Βόμβα μεγατόνων αποτελεί η τελευταία απόφαση της Επιτροπής της Βασιλείας για τις τράπεζες και ιδιαίτερα για τις «αδύναμες» καθώς καταργούνται οι εθνικές διαχωριστικές γραμμές που επέτρεπαν τη διακριτική μεταχείριση, υπό την εθνική νομοθεσία των τραπεζών σε μια σειρά ζητημάτων. Σε πρώτη φάση το διοικητικό συμβούλιο του οργάνου έξι εθνικούς κανονισμούς ενώ στην ανακοίνωση επισημαίνεται ότι και άλλες διατάξεις που δίνουν ευελιξία σε εθνικό επίπεδο εξετάζονται και αναμένεται να καταργηθούν σύντομα.
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ
Όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση η απόφαση επιδρά άμεσα στα στάνταρτντς που θέτει το κανονιστικό πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ, που συνεπάγεται την άμεση εφαρμογή τους. Για να αποφευχθούν συστημικά σοκ από τις αλλαγές η Βασιλεία δίνει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις περιθώριο προσαρμογής που φτάνει έως και τα τρία χρόνια.
Οι αποφάσεις της Βασιλείας θα έχουν άμεση εφαρμογή και αναμένεται να προκαλέσουν αναταράξεις στο τραπεζικό σύστημα, ιδιαίτερα στο ελληνικό, καθώς οι τροποιήσεις οδηγούν σε de facto περιορισμό των εποπτικών κεφαλαίων και αύξηση του ρίσκου λόγω της ταυτόχρονης αλλαγής τόσο στον τρόπο καταγραφής των NPL’s όσο και στη διαμόρφωση των αποδεκτών στο Tier 1 κεφαλαίων.
Παράλληλα τροποποιείται ουσιωδώς και το καθεστώς αξιολόγησης κινδύνου και αποτίμησης εσωτερικής αξίας στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού με στόχο την αυστηροποίηση των κριτηρίων για τον περιορισμό του ρίσκου.
Σε μια συνολική αξιολόγηση παράγοντες της Βασιλείας και της BIS εκτιμούν τη μεσοσταθμική επίδραση των αλλαγών σε βάθος 12 μηνών να φτάνει στο 1,6% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών. Όπερ σημαίνει ότι για τις ελληνικές τράπεζες η επίδραση θα είναι πολύ μεγαλύτερη.
Με την απόφαση καταργούνται:
– Οι διαφοροποιήσεις στη μεταχείριση των καθυστερούμενων δανείων, αυτά δηλαδή που δεν έχουν πληρωθεί κανονικά οι δόσεις σε διάστημα 30 έως 60 ημερών, ακόμα και στην περίπτωση που έχουν καταγραφεί μικρότερες καταβολές. Πρόκειται για την υποσημείωση 31 στην παράγραφο 76, όπου επισημαίνεται ότι θα υπάρξει μεταβατική περίοδος τριών ετών κατά τη διάρκεια των οποίων τα αποδεκτά εχέγγυα θα καλύπτουν μεγαλύτερο εύρος, ώστε να μην επηρεαστεί η κεφαλαιακή σταθερότητα των τραπεζών και να μην προκληθεί sell-off στις δευτερογενείς αγορές δανείων.
– Η διαφοροποίηση στον ορισμό των καταναλωτικών κινδύνων: Πρόκειται για την τροποποίηση της ακόλουθης πρότασης στην παράγραφο 232: «Οι επόπτες μπορεί να αποφασίσουν να ορίσουν το μίνιμουμ επιτρεπτό όριο έκθεσης μέσα στα πλαίσια ενός pool εκθέσεων, ορίζοντας μια συγκεκριμένη υποομάδα ως «καταναλωτική»
– Καταργούνται οι εθνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 264: «Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου οι ακόλουθοι ελάχιστοι κανονισμοί μπορούν να χαλαρώσουν, στην ευχέρεια του εθνικού επόπτη».
– Καταργείται η διαφοροποίηση στις αξιολογήσεις και στους τύπους και τα προφίλ υπολογισμού για wholesale exposures, βάσει τον οποίων οι επόπτες μπορούσαν να απαιτήσουν από τις τράπεζες που δάνειζαν μικρότερα σχήματα εναλλακτικών δανειακών προϊόντων να έχουν μεγαλύτερη αξιολόγηση στα δικά τους αποδεκτά collaterals.
– Περιορίζει τη δυνατότητα των Εθνικών κεντρικών τραπεζών να θέτουν το re-ageing χρονικό όριο, δηλαδή την περίοδο «καθαρισμού» του μητρώου του καταναλωτή.
– Παράλληλα η επιτροπή ενημερώνει ότι το 2016 λήγει η διαφοροποίηση, σε εθνικό επίπεδο, της δυνατότητας των κεντρικών τραπεζών να εφαρμόζουν δικά τους πρότυπα στις εσωτερικές IRB αξιολογήσεις, ιδιαίτερα στις μετοχικές αποτιμήσεις, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 267 της Βασιλείας ΙΙ, καθώς η πρόνοια αφορούσε και περιοριζόταν σε 10ετή εφαρμοστική περίοδο.
– Παράλληλα σύμφωνα με την ανακοίνωση επισημαίνεται η κατάργηση οδηγίας της Βασιλείας ΙΙ και η επικράτηση –από τώρα- της οδηγίας της Βασιλείας ΙΙΙ για την αναγνώριση της χρεωστικής προσαρμογής στην αξιολόγηση στο πλαίσιο του υπολογισμού των κεφαλαίων για το Tier 1. Η ρύθμιση αυτή αναμένεται να φέρει ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στις κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών –και όχι μόνο- τραπεζών-.
Παράλληλα στην παράγραφο 75 Βασιλείας III απαιτείται από τις τράπεζες να διαγράψουν «derecognise in the calculation of Common Equity Tier 1, all unrealised gains and losses that have resulted from changes in the fair value of liabilities that are due to changes in the bank’s own credit risk.»
Συνεπώς η ρύθμιση αυτή αφορά και τα παράγωγα στα οποία οι τράπεζες δεν μπορούν να αναγνωρίζουν πλέον ούτε κέρδη ούτε ζημιές λογιστικά αν αυτά βρίσκονται σε διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης κινδύνου και δεν αποτελούν γεγνημένο αποτέλεσμα.
Οι τράπεζες θα είναι υποχρεωμένες να μην αναγνωρίζουν τα κέρδη και τις ζημιές από τα παράγωγα σε λογιστική βάση πάνω στα Tier 1 κεφάλαια ακόμα κι αν αυτές δεν χρησιμοποιούν τη μέθοδο Funding Valuation Adjustment.