούτε αιτιολογείται πώς προκύπτουν έξοδα της εναγομένης σχετικά με την τήρηση των λογαριασμών αυτών, τα οποία επιδιώκει να καλύψει με τη χρέωση αυτή. Επομένως, με τον όρο αυτό παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας, με βάση την οποία απαιτείται σαφήνεια ως προς την αιτία και ως προς το περιεχόμενο της παροχής, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994. Και ναι μεν η εναγομένη επικαλείται ότι με την υπ’ αρ. 234/11-12-2006 απόφαση της η Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, όρισε ότι «Δεν εισπράττονται έξοδα αδράνειας σε λογαριασμούς καταθέσεων ταμιευτηρίου κατά το βαθμό που αυτά υπερβαίνουν τους τόκους και θίγουν το εκάστοτε υπόλοιπο του κεφαλαίου της κατάθεσης», πλην όμως, η εν λόγω διάδικος, κατά τη διατύπωση του ως άνω όρου, ουδεμία τέτοια διάκριση έχει συμπεριλάβει, με αποτέλεσμα την ασάφεια αυτής. Ενόψει αυτών, ο εν λόγω όρος είναι άκυρος και σαν τέτοιος ορθά κρίθηκε και από τηνεκκαλουμένη απόφαση και τα αντίθετα που υποστηρίζει με τον έκτο λόγο της έφεσης της η εναγομένη, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Η εναγομένη επίσης, σχετικά με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου, χρησιμοποιεί στα βιβλιάρια καταθέσεων τους ακόλουθους Γ.Ο.Σ. : «…2. Η Τράπεζα ορίζει και ανακοινώνει τα εκάστοτε ισχύοντα επιτόκια και διατηρεί το δικαίωμα να τα διαφοροποιεί ανάλογα με το υπόλοιπο του λογαριασμού. 3. Ο τόκος υπολογίζεται από την επομένη εργάσιμη ημέρα που θα γίνει η κατάθεση μετρητών μέχρι την προηγούμενη από την ανάληψη, με την επιφύλαξη του άρθρου 4. 7. Η Τράπεζα δεν ευθύνεται αν οι υπογραφές στα δελτία ή στις διάφορες εντολές πληρωμής δεν είναι γνήσιες, παρά μόνο σε περίπτωση βαριάς αμέλειας ή και τυχόν δόλου υπαλλήλου της. 8. Σε περίπτωση που, για οποιοδήποτε λόγο, χαθεί το βιβλιάριο, ο καταθέτης είναι υποχρεωμένος να ειδοποιήσει αμέσως με δήλωση του την Υπηρεσία Καταθέσεων του Καταστήματος που έχει το λογαριασμό του. Η Τράπεζα όμως, πριν λάβει την ειδοποίηση αυτή, δεν ευθύνεται για κάθε πληρωμή, που θα έχει κάνει σε ένα άλλο πρόσωπο, με βάση το χαμένο βιβλιάριο ή και με πλαστή υπογραφή. 9. Οι λογαριασμοί με μέσο μηνιαίο υπόλοιπο μικρότερο εκείνου. που ορίζει η Τράπεζα, βαρύνονται με έξοδα τήρησης – παρακολούθησης και κινήσεων…». Ο πιο πάνω όρος με αριθμό 2 των βιβλιαρίων κατάθεσης του ταμιευτηρίου, βάσει του οποίου η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να διαφοροποιεί τα επιτόκια, που ισχύουν κάθε φορά, ανάλογα με το υπόλοιπο του λογαριασμού, επιφυλάσσει στην εναγομένη το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης σχετικά με το ύψος των επιτοκίων, χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, έρχεται σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο άρθρ. 2 παρ. 7 περ. ε’ του Ν. 2251/1994, εφόσον η εξάρτηση του ύψους των επιτοκίων από το υπόλοιπο του λογαριασμού των καταθετών, εκτός από την αόριστη διατύπωση του, στην οποία δεν αναφέρεται ειδικότερα το συγκεκριμένο ύψος της κατάθεσης που δικαιολογεί την αλλαγή του επιτοκίου ούτε προκύπτει αν υπάρχουν διαβαθμίσεις και ποιες, για την αλλαγή αυτή, δεν αποτελεί σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί τέτοια τροποποίηση, πολύ δε περισσότερο εφόσον το ύψος του ποσού, που θα αποτελεί τη βάση για την τροποποίηση του επιτοκίου} μπορεί να καθορισθεί εξαρχής. Με βάση τα παραπάνω, ο ΓΟΣ αυτός είναι καταχρηστικός και σαν τέτοιος είναι άκυρος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον συναφή έβδομο λόγο της έφεσης της εναγομένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Περαιτέρω, ο όρος 3, που επίσης είναι αποτυπωμένος στα πιο πάνω βιβλιάρια, επιτρέπει στην εναγομένη να υπολογίζει τους τόκους από την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την κατάθεση μέχρι την προηγούμενη από την ανάληψη. Ο όρος αυτός δεν είναι καταχρηστικός, αφού η Τράπεζα ουσιαστικά μπορεί να διαπιστώσει το ύψος των καταθέσεων και ανάλογα να τις εκμεταλλευτεί από την επόμενη ημέρα και σε κάθε περίπτωση δεν προκαλεί καμία ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εις βάρος του καταναλωτή, εφόσον με ακρίβεια μπορούν να υπολογισθούν οι τόκοι μόνο μέχρι την προηγούμενη ημέρα από την ανάληψη, όπου υπάρχει πλήρης η εικόνα της κατάθεσης, διαφορετικά θα έπρεπε να υπολογίζονται και οι ώρες ακόμη της κατάθεσης. Επομένως, ο όρος αυτό δεν είναι άκυρος και τα ίδια εφόσον έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έσφαλε ως προς την κρίση του αυτή. Συνεπώς, τα αντίθετα, που υποστηρίζονται με τον τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Κατά το άρθρο 2 του ΑΚ ο νόμος διατηρεί την ισχύ του, εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν τον καταργήσει ρητά ή σιωπηρά. Τούτο συμβαίνει όταν από την έννοια του περιεχομένου προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι ο νεότερος νόμος αποσκοπεί στην κατάργηση του παλαιού γενικού ή ειδικού και μάλιστα με ρύθμιση του ίδιου θέματος, κατά τρόπο αντίθετο και ασυμβίβαστο με αυτή του παλαιού. Έτσι, η αρχή της κατάργησης του προγενεστέρου νόμου δεν εφαρμόζεται όταν ο νεότερος νόμος είναι γενικός και ο παλαιός ειδικός. Εκτός αν από την έννοια του περιεχομένου του νεοτέρου νόμου προκύπτει ότι αυτός αποσκοπούσε στην κατάργηση και του ειδικού νόμου (ΑΠ 284/2004 ΕλλΔνη 46.782).Εν προκειμένω, ο ΓΟΣ με αρ. 7 που αναγράφεται στα βιβλιάρια κατάθεσης της εναγομένης και ο οποίος θεμελιώνει ευθύνη της Τράπεζας μόνο για δόλο ή για βαριά αμέλεια υπαλλήλου της, σε περίπτωση μη γνήσιας υπογραφής σε δελτία ή σε εντολές πληρωμής, είναι σύμφωνος με τη διάταξη του άρθρου 3 το Ν.Δ. της 17 Ιουλίου / 13 Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» κατά την οποία «η εκδότρια ονομαστικής ομολογίας ή άλλης αποδείξεως καταθέσεως χρημάτων Εταιρεία, η πληρώσασα αυτήν εξοφλημένην δια της επ’ αυτής υπογραφής του δικαιούχου, απαλλάσσεται και εάν η υπογραφή ήτο πλαστή, πλην εάν η εκδότρια κατά την πληρωμήν ετέλη εν δόλω ή εν μεγάλη αμέλεια». Η διάταξη αυτή δεν έχει καταργηθεί, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το ενάγον, από τη διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 6 του Ν. 2251/1994, με την οποία ορίζεται ότι είναι άκυρη κάθε συμφωνία, που περιορίζει ή απαλλάσσει τον παραγωγό από την ευθύνη του ούτε από τη διάταξη της παραγράφου 2 εδ. β’ του άρθρου 332 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3043/2002, σύμφωνα με την οποία είναι άκυρη η εκ των προτέρων συμφωνία ότι δεν θα ευθύνεται ο οφειλέτης και για ελαφριά ακόμη αμέλεια, μεταξύ άλλων, και αν η απαλλακτική ρήτρα περιέχεται σε όρο της σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές, οι οποίες αναφέρονται με γενικότητα, αντίστοιχα, στην ευθύνη του “παρέχοντος υπηρεσίες” (η πρώτη) και του “οφειλέτη” (η δεύτερη), είναι γενικότερες κατά το περιεχόμενο τους σε σχέση με τη προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 3 του ΝΔ της 17 Ιουλίου / 13 Αυγούστου 1923, η οποία αφορά την ευθύνη των ανωνύμων εταιριών, ενώ, από το περιεχόμενο των πιο πάνω διατάξεων, δεν προκύπτει ότι αποσκοπούσαν να καταργήσουν την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία παραμένει σε ισχύ (σχετικά με την πιο πάνω ευθύνη της Τράπεζας βλ. ΑΠ 92/2005 ΕλλΔνη 46.1480, ΑΠ 93/2005 ΕλλΔνη 46.1482, ΕφΘεσ 690/2006 ΕλλΔνη 47.1516). Ενόψει αυτών, ο εν λόγω όρος δεν είναι ούτε παράνομος, ούτε καταχρηστικός και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχτηκε τα ίδια, δεν έσφαλε, τα αντίθετα δε που υποστηρίζονται με τον συναφή δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, η εναγομένη Τράπεζα περιέχει στα βιβλιάρια καταθέσεων τον ΓΟΣ με αρ. 8, με τον οποίο υποχρεώνεται ο καταθέτης να ειδοποιήσει αμέσως την Τράπεζα, σε περίπτωση απώλειας του βιβλιαρίου και ορίζει ότι η Τράπεζα δεν ευθύνεται σε περίπτωση που πραγματοποιήσει πληρωμή σε άλλο πρόσωπο, πριν λάβει την προαναφερόμενη ειδοποίηση. Ο όρος αυτός, όπως είναι διατυπωμένος και αποκλείει τελείως την ευθύνη της εναγομένης για πληρωμή σε τρίτο πρόσωπο, πριν την ειδοποίηση για την απώλεια του βιβλιαρίου καταθέσεων, ακόμη και στην περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας των υπαλλήλων της, είναι άκυρος, ως αντικείμενος στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 3 του Ν.Δ της 17 Ιουλίου / 13 Αυγούστου 1923, με την οποία, όπωςπροεκτέθηκε, απαλλάσσεται η Τράπεζα από την ευθύνη μόνο σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ. Επίσης, ο ίδιος όρος είναι καταχρηστικός, αφού αποκλείει οπωσδήποτε την ευθύνη της Τράπεζας ως προμηθευτή (αρθρ. 2 παρ. 7 περ. ιγ’ του Ν. 2251/1994) και διαταράσσει ουσιωδώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών εις βάρος του καταναλωτή, αφού αποκλείει κάθε ευθύνη του προμηθευτή, μόνο από το γεγονός της μη έγκαιρης ειδοποίησης της Τράπεζας από τον καταθέτη για την απώλεια του βιβλιαρίου, η οποία (ειδοποίηση) μπορεί να είναι και ανυπαίτια, αν ο καταναλωτής δεν έχει αντιληφθεί έγκαιρα την απώλεια αυτή (βλ. ΑΠ 1219/2001 ό.π.). Εξάλλου, η μη έγκαιρη ενημέρωση από τον καταθέτη για την απώλεια του βιβλιαρίου, δεν απαλλάσσει την Τράπεζα από την υποχρέωση ελέγχου των στοιχείων της ταυτότητας του κομιστή του βιβλιαρίου για τη διαπίστωση της ταυτοπροσωπίας μεταξύ εκείνου που κάνει την ανάληψη και του δικαιούχου του λογαριασμού (βλ. ΑΠ 92/2005, ΑΠ 93/2005. ΕφΘεσ 690/2006 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την ίδια αιτιολογία έκρινε άκυρο τον εν λόγω όρο, δεν έσφαλε ως προς την κρίση του αυτή και τα αντίθετα, που υποστηρίζονται με τον ένατο λόγο της έφεσης της εναγομένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Τέλος, ο ΓΟΣ με αρ. 9;που αναφέρει ότι οι λογαριασμοί με μέσο μηνιαίο υπόλοιπο μικρότερο από εκείνο που ορίζει η Τράπεζα, βαρύνονται με έξοδα τήρησης και παρακολούθησης και κινήσεων, είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, σύμφωνα με την περίπτ. ια της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, εφόσον η Τράπεζα δικαιούται να επιβαρύνει τους λογαριασμούς καταναλωτών με μικρότερο υπόλοιπο από αυτό, που η ίδια ορίζει, με τα προαναφερόμενα έξοδα, χωρίς να αναφέρεται στον όρο αυτόν, ο λόγος για τον οποίο αυτά επιβάλλονται, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις επιβολής, το ύψος των εξόδων αυτών και το ύψος του υπολοίπου, που πρέπει να παρουσιάζει ο λογαριασμός «ώστε να επιβληθούν. Έτσι, με τον όρο αυτό, χωρίς σπουδαίο λόγο, μένει αόριστη η πιο πάνω ρύθμιση και δεν υπάρχει προσδιορισμός με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση (άρθρ. 2 παρ. 7 περ. ια Ν.2251/1994, βλ. και ΑΠ 1219/2001 ό.π.). Ενόψει αυτών, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την ίδια αιτιολογία, έκρινε τον όρο αυτόν καταχρηστικό και συνεπώς άκυρο, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τα αντίθετα, που υποστηρίζονται με τον δέκατο λόγο της έφεσης της εναγομένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Η διατύπωση στις ένδικες συμβάσεις των ως άνω καταχρηστικών όρων και, κατά συνέπεια, άκυρων γενικών όρων, είναι πράξη αντίθετη προς τον σαφώς κοινωνικό και προστατευτικό χαρακτήρα του δικαίου των γενικών όρων συναλλαγών, που θεσμοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 και συνιστά συνάμα και αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, συνδυαζομένου και με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. σε συνδυασμό και με τις άνω διατάξεις του Ν. 2251/1994, με ειδική αναφορά στην εξάλειψη κάθε παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή – εκμεταλλευτή αγαθών ή υπηρεσιών, που προσφέρει στους καταναλωτές μέσω των τυποποιημένων συμβάσεων (ΕΑ 2386/2006 ΕλλΔνη 47.1461). Ενόψει όλων αυτών και λαμβανομένης περαιτέρω υπόψη της παράνομης συμπεριφοράς της εναγομένης, με το να διατυπώσει δηλαδή στις πιο πάνω συμβάσεις τους προαναφερόμενους καταχρηστικούς όρους, της οικονομικής κατάστασης αυτής, η οποία αποδείχτηκε ότι κατέχει πολύ ισχυρή θέση στην ελληνική τραπεζική αγορά και συγκεκριμένα από τον ισολογισμό της του έτους 2005, προκύπτει ότι στις 31-12-2005, το σύνολο του ενεργητικού της ανερχόταν σε 60.426.560.000 ευρώ, οι χορηγήσεις προς την πελατεία της ανήλθαν σε 29.528.178.000 ευρώ, το ποσοστό στεγαστικής πίστης στις χορηγήσεις αυτές ανερχόταν σε 11.820.277.000 ευρώ, τα καθαρά κέρδη προ φόρων ανέρχονταν σε 943.089.000 ευρώ, οι καταθέσεις ανέρχονταν σε 42.976.176.000 ευρώ, τα ίδια κεφάλαια ανέρχονταν σε 3.123.830.000 ευρώ, ενώ έχει περί τα 569 υποκαταστήματα και απασχολεί περίπου 13.800 εργαζομένους και; λαμβανομένων επίσης υπόψη των αναγκών της γενικής και ειδικής πρόληψης και των λοιπών ειδικών συνθηκών, που χαρακτηρίζουν τις ένδικες συμβάσεις, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στο ενάγον το ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση. Μετά από αυτά, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στο ενάγον το ποσό των 100.000 ευρώ, για την πιο πάνω αιτία, δεν έσφαλε ως προς την κρίση του αυτή και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον δωδέκατο λόγο της έφεσης της εναγομένης και με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, καθώς ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η έφεση αυτή, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα. Επίσης, ως αβάσιμα πρέπει να απορριφθούν τα υποστηριζόμενα από την εναγομένη με τον ως άνω λόγο της έφεσης, ότι το ενάγον δεν επικαλείται πταίσμα της εναγομένης για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης και ότι η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 9 στοιχ. β του Ν. 2251/1994 (όπως ίσχυε πριν τη αντικατάσταση της με το άρθρο 13 Ν. 3587/2007), με την οποία προβλέπεται η χρηματική ικανοποίηση, είναι αντισυνταγματική, ως αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του Σ, σύμφωνα με την οποία έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Και τούτο διότι, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση της εκκαλούσας, ότι δηλ. δεν γίνεται επίκληση πταίσματος αυτής, πρέπει να απορριφθεί, διότι το στοιχείο αυτό δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, όπου προβλέπονται τα κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται και ο βαθμός του πταίσματος (βλ. ΕΑ 3285/1998 ΕλλΔνη 39.1335). Όσον αφορά δε τη δεύτερη αιτίαση περί αντισυνταγματικότητας αυτής της διάταξης, στην περίπτωση της, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της ως άνω αρχής, για το λόγο ότι, πέραν του ότι στη διάταξη αυτή του Συντάγματος αναφέρονται οι προϋποθέσεις του ποινικού κολασμού, ενώ η συγκεκριμένη διάταξη του Ν. 2251/1994, προβλέπει τη χρηματική ικανοποίηση ως αστική κύρωση του προμηθευτή, μετά από αίτημα (με αγωγή) ένωσης καταναλωτών για την προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (αρθρ. 10 παρ. 9 Ν.2251/1994, βλ. και ΕΑ 3285/1998 ό.π., Ματθία σε ΕλλΔνη 38, σελ. 1 επ.), αλλά σε κάθε περίπτωση η αστική αυτή κύρωση προβλέπεται από τη συγκεκριμένη διάταξη. Ενόψει αυτών, που αποδείχθηκαν, η άσκηση της ένδικης αγωγής δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ούτε και η αδράνεια του δικαιούχου από μόνη της καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί κατ’ αυτού (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 42.382, ΑΠ 681/2000 ΕλλΔνη 42.109) και, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχτηκε τα ίδια και απέρριψε τη σχετική ένσταση της εναγομένης, κατά το μέρος που αυτή προβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και κατά το μέρος αυτό προβάλλεται παραδεκτά και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (ως προς τα πιο πάνω επικαλούμενα περιστατικά, δεδομένου ότι με την προσθήκη των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά και με την έφεση απαράδεκτα επικαλείται και άλλα περιστατικά), ορθά το νόμο εφάρμοσε και τα αντίθετα, που υποστηρίζονται με τον δέκατο πέμπτο λόγο της έφεσης της εναγομένης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Με τον δέκατο τρίτο λόγο της έφεσης της η εναγομένη παραπονείται για την εις βάρος της απειλή χρηματικής ποινής με την εκκαλουμένη απόφαση ύψους 3.000 ευρώ, για κάθε παράβαση της απαγόρευσης χρήσης των προαναφερομένων όρων, που κρίθηκαν καταχρηστικοί, δεδομένου ότι, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν προκύπτει κίνδυνος να αρνηθεί τη συμμόρφωση της προς την απόφαση. Οι εν λόγω ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν, καθόσον η απειλή χρηματικής ποινής είναι μέσον εκτέλεσης, προβλεπόμενο, εν προκειμένω, από τη διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 ΚΠολΔ, αποτελεί δικονομική κύρωση και σκοπεύει τον εξαναγκασμό του οφειλέτη να συμμορφωθεί προς το περιεχόμενο της υποχρέωσης του (Μπρίνιας Αναγκ. Εκτέλεση, αρθρ. 947, τομ. Β’, σελ. 631), ο οποίος (οφειλέτης) ουδόλως θα θιγεί από την απειλή αυτής, εάν συμμορφωθεί προς την απόφαση. Εξάλλου, το πιο πάνω ύψος αυτής, που καθορίστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,, είναι εντός των νομίμων ορίων που προσδιορίζονται στην πιο πάνω διάταξη (“έως 5.900 ευρώ”). Τέλος, με τον δέκατο τέταρτο λόγο της έφεσης, η εν λόγω διάδικος υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε με το να μην απορρίψει την ένδικη αγωγή, εφόσον δεν αναφερόταν στο δικόγραφο αυτής, η ύπαρξη απόφασης του Δ.Σ του ενάγοντος για την άσκηση της. Και ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 10 του Ν. 2251/1994, που ορίζει ότι η συλλογική αγωγή ασκείται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ένωσης καταναλωτών, ουδόλως προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση αποτελεί στοιχείο της αγωγής ώστε, επί ποινή απαραδέκτου, να αναφέρεται σ’ αυτή. Μετά τα παραπάνω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η έφεση της εναγομένης να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της εκατέρωθεν νίκης και ήττας αυτών (άρθρ. 178 παρ. 1, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 28-8-2007 έφεση της εναγομένης και την από 8-10-2007 έφεση του ενάγοντος.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και τις απορρίπτει κατ’ ουσίαν.
Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι, στις 19 Ιουνίου 2008.