Κατά 30,8% υποχώρησαν οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα από την έναρξη της κρίσης έως σήμερα, δείχνει η έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος που παρουσιάστηκε στο 8ο Business Forum του περιοδικού RE+D που πραγματοποιείτυαι σήμερα στο Μέγαρο Μουσικής.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής του τμήματος έρευνας κτηματαγοράς της ΤτΕ κ. Θεόδωρο Μητράκο οι μεγαλύτρες απώλεις καταγράφονται στα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χωρας, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Αντιθέτως, μικρότερες απώλειες καταγράφουν οι τιμές στην περιφέρεια και κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας.
Αναλυτικότερα, όπως αναφέρει το ered.gr στην Αθήνα οι τιμές έχουν υποχωρήσει κατά 32%, στη Θεσσαλονίκη 38,8%, στην Πάτρα 22,4%, στη Λάρισα 28,2% και στο Ηράκλειο 21,9%.
Η έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος στηρίχθηκε σε δείγμα 283.000 εκτιμήσεων. Από τα μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν προκύπτει ότι για καθε 1 τ.μ. Επιπλέον επιφάνειας η αξία της κατοικίας ενισχ΄΄υεται κατά 1,6%, ενώ αντιθέτως, κάθε χρόνος που περνά μειώνει την αξία κατά 1,6%.
Η υπεραξία που προσδίδει η μεζονέτα εκτιμάται αρκετά ψηλά στο 4,5%, ενώ ανεβαίνοντας όροφο η αξία αυξάνεται κατά 3,5% ανά “πάτωμα”. Σύμφωνα με την έρευνα της ΤτΕ κομβικής σημασίας είναι η ποιότητα κατασκευής που είναι ικανή να αυξήσει την αξία του ακινήτου έως και κατά 10,4%. Από την άλλη πλευρά, η περιοχή παίζει πάντα τον ρόλο της και η υποβαθμισμένες γειτονιές ρίχνουν την αξία κατά 13,6%.
Από την άλλη πλευρά, η έρευνα της ΤτΕ καταρρίπτει έναν από τους βασικούς μύθους της κτηματαγοράς σε ότι αφορά στις υποδομές. Η ύπαρξη λοιπόν αεροδρομίου, νοσοκομείου ή πανεπιστημίου ενισχύουν την αξία του ακινήτου μόλις κατά 0,2%.
Ενα ακόμα συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι στην επαρχία ζούν σε μεγαλύτερα σπίτια. Στις περισσότερες πόλεις της περιφέρειας οι επιφάνειες κινούνται από 91 έως 120 τ.μ. ενώ σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη οι αντίστοιχες επιφάνειες κινούνται κατά μέσο όρ στα 86,2 και 81,4 τ.μ. αντίστοιχα.