Το κλίμα αισιοδοξίας για την ελληνική οικονομία δεν έχει -προς το παρόν τουλάχιστον- αντίκτυπο στην αγορά. Αποτυπώνεται στα ομόλογα, στο χρηματιστήριο, στην επιστροφή των καταθέσεων, αλλά όχι στην πραγματική οικονομία.
Οι επισφάλειες των τραπεζών τείνουν να γίνουν ανεξέλεγκτες καθώς πολλές επιχειρήσεις αδυνατούν να εξυπηρετούν τα δάνεια, όπως άλλωστε και μεγάλος αριθμός πολιτών. Οι μισθοί και οι συντάξεις μειώνονται, οι τιμές των προιόντων αν δεν μένουν σταθερές αυξάνονται και η εφορία συνεχίζει να ταχυδρομεί τουλάχιστον έναν φάκελο κάθε μήνα. Όχι και οι καλύτερες συνθήκες για να πεισθούμε ότι είμαστε στον δρόμο για την επιστροφή στην ανάπτυξη.
Είναι και το ΔΝΤ που δείχνει… εκτός κλίματος αισιοδοξίας και συνεχώς αισθάνεται την ανάγκη «να χτυπήσουν το καμπανάκι». Είτε με την πρόσφατη έκθεση του, είτε με τις συνεντεύξεις Λαγκάρντ και Τόμσεν, το Ταμείο προειδοποιεί και υπενθυμίζει ότι αν δεν πιάσουμε τους στόχους θα χρειαστούν και νέα μέτρα. Ενδεχόμενο το οποίο θα δοκιμάσει έντονα τις ανοχές μιας κοινωνίας η οποία πληρώνει τώρα αναδρομικά ορισμένα από τα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης του Παπανδρέου και ταυτοχρόνως ετοιμάζεται να εφαρμόσει τα μέτρα του τρίτου μνημονίου.
Για να βγούμε από το αδιέξοδο δεν χρειάζονται ιδιαίτερα τολμηρές λύσεις, αλλά να κάνουμε ότι έκανε και το χρεοκοπημένο κράτος μας για να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Να εφαρμόσουμε ακριβώς την ίδια συνταγή για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις: Δηλαδή να κουρέψουμε τα δάνεια και να μειώσουμε τα επιτόκια. Να γίνει τώρα ένα ήπιο κούρεμα στα τραπεζικά δάνεια πχ της τάξης του 30% και να μειωθούν τα επιτόκια. Να πάρουν μια ανάσα εργοδότες και εργαζόμενοι, ώστε να σταθούν και αυτοί στα πόδια τους.
Πρόκειται για εξαιρετικά σύνθετο και δύσκολο ζήτημα και όποιος το θέτει πρέπει να έχει και λογικές απαντήσεις. Ο αντίλογος στις προτάσεις κουρέματος των ιδιωτικών και επιχειρηματικών δανείων είναι ποιος θα δώσει τα χρήματα για να καλυφθούν οι κεφαλαιακές απώλειες των τραπεζών; Η απάντηση είναι προφανώς αυτοί που θα κληθούν να βάλουν νέα κεφάλαια στις τράπεζες στο τέλος του 2013 ή κάποια στιγμή το 2014. Γιατί ούτως ή άλλως, με τα σημερινά δεδομένα οι τράπεζες είναι χαμένες.
Οι επισφάλειες των μικρομεσαίων είναι ανεξέλεγκτες. Στις κάρτες, στα καταναλωτικά η ίδια κατάσταση. Στα στεγαστικά (μαζί με τις ρυθμίσεις) οι επισφάλειες ξεπερνούν το 30%. Πόσο καιρό αντέχει ακόμη το σύστημα σε ισορροπίες τρόμου, χώνοντας κάτω από το χαλί τις βρωμιές;
Η Ελλάδα έχει 2,9 εκατομμύρια συνταξιούχους. Τα 2,2 εκατ. παίρνουν συντάξεις από 300 έως 900 ευρώ. Από αυτά τα 2,2 εκατομμύρια το 1,3 εκατ. συνταξιούχοι έχουν συντάξεις έως 500 ευρώ. Τι δάνεια θα πάρεις από αυτούς τους ανθρώπους; Ποιος θα προλάβει να πάρει πρώτος; Η εφορία ή η τράπεζα;
Για το κούρεμα των κρατικών ομολόγων βρέθηκε ένα μοντέλο ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Βρέθηκε το μέτρο της αναβαλλόμενης φορολογίας ώστε να μειωθούν οι ζημίες. Εγιναν νομοθετικές ρυθμίσεις για να καλυφθούν οι τραπεζίτες.
Ας βρούμε και τώρα ένα ανάλογο μοντέλο για το κούρεμα των ιδιωτικών, επιχειρηματικών δανείων. Οι δυνατότητες είναι πολλές και όπως βρέθηκαν λύσεις εκτάκτου ανάγκης όταν έγινε το κούρεμα των ομολόγων ή όταν βρέθηκε το σύστημα υπό πίεση, έτσι θα βρεθούν και τώρα.
Αλλωστε συζητάμε για ένα οργανωμένο κούρεμα δανείων που θα συμφωνήσουμε με τους δανειστές και όχι για ένα κούρεμα με όρους λαϊκής επανάστασης. Ανάλογα με τις περιστάσεις οι ευρωπαϊκές αρχές δείχνουν την ανάλογη ανοχή. Για παράδειγμα στην κρίση του 2008, η ΕΚΤ αποφάσισε ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα αποτιμούν τα ομόλογα σε τιμές κτήσης και όχι τρέχουσες. Αλλαξε δηλαδή το εποπτικό πλαίσιο που η ίδια είχε επιβάλει για να σώσει το σύστημα. Οι ελληνικές τράπεζες λειτουργούσαν -με τη γενναία στήριξη της ΕΚΤ- μήνες ολόκληρους χωρίς κεφάλαια. Ουδείς ενοχλήθηκε που δεν ήταν σε θέση ούτε λογιστική κατάσταση να εκδώσουν.
Μήπως ήρθε η ώρα να βρούμε και να συμφωνήσουμε με το ΔΝΤ, την ΕΚΤ, και την ΕΕ μια ανάλογη φόρμουλα; Μήπως πρέπει οργανωμένα και με σύστημα να κουρέψουμε τώρα τα δάνεια που αύριο θα τα πουλάνε στο 1/10 της ονομαστικής αξίας οι επίτροποι των τραπεζών στα διάφορα funds; Γιατί ανάπτυξη με μειώσεις μισθών και αυξήσεις φόρων – τιμών (και χωρίς δραστική μείωση του δημοσίου) αν το πετύχουμε στην Ελλάδα, όχι μόνον θα έχουμε σωθεί, αλλά θα πάρουμε και το Νόμπελ Οικονομικών.