Τρεις δικαστές, ένας εν ενεργεία και δυο συνταξιούχοι ζήτησαν απο το Μισθοδικείο να ακυρωθούν ως αντισυνταγματικές και ανίσχυρες οι διατάξεις του μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων που μείωσαν τους μισθούς, τα επιδόματα και τις συντάξεις τους.
Οι δικαστές επέμειναν να προσφύγουν στο Μισθοδικείο παρά το γεγονός ότι ήδη με συντριπτική πλειοψηφία η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε το μνημόνιο συνταγματικό θεωρώντας πώς δεν παραβιάζει ούτε τις διεθνείς συμβάσεις και παρά το γεγονός ότι η συζήτηση των προσφυγών τους είχε αναβληθεί απο το Μισθοδικείο μέχρι να εκδοθούν οι αποφάσεις του ΣτΕ.
Μάλιστα ο εκπρόσωπος του δημοσίου επικαλέστηκε στη συζήτηση τις αποφάσεις αυτές του ΣτΕ ενώ επέμεινε απο την πλευρά του πως το Μισθοδικείο είναι αναρμόδιο να δικάσει τις υποθέσεις, αφού για τους μεν εν ενεργεία δικαστές αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια ενώ ως προς τους συνταξιούχους αρμόδιο είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Οι δικαστές ισχυριστηκαν κατά τη συζήτηση ότι οι μειώσεις παραβιάζουν συνταγματικές και διεθνείς αρχές και κανόνες δικαίου που προστατεύουν την εργασία, τη ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την ανθρώπινη αξία.
Πρόσθεσαν επίσης ότι παραβιάζονται οι αρχές της αναλογικότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος καθώς και η συνταγματική επιταγή για ισότητα στην κατανομή των δημοσίων βαρών, ενώ
είναι ανίσχυρες οι διατάξεις του μνημονίου αφού δεν κυρώθηκαν από τα 3/5 της Βουλής.