Βαρέλι δίχως πάτο, τραπεζικό και ασφαλιστικό

Μπορεί πολιτικά να παρουσιάζεται το ζήτημα του Χρέους και της αναδιάρθρωσής του ως νούμερο ένα ζήτημα για τη χώρα, ωστόσο αλλού είναι οι πραγματικές άμεσες απειλές για την οικονομία. Οι οποίες μπορεί να την τινάξουν στον αέρα άσχετα από το αν θα ανοίξει ή όχι σύντομα η υπόθεση του Χρέους. Οι τράπεζες και το ασφαλιστικό είναι οι μεγάλες “νάρκες”.

Οι οποίες μάλιστα υπάρχει κίνδυνος να εκραγούν πολύ πολύ σύντομα. Και δεν χρειάζονται ούτε μεταπτυχιακά Οικονομικών σπουδών ούτε εξειδικευμένες γνώσεις γα να γίνει αντιληπτό και κατανοητό ότι αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται επί της ουσίας και ως εκ του θεωρητικού ρόλου του, τραπεζικό σύστημα στη χώρα. Αυτό θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ακόμα και για τους αδαείς που σήμερα διαχειρίζονται τις τύχες της χώρας. Και ακόμα και η υπόθεση της διαχείρισης των κόκκινων δανείων είναι επί της ουσίας μία μεγάλη παγίδα για τις τράπεζες. Που δεν έχουν την πολυτέλεια να μην πέσουν μέσα.

Η διαχείριση των κόκκινων δανείων δύναται να προκαλέσει πολύ μεγάλα προβλήματα στις τράπεζες σε επίπεδο κεφαλαιακών αναγκών, ενώ την ώρα που θα κλείνει μία τρύπα θα ανοίγει ταυτόχρονα μία άλλη. Για τους τραπεζικούς ισολογισμούς είναι σαν τη λερναία ύδρα. Γιατί όσοι θεωρούν ότι τα πραγματικά επισφαλή ή προβληματικά δάνεια είναι στο 45% των χαρτοφυλακίων είναι είτε αιθεροβάμων ή εθελοτυφλεί. Τα ποσοστά είναι πολύ υψηλότερα. Λύσεις μαζικές και ουσίας γα τα NPLs δεν προβλέπεται να βρεθούν μέσω πώλησής τους πλην ενός σχετικά μικρού ποσοστού και η μείωση της έκθεσης μέσω διαγραφών, δεν θα είναι “αναίμακτη” για τις τράπεζες.

Όσο γα τη ρευστότητα; Ενδιαφέρον και κρίσιμο διακύβευμα. Πολλά θα κριθούν από τη συμμετοχή της χώρας στο QE του κ. Ντράγκι. Εφικτό ίσως. Δεν είναι τυχαίο ωστόσο που ο πρωθυπουργός έχει πλέον αναθεωρήσει τη ρητορική του “μοιράζοντας” τη σημαντικότητα των στοχεύσεών του μεταξύ Χρέους και QE. Και ίσως ακόμη και η υπαγωγή στο QE αν και εφόσον επιτευχθεί, να μην επαρκεί. Από τη στιγμή που η πληρωμή των υποχρεώσεων των πολιτών προς τις τράπεζες έχει αναχθεί σε τελευταία προτεραιότητα, δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο αισιοδοξίας. Πρώτα πληρώνει ο πολίτης την εφορία, μετά τις ανελαστικές του δαπάνες και έπειτα τις όποιες καταναλωτικές του ανάγκες και αν περισσέψει κάτι μπορεί να δώσει και στην Τράπεζα. Αν και πλέον αυξάνονται δραματικά και όσοι επιλέγουν να μην είναι ενήμεροι, προσδοκώντας ευνοϊκότερες ρυθμίσεις.

Σε κάθε περίπτωση οι τράπεζες θα βρεθούν την επόμενη χρονιά σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Και με ορίζοντα διετίας δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς τίποτε. Ούτε την ανάγκη για νέα κεφαλαιακή ενίσχυση -με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται-, ούτε ακόμα και το ενδεχόμενο η μείωση του ενεργητικού τους αν αναγκαστούν να προχωρήσουν σε ευρείες διαγραφές δανείων να οδηγήσει σε νέο γύρο συγχωνεύσεων. Και οι τέσσερις να γίνουν τρεις ή και δύο…

Από την άλλη πλευρά το ασφαλιστικό φαντάζει -και είναι- άλυτο πρόβλημα. Τα δημογραφικά δεδομένα της χώρας είναι δραματικά. Παράλληλα υπάρχει μία διαρκώς επιδεινούμενη καταστροφική αναλογία μεταξύ εργαζόμενων και συνταξιούχων. Και βέβαια είναι γνωστή η άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα ασφαλιστικά ταμεία από πλευράς εσόδων και διαθέσιμων, που όπου βέβαια υπάρχουν καταληστεύονται από την κυβέρνηση για να πληρώνονται μισθοί και συντάξεις.

Όσο και αν παραστήσει τον… αντιστασιακό ο Κατρούγκαλος προς τους “θεσμούς” για να δημιουργήσει επικοινωνιακά μία εικόνα σκληρής διαπραγμάτευσης, όσα μέτρα και χαράτσια και αν επιβληθούν στις πλάτες των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιχειρήσεων, η εξίσωση δεν βγαίνει. Και το δράμα των σημερινών εργαζόμενων είναι ότι επωμίζονται δυσβάσταχτα βάρη όχι για να διασφαλίσουν τις δικές τους συντάξεις, αλλά για να συντηρήσουν τους υφιστάμενους συνταξιούχους. Οι σημερινοί εργαζόμενοι είναι μάλλον αμφίβολο ότι θα έχουν τη δυνατότητα να λάβουν στο μέλλον κάποια σύνταξη, αξιοπρεπή ή όχι…

Τραπεζικό και ασφαλιστικό είναι δύο “απειλές” που μπορούν να τινάξουν τη χώρα στον αέρα αν δεν υπάρξει αναστροφή της αντιαναπτυξιακής και αντιπαραγωγικής κατάστασης στην οικονομία. Χρειάζεται όμως αλλαγή του κέντρου βάρους της ακολουθούμενης πολιτικής, από φορομπηχτική σε αναπτυξιακή. Μπορεί να το πετύχει η σημερινή κυβέρνηση; Δεν προκύπτει από πουθενά ότι γνωρίζει το πώς, αλλά και ότι έχει τη σχετική βούληση. Αρκείται στο να μεταθέτει τα προβλήματα χρονικά και όπου βγει. Μόνο που ο χρόνος έχει αρχίσει να τελειώνει…

www.capital.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *