Η είδηση που κατέφτασε χθες από τη Νυρεμβέργη της Γερμανίας -ότι ο αριθμός των ανέργων της χώρας αυξήθηκε απρόσμενα τον Απρίλιο- θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Το πρώτο που έχει να επιδείξει η Γερμανία για να δικαιολογήσει την προτίμησή της για τη λιτότητα είναι η ισχύς της ίδιας της τής οικονομίας. Το μήνυμα που στέλνουν οι Γερμανοί είναι «σφίγγουμε τη ζώνη μας και η οικονομία μας παραμένει ισχυρή. Ακολουθείστε το παράδειγμά μας». Ενδεχόμενη εξασθένιση της γερμανικής οικονομίας θα έχει δύο αντιφατικές συνέπειες: θα επηρεάσει αρνητικά τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες λόγω της μείωσης της γερμανικής ζήτησης για τα προϊόντα τους, αλλά ταυτόχρονα δεν αποκλείεται να αποβεί ωφέλιμη για την υπόλοιπη Ευρώπη, προάγοντας τη γερμανική κατανόηση για την ανάγκη των πακέτων στήριξης προκειμένου να αποκατασταθεί η ανάπτυξη.
Η αλήθεια είναι πως η Γερμανία δεν έχει γευτεί ακόμη τη λιτότητα που η ίδια υπαγορεύει σε άλλες χώρες επειδή δεν τη χρειάστηκε, λέει ο Steven Kyle, οικονομολόγος της Σχολής Dyson Εφαρμοσμένων Οικονομικών και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Cornell. Η ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας εξασφαλίζει αρκετά φορολογικά έσοδα και έτσι δεν παρουσιάζεται ανάγκη περικοπής των δαπανών ώστε να ισοσκελιστεί ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός.
“Θα είναι ενδιαφέρον τώρα να δούμε εάν θα πάρουν το ίδιο φάρμακο που χορηγούν σε όλους τους άλλους, προχωρώντας σε περικοπές δαπανών», λέει ο Kyle. “Εάν το κάνουν θα οδηγηθούν στην ύφεση”.
Η οικονομία της Γερμανίας παραμένει βέβαια ισχυρή. Το ποσοστό ανεργίας διατηρείται στο 6,8%, που αποτελεί χαμηλό 20 ετών. Ωστόσο ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά το εποχικά προσαρμοσμένο μέγεθος των 19.000, στους 2,87 εκατομμύρια, σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της χώρας που εδρεύει στη Νυρεμβέργη. Συνολικά 34 οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Bloomberg News ανέμεναν αύξηση του αριθμού των ανέργων κατά 10.000.
«Παρατηρούμε είναι ότι οι εταιρείες διστάζουν να κάνουν το τελευταίο βήμα, όσον αφορά τις προσλήψεις,”, ανέφερε σε δημοσιογράφους στη Νυρεμβέργη ο Raimund Becker, ένα από τα τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου της στατιστικής υπηρεσίας. “Θέλουν να προσλάβουν κόσμο αλλά τηρούν στάση αναμονής εξαιτίας της κρίσης. Η αβεβαιότητα παραμένει ζωντανή».
Η γερμανική ανάπτυξη στηρίζεται εν μέρει στις εξαγωγές, το 40% των οποίων κατευθύνονται προς άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, ενώ ποσοστό 60% απορροφάται από την Ε.Ε. στο σύνολό της. Είναι απίθανο όλες οι χώρες της Ευρωζώνης να απολαμβάνουν εμπορικά πλεονάσματα στις ανά μεταξύ τους συναλλαγές, συνεπώς το γερμανικό μοντέλο μάλλον δεν μπορεί να λειτουργήσει για όλη την Ευρωζώνη. Ίσως σε λίγο καιρό να είναι αναποτελεσματικό ακόμη και για την ίδια τη Γερμανία εάν η ύφεση πλήξει τη ζήτηση των υπόλοιπων χωρών για τα γερμανικά αγαθά.
Επιβεβαιώνοντας τη δεινή θέση της Ευρώπης, η Eurostat ανακοίνωσε ξεχωριστά χθες πως το ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη ενισχύθηκε στο 10,9% το Μάρτιο, που αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο σε διάστημα σχεδόν 15 ετών, ενώ είναι σχεδόν διπλάσιο από το 5,6% της Γερμανίας (τα στοιχεία της Eurostat για την ανεργία, διαφέρουν από αυτά της γερμανικής κυβέρνησης λόγω της διαφορετικής μεθοδολογίας στον υπολογισμό).
[Άρθρο του Peter Coy, οικονομικού συντάκτη του Bloomberg BusinessWeek, σε αναδημοσίευση από το capital.gr]