Ανάπτυξη χωρίς τα… νοικοκυριά και την κατανάλωσή τους γίνεται; Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που το 70% του ΑΕΠ (τουλάχιστον) στηρίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση, το εγχείρημα του να στηρίξεις το αναπτυξιακό σχέδιο μόνο στις επενδύσεις και στις εξαγωγές κρίνεται ως εξαιρετικά παρακινδυνευμένο ειδικά αν δεν έχει προηγηθεί η απαιτούμενη προετοιμασία. Από την άλλη, η επίθεση που δέχονται τα νοικοκυριά πότε από τις τράπεζες για τα κόκκινα δάνεια, πότε από την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και πότε από τους… εργοδότες οι οποίοι προσλαμβάνουν μεν περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν αλλά με ολοένα και χαμηλότερες αποδοχές, είναι στοιχεία που δεν μπορούν παρά να αποτυπωθούν με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο στις προβλέψεις για την ιδιωτική κατανάλωση.
Ο ένας μετά τον άλλο, οι διεθνείς οργανισμοί αφού έλαβαν υπόψη τους τις επίσημες ανακοινώσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το 2017, προχώρησαν σε αναθεώρηση των εκτιμήσεων τους για την πορεία του ΑΕΠ του 2018 και ο λόγος δεν ήταν άλλος από την ιδιωτική κατανάλωση. Ο ΟΟΣΑ βλέπει μια μικρή ανάκαμψη της τάξεως του 0,4% για φέτος ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαμορφώνει τον πήχη στο 0,5% τη στιγμή που το υπουργείο Οικονομικών συνέταξε τον φετινό προϋπολογισμό με πρόβλεψη για αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,2%. Είναι προφανές πλέον ότι και η ελληνική πλευρά θα υποχρεωθεί να αναθεωρήσει προς τα κάτω και τη δική της πρόβλεψη. Και αλλάζοντας την πρόβλεψη για την ιδιωτική κατανάλωση, αυτομάτως θα πρέπει να αλλάξει η πρόβλεψη και για αυτή καθ’ αυτή την πορεία του ΑΕΠ.
Ο φετινός προϋπολογισμός συντάχθηκε με την εκτίμηση ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,5%. Από τη στιγμή όμως που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη ρίξει τον πήχη στο 1,9% με το βάσιμο επιχείρημα ότι το ΑΕΠ του 2017 πήγε χειρότερα από ότι αναμενόταν, είναι λογικό και επόμενο να ζητηθεί αναθεώρηση προς τα κάτω. Το επόμενο επίσημο έγγραφο που θα συντάξει η ελληνική πλευρά είναι το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής για την περίοδο 2019-2022. Και εκεί, η ελληνική πλευρά αναμένεται να δεχτεί πιέσεις ώστε να κατεβάσει τον πήχη της ανάπτυξης στο 2% ή και ακόμη χαμηλότερα. Το πώς αυτό θα μεταφραστεί όσον αφορά στη διαπραγμάτευση για το πρωτογενές πλεόνασμα, μένει να φανεί στην πράξη. Η ελληνική πλευρά θα ήθελε να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των δανειστών για μια εκτίμηση διαμόρφωσης του φετινού πρωτογενούς πλεονάσματος αισθητά πάνω από το 3,5% του ΑΕΠ με το επιχείρημα της περυσινής υπεραπόδοσης. Κάτι τέτοιο, θα άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο για διανομή έκτακτου μερίσματος και φέτος. Το αν αυτό θα γίνει αποδεκτό, θα φανεί το επόμενο διάστημα.
Πάντως, η πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης, αποτελεί ουσιαστικό πονοκέφαλο καθώς δείχνει ότι η ανάπτυξη δεν φτάνει στα νοικοκυριά. Η ανεργία μειώνεται αλλά οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι με πολύ χαμηλές αποδοχές με αποτέλεσμα το μέσο εισόδημα να μειώνεται. Οι εκθέσεις των διεθνών οργανισμών αφιερώνουν ολοένα και περισσότερα κεφάλαια στην «φτώχεια εντός της αγοράς εργασίας» ενώ οι απαιτήσεις για μείωση και των ληξιπρόθεσμων οφειλών απέναντι στην εφορία αλλά και των κόκκινων δανείων, δείχνουν ότι οι πιέσεις τη ρευστότητα των νοικοκυριών θα συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πηγή: thetoc.gr