Δημοκρατία σε κρίση (με αφορμή το εύρημα μέτρησης ότι 30% “νοσταλγούν” τη Χούντα)
Του Γιώργου Κατρούγκαλου
Η δημοσκόπηση της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας για τη στάση μας απέναντι στην δικτατορία έδειξε ότι η Δημοκρατία κινδυνεύει σοβαρότερα από ότι νομίζαμε, γιατί ένα μεγάλο τμήμα του λαού δεν έχει πλέον διάθεση να την υπερασπίσει. Απορεί κανείς για αυτό;
Όταν το πρωτόγονο σύνθημα (σσ. να καεί, να καεί…;) ακούστηκε στην «πάνω πλατεία» το 2011, διάφορες «παρθένες» της δημοσιογραφίας και της πολιτικής έτρεξαν κροκοδείλια δάκρυα, για την ύβρη κατά του κοινοβουλευτισμού και το αυγό του φιδιού που επωαζόταν από τους διαδηλωτές. Είναι σαν οι τροχονόμοι να φέρνουν την κίνηση, οι ομπρέλες να προκαλούν βροχή. Το σύνθημα αυτό, όπως και τα γιαουρτώματα και τα γιουχαΐσματα των πολιτικών, δεν ήταν οι αιτίες της κρίσης αλλά τα συμπτώματα της. Τίποτα πιο εύλογο από την ενστικτώδη αγανάκτηση απέναντι στην ολοφάνερη αποτυχία, τις αμαρτίες και την έπαρση του πολιτικού συστήματος. Είναι, βεβαίως, αλήθεια ότι παρόμοιες στάσεις, όταν δεν εξορθολογίζονται, μπορεί να εκτραπούν και να καταλήξουν σε αμφισβήτηση των ίδιων των θεσμών και όχι απλώς των φορέων τους.
Από την άλλη μεριά, όμως, την εντύπωση ότι η δημοκρατία μας εκπορνεύθηκε από το πολιτικό σύστημα στους δανειστές της, την έχει και εκείνη η μερίδα των στελεχών του που έχει συνείδηση του εγκλήματος: «Ήμασταν σαν τις πόρνες µετά την πρώτη τους φορά» (sic!), εκμυστηρευόταν ινκόγκνιτο στο Bήμα της 16-10-2011 «κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης» του ΠΑΣΟΚ, περιγράφοντας το χρονικό της υποταγής της χώρας στο πρώτο μνημόνιο.
Αυτό που υπονομεύει, σε τελική ανάλυση, τον κοινοβουλευτισμό, είναι το νεκροζώντανο πολιτικό σύστημα, όπως εκφράζεται κυρίως από τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα και τις οικονομικές ελίτ με τις οποίες διαπλέκονται. Και τον υπονομεύει διπλά: αφενός με τις πολιτικές διάλυσης της χώρας που εφάρμοσαν και εφαρμόζουν και αφετέρου με την ατιμωρησία, πολιτική και ποινική όσων συνέργησαν σε αυτή. Τα μνημόνια αποτελούν τη χαριστική βολή, τόσο γιατί είναι οικονομικά ατελέσφορα και κοινωνικά διαλυτικά, όσο και γιατί η εφαρμογή τους προϋποθέτει την αδρανοποίηση των κύριων δημοκρατικών θεσμών: πράξεις νομοθετικού περιεχομένου αντί για νόμους που συζητούνται και αποφασίζονται ελεύθερα στη βουλή, άτυπες συμφωνίες των τριών αρχηγών αντί για συλλογική λειτουργία του υπουργικού συμβουλίου, αδράνεια του Προέδρου της Δημοκρατίας ως προς την άσκηση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων.
Οι λύκοι της Χρυσής Αυγής στην αναμπουμπούλα αυτή χαίρονται, αλλά δεν είναι αυτοί που παράγουν την κρίση. Απλώς την εκμεταλλεύονται. Καπηλεύονται την αγανάκτηση του παραζαλισμένου και απελπισμένου πολίτη για να τη στρέψουν, τελικά, σε ατραπούς ακίνδυνες για το πολιτικό σύστημα: εναντίον του μετανάστη, του διαφορετικού. Εμφανίζονται έτσι ως αντισυστημική δύναμη, ενώ στην πράξη αποτελούν την τελευταία εφεδρεία του παλαιοκομματικού κατεστημένου, την τελική γραμμή άμυνας για να αποφευχθεί μια ανατροπή σε προοδευτική κατεύθυνση. Αυτοί θα είναι, με άλλα λόγια, το ύστατο ανάχωμα έναντι της αριστεράς.
Είναι η Χρυσή Αυγή, άρα, ο βασικός εχθρός της δημοκρατίας σήμερα; Και όμως όχι. Φυσικά το νεοφασιστικό κόμμα συνιστά την πιο απόλυτη άρνηση του κοινοβουλευτισμού και της φιλελεύθερης συνταγματικής τάξης. Αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της πολιτείας, όχι όμως γενεσιουργό αιτία της κρίσης. Από αυτή την άποψη, ακόμη μεγαλύτερος εχθρός της δημοκρατίας είναι ο παλαιοκομματισμός, κυρίως τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα, γιατί κάθε μέρα παραμονής τους στην εξουσία ενισχύει τα φαινόμενα διάλυσης και απονομιμοποίησης τόσο του κοινοβουλευτισμού, όσο και της εμπιστοσύνης στο σύνταγμα και τους θεσμούς.
Θα πρέπει να μπουν λοιπόν στην ανεργία, για να έχει μια ελπίδα ο τόπος. Αυτό αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για μια δημοκρατική ανόρθωση. Το μόνο φάρμακο για τις ασθένειες της δημοκρατίας είναι περισσότερη δημοκρατία, ιδίως η ενίσχυση της φωνής του πολίτη με αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς. Για αυτό το λόγο έχουμε ανάγκη και από ένα νέο Σύνταγμα.