[…] Επειδή κατά την διάταξη του άρθρου 159 ΚΠολΔ, η παράβαση διατάξεως ρυθμιζούσης την διαδικασία και ιδίως τον τύπο διαδικαστικής πράξεως επάγεται ακυρότητα που απαγγέλλεται από το Δικαστήριο 1) εάν την τήρηση της διατάξεως διαγράφει ρητώς ο νόμος επί ποινή ακυρότητας, 2) εάν για την παράβαση αυτή χωρεί αναίρεση η αναψηλάφηση, 3) σε κάθε άλλη περίπτωση, εάν κατά την κρίση του Δικαστηρίου η παράβαση επέφερε στον προτείνοντα αυτή διάδικο βλάβη, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 160 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ακυρότητα δεν μπορεί να απαγγελθεί άνευ προτάσεως του διαδίκου, εκτός εάν ο νόμος παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία να εξετάσει την τήρηση της διατάξεως αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, επειδή κατά την διάταξη του άρθρου 630 ΚΠολΔ, η διαταγή πληρωμής καταρτίζεται εγγράφως και δέον όπως περιέχει α’) το ονοματεπώνυμο του εκδίδοντος την διαταγή πληρωμής Δικαστού, β’) το ονοματεπώνυμο, την κατοικία και την διεύθυνση του αιτούντος και του καθ’ ού η αίτηση, γ’) την αιτία της πληρωμής, δ’) το καταβλητέο ποσόν χρημάτων ή χρεωγράφων, ε’) διαταγή πληρωμής, στ’) υπόμνηση στον καθ’ ού αυτή ότι δικαιούται να ασκήσει ανακοπή εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεως αυτής και ζ’) υπογραφή του Δικαστού. Σε περίπτωση έλλειψης των απαιτουμένων στοιχείων στην διαταγή πληρωμής, δύναται αυτή να ακυρωθεί με την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, υφισταμένης ανεπανόρθωτου βλάβης του προτείνοντος οφειλέτη – ανακόπτοντος εξαιτίας των ελλείψεων αυτών (βλ. ΕφΛαρ. 361/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 7771/80 ΕλλΔνη 21.618), τέτοια δε βλάβη υπάρχει ειδικά όταν από την μη υπόμνηση στον καθ’ ου η διαταγή πληρωμής ότι μπορεί να ασκήσει ανακοπή εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της, ο τελευταίος απώλεσε την σχετική προθεσμία (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμο Γ’, υπ’ άρθρο 630, σελ. 831-831, παρ. 2). Με τον μοναδικό λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι κατ’ αυτού εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 139/2010 διαταγή πληρωμής αυτού του Δικαστηρίου (η οποία του επιδόθηκε στις 27- 7-2010), βάσει απαιτήσεως από επιταγή, στην οποία (διαταγή), όμως, δεν αναγραφόταν η αναφερόμενη στο άρθρο 630 στοιχ. στ’ ΚΠολΔ υπόμνηση ότι αυτός δικαιούται να ασκήσει ανακοπή κατά της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της, με αποτέλεσμα να υποστεί δικονομική βλάβη καθώς αυτός (ανακόπτων) απώλεσε την ως άνω δεκαπενθήμερη προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου τη δυνατότητα να προσβάλει την ως άνω διαταγή πληρωμής, στην έκδοση της οποίας ουδόλως ο ίδιος συμμετείχε. Ο ισχυρισμός αυτός, που είναι νόμιμος, κατ’ άρθρα 159 αρ. 3, 632 και 630 στοιχ. στ’ ΚΠολΔ (σημειώνεται ότι εν προκειμένω δεν συντρέχει η περίπτωση εφαρμογής της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κατ’ άρθρο 152 ΚΠολΔ, διότι ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος δεν συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της γνήσιας ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, διότι από την επισκόπηση της πιο πάνω διαταγής πληρωμής αποδεικνύεται ότι αυτή δεν περιέχει την υπόμνηση στον ανακόπτοντα, καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, της δυνατότητας του να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προκειμένου να προσβάλλει τις προϋποθέσεις έκδοσης αυτής, με αποτέλεσμα αυτός (ανακόπτων) να απωλέσει την σχετική δεκαπενθήμερη προθεσμία και έτσι να υποστεί δικονομική βλάβη, καθώς στερήθηκε, λόγω της ως άνω μη υπόμνησης, της δυνατότητας εμπρόθεσμης άσκησης της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, η βλάβη δε αυτή δεν μπορεί να αποκατασταθεί άλλως παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας αυτής (διαταγής πληρωμής). Σημειωτέον ότι ο ισχυρισμός της καθ’ ης η ανακοπή περί μη πρόκλησης βλάβης στον ανακόπτοντα καθώς η ίδια (καθ’ ης) δεν προχώρησε σε κατάσχεση της περιουσίας του ανακόπτοντος με βάση την ως άνω διαταγή πληρωμής, αλυσιτελώς προβάλλεται διότι η βλάβη του τελευταίου συνίσταται στην απώλεια της προθεσμίας της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, η ουσιαστική παραδοχή της οποίας αποσκοπεί τελικά στην αποτροπή επίσπευσης της μελλοντικής διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πρέπει, επομένως, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμόν 139/2010 διαταγή πληρωμής αυτού του Δικαστηρίου και να καταδικαστεί η καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή. ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμό 139/2010 διαταγή πληρωμής αυτού του Δικαστηρίου. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων εβδομήντα (270) ευρώ.
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη – Αθήνα