Ο Άρειος Πάγος δικαίωσε εργαζόμενο επιδικάζοντας αποζημίωση απόλυσης, παρότι το εφετείο είχε εκδώσει αντίθετη απόφαση.
Συγκεκριμένα, το Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, ανατρέποντας εφετειακή απόφαση, δικαίωσε οδηγό αγροτικής συνεταιριστικής οργάνωσης, ο οποίος απολύθηκε μετά το κλείσιμό της, χωρίς όμως να του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, καθώς η συνεταιριστική οργάνωση επικαλέστηκε λόγους ανωτέρας βίας.
Ειδικότερα, οι αρεοπαγίτες υπογραμμίζουν στην υπ’ αριθμ. 172/2013 απόφασή τους ότι «ανώτερη βία δεν συντρέχει στην περίπτωση που τα επικαλούμενα από τον εργοδότη περιστατικά ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και στη σφαίρα κινδύνου αυτού, αφού αυτά θα μπορούσαν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα και συνεπώς να αντιμετωπιστούν». Ούτε όμως, συνεχίζουν οι δικαστές, «συνιστά ανώτερη βία, χωρίς την συνδρομή άλλης περιστάσεως, η κακή πορεία της οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως και ειδικότερα η δυσαναλογία μεταξύ των εξόδων αυτής, μεταξύ των οποίων και οι αποδοχές των εργαζομένων, και των από την επιχειρηματική δραστηριότητα εσόδων, αφού είναι γεγονός προβλέψιμο διά καταβολής της συνήθους επιμελείας, κείμενον εντός του συνήθους επιχειρηματικού κινδύνου».
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, αγροτική συνεταιριστική οργάνωση στο χώρο της γαλακτοκομίας συνεργαζόταν αποκλειστικά επί 16 συναπτά έτη με συγκεκριμένη γνωστή γαλακτοκομική εταιρεία.
Η εταιρεία, με ετήσιες συμβάσεις, έδινε «φασόν» την παραγωγή σκληρών τυριών στη συνεταιριστική οργάνωση, αφού προηγουμένως της παρείχε τις πρώτες ύλες. Όμως, αιφνιδιαστικά η γαλακτοκομική εταιρεία το 2007 ανακοίνωσε στη συνεταιριστική οργάνωση ότι δεν θα ανανεώσει τη σύμβαση συνεργασίας και πρότεινε την τμηματική πρόσληψη του προσωπικού της.
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν διαδοχικές έκτακτες συνελεύσεις και τελικά αποφασίστηκε να λυθεί η συνεταιριστική οργάνωση και να τεθεί υπό εκκαθάριση. Οδηγός της συνεταιριστικής οργάνωσης, ο οποίος είχε προσληφθεί τον Σεπτέμβριο του 1988, παρέμεινε στη συνεταιριστική οργάνωση έως το τέλος της εκκαθάρισής της, οπότε τον Ιανουάριο του 2009 καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, χωρίς όμως να του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση.
Ο οδηγός προσέφυγε στη Δικαιοσύνη κατά της συνεταιριστικής οργάνωσης. Στο Πρωτοδικείο δικαιώθηκε και του επιδίκασε το ποσό των 32.495 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως. Όμως, το Εφετείο, έπειτα από έφεση που άσκησε η συνεταιριστική οργάνωση, είχε αντίθετη άποψη και αναίρεσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι η οριστική και μόνιμη διακοπή της λειτουργίας της αγροτικής συνεταιριστικής οργάνωσης «έλαβε χώρα υπό απρόβλεπτες συνθήκες και περιστάσεις, ανεξάρτητες από τη βούλησή της, των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να ανατραπούν, τη δεδομένη χρονική στιγμή, όση επιμέλεια και αν καταβαλλόταν και όποια μέτρα και αν λαμβάνονταν».
Επομένως, σύμφωνα με την εφετειακή απόφαση «δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να υφίσταται και να δραστηριοποιείται από λόγους ανώτερης βίας, η δε οριστική λύση της δεν μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, εκ μέρους της». Και κατέληξε το Εφετείο ότι η συνεταιριστική οργάνωση δεν υποχρεούται να καταβάλει στον οδηγό τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως.
Ο Άρειος Πάγος, όπου οδηγήθηκε τελικά η υπόθεση, αποφάνθηκε ότι το Εφετείο έσφαλε στην κρίση του, καθώς δεν συντρέχει ανώτερη βία, καθώς από τα πραγματικά περιστατικά της επίμαχης υπόθεσης θα «μπορούσαν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα και συνεπώς να αντιμετωπιστούν με άλλες ενέργειες, όπως εξεύρεση άλλων πελατών, αλλαγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας κ.λπ. ενόψει μάλιστα του γεγονότος» ότι οι συμβάσεις που καταρτίζονταν με τη γαλακτοκομική εταιρεία «ήταν ετήσιας διάρκειας και ανανεώνονταν μετά από αίτηση της συνεταιριστικής οργάνωσης ως εκ τούτου, κατά την κοινή πείρα, μετά τη λήξη εκάστης σύμβασης ήταν προβλέψιμη η τυχόν μη ανανέωση αυτής».
Κατόπιν αυτών, οι αρεοπαγίτες αναβίωσαν ουσιαστικά την πρωτόδικη απόφαση με αποτέλεσμα ο οδηγός να λάβει την αποζημίωση των 32.495 ευρώ.
Πηγή: ΑΜΠΕ